«Το ΚΚΕ τιμά τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γ. Ρίτσου, προβάλλοντας πλατιά στο λαό και στη νεολαία την ανεκτίμητη προσφορά, με την Τέχνη του, στο λαϊκό κίνημα, συνυφασμένη με την αγωνιστική στάση ζωής. Αυτή η όσμωση είναι που αναβλύζει (sic) την τεράστια αφυπνιστική δύναμη του έργου του, που συνεγείρει σμιλεύοντας την εργατική συνείδηση ως την αναγκαιότητα της κοινωνικής επανάστασης». Με αυτά τα ανελλήνιστα και χωρίς νόημα ελληνικά ανοίγει το Αφιέρωμά του ο «Ριζοσπάστης» (3/5/09) για να τιμήσει τα 100 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή. Ομως, για να ξεκινήσουμε από τα βασικά, όταν θέλουμε να δείξουμε τιμή και σεβασμό στον Ρίτσο (και σε κάθε ποιητή μας) που είχε ως κύριο, για να μην πω μοναδικό όπλο του τον απλό και συνάμα μουσικό, ευγενικό και πολύτροπο ελληνικό λόγο του, τότε καλό είναι, τουλάχιστον, να μην αναφερόμαστε στο έργο του με γλώσσα βάρβαρη και άξεστη.

Εν πάση περιπτώσει, καλώς έπραξε το ΚΚΕ (το όφειλε άλλωστε) να τιμήσει τον ποιητή και πολίτη Ρίτσο που όχι μόνο ύμνησε τους μεγάλους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες του λαού, αλλά έλαβε και ο ίδιος μέρος πάντα στην πρώτη γραμμή. Ωστόσο αυτή η «τιμή» που οι συντάκτες του Αφιερώματος απέδωσαν τελικά στον ποιητή καθόλου δεν είναι η οφειλόμενη και η δίκαιη. Οχι μόνο για την αθλιότητα των ελληνικών τους, ούτε επειδή πουθενά δεν θίγουν με σοβαρότητα και δεν στοχάζονται τα μεγάλα θέματα του εκτενούς και απείθαρχου έργου του Ρίτσου (θέματα ποιητικά, καλλιτεχνικά, πολιτικά, ηθικά, ερωτικά, προσωπικά, υπαρξιακά κ.λπ.) αλλά κυρίως επειδή, για άλλη μια φορά, χρησιμοποιούν τον ποιητή σαν δήθεν «σπλάχνο των σπλάχνων» τους για να διαδώσουν την «αλήθεια» τους και να διασαλπίσουν μια «τίμια αντεπίθεση» ενάντια σε όσους «κακοποιούν», «βεβηλώνουν», «διαστρεβλώνουν», «παραμορφώνουν» το έργο του. «Εκατοντάδες σελίδες», αποφαίνεται το Αφιέρωμα, «σοβαροφανών αναλύσεων γράφτηκαν αυτά τα τελευταία χρόνια, τόσο ξένες προς τη σκέψη του ποιητή και τόσο ανάξιες του διαμετρήματός του, ώστε να αποτελούν κυριολεκτικά βεβήλωση».

Δυστυχώς αυτοί οι «ορθόδοξοι» εκτιμητές και ανατόμοι του έργου του Ρίτσου ούτε ονόματα των «σοβαροφανών» και «βέβηλων» μάς δίνουν, ούτε (το χειρότερο) μας προσφέρουν μια στοιχειώδη βιβλιογραφία του γούστου και της έγκρισής τους, έτσι, να φωτιστούμε κι εμείς. Αντίθετα, όπως συνήθως γίνεται σε αυτού του είδους τις καταγγελίες, αναφέρονται γενικά και αόριστα άνθρωποι «με πανεπιστημιακές, συγγραφικές αλλά και αριστερές περγαμηνές, ορισμένοι από τους οποίους είχαν την τύχη να συνεργαστούν με τον ποιητή»(!). Κοντολογίς δηλαδή και με βάση την ατσάλινη λογική του συντάκτη αυτού του κειμένου, κάποιοι από τους βέβηλους, θρασύδειλους παραχαράκτες και σοβαροφανείς αναλυτές «συνεργάστηκαν» με τον ποιητή. Αλλά τότε και ο ποιητής «συνεργάστηκε» με αυτά τα υποκείμενα, πράγμα που σημαίνει, σύντροφοι, πως και ο ποιητής δεν είναι εντελώς αθώος… Ετσι δεν είναι;

Προφανώς και δεν χρειάζεται να επιμείνουμε σε αυτού του τύπου τη λογική. Δεν χρειάζεται να «πούμε περισσότερα. Καταλαβαινόμαστε…». Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται για κάθε τίμιο αναγνώστη αυτού του Αφιερώματος είναι το εξής. Αλήθεια, αυτή είναι όντως η «σκέψη» και το «διαμέτρημα» του Ρίτσου, όπως θέλουν να μας δείξουν οι συντάκτες του; Οτι λ.χ. η Σονάτα δεν περιέχει και «στοιχεία αυτοεξομολόγησης», δεν είναι και « υπαρξιακό ποίημα με κυρίαρχα τα μοτίβα της φθοράς και του θανάτου» αλλά είναι σκέτα ένα ποίημα «αντινομιών» που ο Ρίτσος τις κάνει «να ξεπερνιούνται και να λύνονται στο υψηλό επίπεδο των θέσεων του διαλεκτικού υλισμού»; Γιατί αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε και οι λοιπές μεγάλες, όμορες και συγγενείς συνθέσεις της ΤέταρτηςΔιάστασης μαζί και η Ελένη (κυρίως αυτή) δεν είναι τίποτε άλλο παρά η απελπισμένη προσπάθεια ενός ποιητή να μας πείσει με εκατοντάδες στίχους πως οι «αντινομίες» λύνονται με τον «υψηλό διαλεκτικό υλισμό». Με αυτή την «κριτική» οι εκατό ποιητικές συλλογές του Ρίτσου, τα εννέα μυθιστορήματά του (αυτά πια!), τα τέσσερα θεατρικά έργα του, οι μελέτες και οι μεταφράσεις τους, οι επιστολές του, όλα αυτά γράφτηκαν για να περάσουν μέσα από την τρύπα μιας στρεβλής κομματικής βελόνας!

Ολα τα πρόσεξαν οι άνθρωποι της αντεπίθεσης και της κάθαρσης. Τα ποιήματα, τις γλυκερές «αναλύσεις» κι ας καταδικάζουν ασύστολα τις πολιτιστικές «ψευτο-ευαισθησίες» των άλλων. Πρόσεξαν και τις φωτογραφίες. Αλλά παρά ταύτα έγινε το μοιραίο λάθος. Οχι τα λεκτικά, εκφραστικά, λογικά και ερμηνευτικά σφάλματα (θανάσιμα για τους ποιητές) αλλά γιατί τους παραπλάνησαν δυο φωτογραφίες του ποιητή. Μάλιστα. Αυτός ο δόλιος ποιητής (ελπίζω να εννοήσουν τι εννοώ οι συντάκτες του Αφιερώματος) εμφανίζεται δύο φορές, μία στο εξώφυλλο του Αφιερώματος και μία μέσα, να κάθεται πάνω στις κροκάλες της ακρογιαλιάς. Στη μια μας κοιτάζει χαμογελαστός, ανέμελος και ωραίος, με φόντο τη θάλασσα, στην άλλη σκυμμένος δουλεύει τις πέτρες. Φορά και στις δύο ασπρογάλανα καπιταλιστικά σνίκερς! Επιτρέπεται κάτι τέτοιο σ΄ έναν ποιητή του «υψηλού διαλεκτικού υλισμού»; Το βρίσκω εκζητημένο και κανονικά δεν θα έπρεπε αυτές οι φωτογραφίες να βρίσκονται στο Αφιέρωμα. Είναι παντελώς έξω από το όλον επαναστατικό κλίμα…

Ειλικρινά δεν ειρωνεύομαι. Ούτε θέλω να δώσω ονόματα σε πράγματα και πρόσωπα, αλλά σκέφτομαι, καθώς περιδιαβάζω άλλη μια το Αφιέρωμα, μήπως τελικά έχουν δίκιο οι συντάκτες του; Μήπως δηλαδή κάνει λάθος η Προκοπάκη, ο Αργυρίου, ο Πρεβελάκης, ο Μαρωνίτης, ο Σαββίδης, ο Πήτερ Μπήαν, ο Ε. Κήλυ, οι νέοι λαμπροί μελετητές του ποιητή, οι διατριβές, οι σοβαρές μελέτες και τα άρθρα σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, όλοι εκείνοι που δεκαετίες τώρα μοχθούν να βγάλουν τον ποιητή από τη σιωπή και να δείξουν την τέχνη του και τα μεγάλα θέματα που τον απασχολούν, μήπως δηλαδή όλοι αυτοί κάνουν λάθος, βέβηλοι συνάμα και παραχαράκτες, και έχει δίκιο η κυρία Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ και υπεύθυνη του Πολιτιστικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ; Λέτε;

Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι ομότιμος καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.