Ο επεκτατισμός της νεοσύστατης γρίπης διεκδικεί μεγάλο μερίδιο ακροαματικότητας εδώ και λίγες εβδομάδες, αλλά καθώς το καλοκαίρι προκόβει στο βόρειο ημισφαίριο, και καθώς λένε οι αρμόδιοι, τα πράγματα σ΄ αυτό το μέτωπο μάλλον θα κοπάσουν. Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς το ίδιο για το άλλο μέτωπο, αυτό της οικονομικής κρίσης. Οι επειγόμενοι βλέπουν οιωνούς ανάκαμψης μέσα στις επόμενες 300 μέρες του Ομπάμα, οι πιο μελαγχολικοί δεν περιμένουν πολλά πράγματα πριν από τη μεθεπόμενη Ολυμπιάδα, και βάλε. Τα συντελεσθέντα της τελευταίας τριακονταετίας, πάντως, επιβάλλουν συνετή αμφιθυμία. Μέσα στη δεκαετία του ΄80 το σοβιετικό πολυκατάστημα της κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας έγινε, πριν καλά καλά το καταλάβουμε, ένα αχανές «Ground Ζero»· και πάλι πριν το καταλάβουμε, μέσα σε δυο τρεις συνωστισμένες εβδομάδες ο θριαμβολογημένος καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς εισήχθη επειγόντως, και διασωληνωμένος, στην εντατική όπου μοιάζει να αναπνέει με τεχνική υποστήριξη. Μέσα στην πανδημική αμηχανία, οι φονταμενταλιστές της αγοράς επιμένουν ότι ο καπιταλισμός διαθέτει περισσότερα αντισώματα από όσα φανταζόμαστε και «εκεί που πάει να σκύψει, εκεί που πάει να σκύψει» θα ξαναθεριέψει- είναι, λέει, «δημιουργικά αυτοκαταστροφικός» αλλά, στο κάτω κάτω, όσοι δεν πιστεύουν σε τέτοια δύσκολα οξύμωρα ας θυμηθούν ότι και στο παρελθόν πέρασε, και κυρίως ξεπέρασε, σοβαρές κρίσεις. Αλλοι, όπως ο Εric Ηobsbawm, προσδοκούν τη μικτή οικονομία του μέλλοντος αιώνος.
Στο μεταξύ, και ενώ οι καθ΄ ύλην αρμόδιοι δεν έχουν καταλήξει ακόμη σε σαφή διάγνωση, η δυσπραγία και τα παγκοσμιοποιημένα παρεπόμενά της γίνονται όλο και περισσότερο αντικείμενο «υψηλής» κριτικής από στοχαστές που δεν έχουν ιδέα από «τοξικά» ή «πτωχευμένα» ομόλογα αλλά είναι αδιάσειστα πεπεισμένοι ότι οι τράπεζες, οι χρηματιστηριακοί δείκτες, οι κεφαλαιαγορές και οι φάμπρικες τύπου Lehman Βrothers (και άλλα τρία που αναζητούνται) είναι οι επτά βιβλικές πληγές που επιμετρήθηκαν στην ανθρωπότητα λόγω προκεχωρημένης ηθικής σήψης. Αγραυλούντες ποιμένες με επισκοπική μίτρα παραπέμπουν στις ισχνές αγελάδες της Γενέσεως, ο Βενέδικτος ο 16ος ανιχνεύει «σοβαρό έλλειμμα ηθικής στις σύγχρονες οικονομικές δομές» και στέλνει σχετική εγκύκλιο στις κυβερνητικές αυλές της ευδαίμονος Δύσης, ο Γκόρντον Μπράουν (βραχυπρόθεσμος βρετανός πρωθυπουργός) αποφθέγγεται ότι «η ηθική πυξίδα του καπιταλισμού χρειάζεται νέα ρύθμιση»- κι ας λένε οι κακόβουλοι ότι ο αναμορφωτέος αυτός καπιταλισμός, πολύ μακριά από το να διαθέτει οποιαδήποτε πυξίδα, αποτελεί το πιο αναρχικό χόμπι της μπουρζουαζίας. Μαντρόσκυλα της πατροπαράδοτης ευσέβειας ταξινομούν το ίδιο χόμπι στην όγδοη στεφάνη της δαντικής Κόλασης, ενώ οι πιο φιλοσοφημένοι αρκούνται σε βαθυστόχαστα μισόλογα, όπως, λόγου χάρη, ότι η οικονομική ανάπτυξη από θεάρεστο μέσο έχει καταντήσει ασύδοτος αυτοσκοπός.
Για ευνόητους λόγους, πολύ πιο ενδιαφέρουσα μου φαίνεται η περίπτωση του βρετανού κλασικού φιλολόγου (Richard Seaford το όνομά του) που αναρωτήθηκε πριν από λίγο καιρό «τι θα έλεγαν για το μεγάλο αυτό ζήτημα οι αρχαίοι Ελληνες;». Δεν πρόκειται (ας το τονίσω αυτό) για ρομαντικό κλασικιστή ούτε για το είδος του ημιμαθούς «ντελάλη» που γνωρίζουμε από την εγχώρια ποικιλία ελληνοφρόνων· έγκριτος ερευνητής είναι ο άνθρωπος και του οφείλουμε την πιο περιεκτική μελέτη για τον ρόλο του χρήματος στην ελληνική αρχαιότητα. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, η κλασική Ελλάδα είναι η πρώτη κοινωνία της Δύσης όπου το χρήμα αυτονομείται από άλλα αγαθά με ανταλλακτική αξία και αποτελεί καίριο παράγοντα διαμόρφωσης της κουλτούρας και των ηθών της κοινότητας. Ταυτόχρονα, η κλασική Ελλάδα είναι και η πρώτη δυτική κοινωνία που αναπτύσσει θεωρητικό προβληματισμό γύρω από το χρήμα· και ο αριστοφανικός «Πλούτος», με όλες τις φαρσοειδείς σχηματοποιήσεις του, εισηγείται πολύ καθαρά ένα μάθημα που σήμερα μοιάζει αυτονόητο και κοινότυπο: ότι το χρήμα είναι ίσως το μοναδικό αγαθό που μπορεί να υπονομεύσει τόσο δραστικά την αίσθηση των ορίων για τον χρήστη του. Η οικονομική απληστία είναι σύνδρομη της εποχής του μεταλλικού νομίσματος, και είναι δύσκολο να φανταστούμε το ανάλογό της σε περιόδους (όπως στον ομηρικό κόσμο, ας πούμε) όπου τη βάση της συναλλαγής αποτελούσε το είδος και όπου το «χρηματιστήριο» δεν ήταν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την τακτική εμποροζωοπανήγυρη. Ταύτα, με τη διαφορά ότι η πρώτη δυτική κοινωνία που είδε και την καλή και την ανάποδη πλευρά του νομίσματος καλλιεργούσε μια «κουλτούρα ορίων» (culture of limits), και είχε φιλοτεχνήσει τον αποτρεπτικό της μύθο για το δικό της «golden boy», τον ακόρεστο χρυσοκάνθαρό της, τον Μίδα.
Ενας σύγχρονος φιλόσοφος (ο John Gray) παρατηρεί ότι το πρόβλημα είναι η υπερίσχυση μιας οικονομίας στυγνών μαθηματικών σε βάρος της πολιτικής οικονομίας· ότι, σε αντίθεση με τους τεχνοκρατούμενους και μονότροπους οικονομικούς κεχαγιάδες των ημερών μας, ακόμη στο πρόσφατο παρελθόν η οικονομική σκέψη δεν είχε αποσυνδεθεί από την ιστορία και την ευρύτερη κοινωνία· και ότι ο ευπατρίδης Κeynes, ανάμεσα στους οικονομολογικούς διαλογισμούς του, διάβαζε φιλοσοφία. Ενδιαφέρον, αλλά προτιμώ το μάθημα του κλασικού συναδέλφου, τον Αριστοφάνη και τον Μίδα- για ευνόητους λόγους αλλά κυρίως επειδή πιστεύω ότι το πρόβλημα που ζούμε αυτές τις μέρες είναι, σε μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα μιας κοινωνίας που διαθέτει περίσσευμα απληστίας και ελλειμματική αίσθηση ορίων.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.