Υστερα από ένα «ράλι ανακούφισης» των μετοχών, ως αντίδραση στις μαζικές παρεμβάσεις των Αρχών, αλλά και την αίσθηση πως η δριμύτητα της ύφεσης μειώνεται και η εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος εδραιώνεται, το κρίσιμο επενδυτικό ερώτημα των αγορών δείχνει να αφορά πλέον τη χρονική διάρκεια και την ένταση της όποιας ανάκαμψης.

Στο πρόσφατο ράλι των μετοχών η υπεραπόδοση κατά 30% των κυκλικών κλάδων π.χ. έναντι των πιο αμυντικών εταιρειών θα μπορούσε να υπονοεί ότι μια ανάκαμψη των οικονομιών σε σχήμα «V» έρχεται οσονούπω.

Κάτι τέτοιο βέβαια συγκεντρώνει σήμερα ελάχιστες πιθανότητες, ενώ οι περισσότεροι οικονομολόγοι θεωρούν πιο πιθανή μια σταδιακή ανάκαμψη με αναταράξεις (όπως αποτυπώνεται και στο σχετικό σχήμα της Deutsche Βank) ή ακόμη και μια ανάκαμψη τύπου «W» (μικρότερες πιθανότητες), κάτι που σημαίνει ότι θα πρέπει να αναμένεται μία ακόμη πτώση πριν από την ανάκαμψη.

Για την JΡ Μorgan η όποια ανάκαμψη πιθανότατα θα είναι χλιαρή και με κίνδυνο να χάσει την κεκτημένη της ταχύτητα μέσα στα επόμενα 1-2 χρόνια.

Δανειακή εξάρτηση
Εξάλλου μας περιμένει ακόμη μια περίοδος αρκετών ετών με μείωση της δανειακής εξάρτησης (deleveraging), τόσο στον τραπεζικό κλάδο όσο και στα νοικοκυριά. Και ενώ στο τραπεζικό σύστημα η διαδικασία μείωσης της δανειακής εξάρτησης έχει προχωρήσει αρκετά, στα νοικοκυριά μόλις τώρα αρχίζει. Παράλληλα, το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα ενδέχεται να παραμείνει για χρόνια σε κατάσταση κεφαλαιακής στενότητας. Οι απομειώσεις του χρηματοοικονομικού κλάδου ανήλθαν πλέον στα 1,5 τρισ. δολ., ενώ οι αυξήσεις κεφαλαίων υπολείπονται κατά 300 δισ. δολ., στα 1,2 τρισ. δολ., και τα τεστ αντοχής των αμερικανικών τραπεζών έδειξαν ότι οι τράπεζες θα πρέπει να συγκεντρώνουν κεφάλαια επί αρκετά χρόνια ακόμη. Γενικώς οι εξελίξεις δεικνύουν πως η παροχή δανείων θα είναι πιο συγκρατημένη τα επόμενα δέκα χρόνια σε σχέση με τα προηγούμενα δέκα, και αυτό θα περιορίσει την όποια επάνοδο της ανάκαμψης.

Την ίδια στιγμή, ενώ τα περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα αναμένεται να κυριαρχήσουν τα επόμενα 2-3 χρόνια, οι ισολογισμοί του δημόσιου τομέα έχουν λυγίσει υπό το βάρος των υποχρεώσεων του ιδιωτικού τομέα που ανέλαβαν οι κυβερνήσεις. Ενώ το 2009 η δημοσιονομική τόνωση αναμένεται να λειτουργήσει σαν ούριος άνεμος, από το 2010 και μετά θα στραφεί σε αντίθετο άνεμο, σημείωσε χαρακτηριστικά η JΡ Μorgan.

Σε μεγάλο μέρος της αγοράς δείχνει να αποκρυσταλλώνεται σήμερα μια κύρια επενδυτική θέση που προτείνει μικρή αποκομιδή κερδών τώρα και επανατοποθέτηση σε πιθανή διόρθωση. Η ιστορία βέβαια δείχνει ότι οι μετοχές διορθώνουν ύστερα από μια φάση υπερβολής και ίσως αυτό να συμβεί και σήμερα. Σε γενικές γραμμές, λένε πάντως οι αναλυτές, αν και μετά το ράλι, μια περίοδος σταθεροποίησης θα ήταν ευπρόσδεκτη, ενδεχομένως εκείνοι που ψάχνουν μια ευκαιρία να αγοράσουν σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα ίσως τελικά και να απογοητευτούν.

Γενικότερα, η διάθεση ανάληψης ρίσκου έχει βελτιωθεί. Ωστόσο θα πρέπει η παρούσα αισιοδοξία να συνοδευτεί και από θετικές οικονομικές εξελίξεις ώστε η όποια αποκόμιση κερδών (κάποια στιγμή) να αποτελέσει ευκαιρία για νέες τοποθετήσεις, με μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Ο δρόμος της ανάκαμψης θα έχει αναταράξεις, εκτίμησε η οικονομολόγος Αstrid Schilo της ΗSΒC σε σχετική εκδήλωση της τράπεζας στην Αθήνα, ενώ συνολικώς αν και η κρίση εμφανίζει κάποια σημεία σταθεροποίησης, η ανάκαμψη είναι πιο πιθανό να πάρει τη μορφή ενός σχήματος «W», κάτι που σημαίνει πως δεν αποκλείεται νέα επιδείνωση των θεμελιωδών μεγεθών πριν από την ουσιαστική ανάκαμψη.

Ο στρατηγικός αναλυτής της τράπεζας κ. Κevin Gardiner συστήνει τώρα αύξηση θέσεων σε μετοχές της ευρωζώνης και των αναδυομένων αγορών και αύξηση των τοποθετήσεων σε κυκλικούς κλάδους. Ο ίδιος θεωρεί ότι οι νικητές του επόμενου ανοδικού κύκλου θα είναι οι μετοχές «Νifty Fifty», οι οποίες κυριάρχησαν τη δεκαετία του ΄60 και στις αρχές της δεκαετίας του ΄70. Πρόκειται στην ουσία για τις μετοχές των εταιρειών που εξαρτώνται στον μέγιστο βαθμό από τις διεθνείς πωλήσεις τους.

Κατά αναλογία, στο επόμενο ανοδικό «γύρισμα» των μετοχών οι περισσότερο διεθνοποιημένες επιχειρήσεις του ελληνικού χρηματιστηρίου θα μπορούσαν να είναι και οι πιθανοί πρωταθλητές των αποδόσεων. Μετά την έξοδο εξάλλου αρκετών θυγατρικών ξένων πολυεθνικών από το ΧΑ και την εξαγορά ορισμένων σημαντικών εταιρειών από επιχειρηματικά κεφάλαια, δεν υπάρχουν και πολλές εισηγμένες εταιρείες που να έχουν την κρίσιμη μάζα για να βρεθούν στα διεθνή χαρτοφυλάκια.

Αναδυόμενες αγορές
Ο στρατηγικός αναλυτής για τις αναδυόμενες αγορές κ. John Lomax, ο οποίος είχε «βαφτίσει» κάποτε τις ελληνικές μετοχές του 1999 ως «η μητέρα όλων των φουσκών», εμφανίζεται θετικός για τις προοπτικές των αναδυομένων, συστήνοντας αυξημένες θέσεις κυρίως στη Λατινική Αμερική και στον αραβικό κόσμο. Το ελληνικό χρηματιστήριο υπεραποδίδει το τελευταίο διάστημα σε σχέση με τις άλλες μεγάλες αγορές, ενώ δείχνει να ακολουθεί περισσότερο την πορεία των αναδυομένων που ευνοούνται σε αυτή τη φάση από τις ροές ξένων κεφαλαίων. Σε κάθε περίπτωση, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος μεταξύ διαφορετικών μετοχών, ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων ειδήσεων και μάλιστα με ικανοποιητική αξία συναλλαγών, συνιστά θετική ένδειξη για την «αναζωογόνηση» της εγχώριας αγοράς, που ωστόσο βρίσκεται αφενός κοντά σε ισχυρές αντιστάσεις και αφετέρου αντιμέτωπη με τις «μαζικές» ανακοινώσεις αποτελεσμάτων τις προσεχείς εβδομάδες.

Με έκπτωση οι μετοχές τού ΧΑ
Αναφορικά με το ΧΑ ο κ. Πάρης Μαντζαβράς, αναλυτής της ΗSΒC Παντελάκης Χρηματιστηριακής, προτείνει στους επενδυτές να δώσουν έμφαση σε μετοχές ποιοτικών εταιρειών, που διαθέτουν ηγετική θέση στον κλάδο τους, αξιόπιστη διοίκηση, ισχυρή ρευστότητα και χαμηλό κίνδυνο και συνολικά σε εταιρείες οι οποίες θα βγουν περισσότερο ενισχυμένες από την κρίση. Σε αυτή τη φάση προτείνει και αύξηση των τοποθετήσεων σε μετοχές με υψηλό δείκτη υπεραντίδρασης- τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση-(beta), ώστε τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια να ευνοηθούν και από την αύξηση της διάθεσης για ανάληψη κινδύνου παγκοσμίως. Οι ελληνικές μετοχές διακινούνται πάντως με μια έκπτωση (περίπου 20%) σε σχέση με τις ευρωπαϊκές, που μπορεί να ερμηνεύεται και από διάφορους παράγοντες, όπως από την υψηλή έκθεση των ελληνικών εταιρειών στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης, από τις μακροοικονομικές αδυναμίες της χώρας κ.λπ.