Πόσο λίγο είναι αρκετό; Πόσο είναι το μίνιμουμ που χρειάζεται ώστε να συντελεσθεί μια πλήρης θεατρική πράξη; Ο Μπέκετ, μανιώδης της αφαίρεσης, υποβάλλει συνεχώς το είδος σε δοκιμασία. Και δεν ηρεμεί αν δεν φτάσει στα άκρα. Τι θα γίνει αν οι ήρωες σταματήσουν να μιλούν; ΣτοΠράξη Χωρίς Λόγια ΙΙδεν εκστομίζουν ούτε μία συλλαβή. Τι θα γίνει αν τους αφήσουμε χωρίς σκηνικά; ΣτοΝανούρισμαυπάρχει μονάχα μια κουνιστή καρέκλα. Τι θα γίνει αν τους στερήσουμε την πολυτέλεια του χρόνου; ΤοΠηγαινέλαείναι ζήτημα αν κρατάει περισσότερο από δέκα λεπτά.
Τι θα γίνει, τέλος, αν οι ήρωες σταματήσουν να είναι ήρωες; Αν παραμείνουν στη σκηνή απλώς ως φιγούρες υπαρξιακής παρόρμησης, που επαναλαμβάνουν τις ίδιες κινήσεις ξανά και ξανά, μέρα βγαίνει νύχτα μπαίνει, με την ίδια ακαταπόνητη ακρίβεια, αιχμάλωτοι του ρυθμού της ζωής, του μικρόκοσμου της καθημερινότητας, ταυτόχρονα όμως ανίκανοι να εγκαταλείψουν τον εφιάλτη τους;
«Καιρός να σταματήσει», καιρός να σταματήσει να πηγαίνει μπρος-πίσω στην κουνιστή καρέκλα της σκέπτεται η γυναίκα τουΝανουρίσματος,και όμως, σαν υπνωτισμένη, δεν σταματά: το λίκνισμα αποκοιμίζει γλυκά την απόγνωση. Η ύστατη ψευδαίσθηση ελευθερίας σε έναν κόσμο απίστευτης μοναξιάς. «Κι άλλο» μονολογεί με τα χέρια της γαντζωμένα στα χέρια της καρέκλας: δεν υπάρχει κανένας να μας ακούσει, δεν υπάρχει κανένας να μας λικνίσει, αλλά εμείς ζητάμε «κι άλλο».
Η ρουτίνα μάς κρατάει ζωντανούς: σαν τους πλανόδιους που περιμένουν τον Γκοντό, σαν τη γυναίκα που αυτονανουρίζεται, σαν τους άνδρες τούΠράξη Χωρίς Λόγια ΙΙπου μπαινοβγαίνουν στα σακιά τους, πλένουν τα δόντια τους, τρώνε ένα καρότο, πίνουν ένα χάπι, βουρτσίζουν τα μαλλιά τους κ.ο.κ. Ο ένας το κάνει γκρινιάζοντας, ο άλλος κεφάτα, καμία γκρίνια και κανένα κέφι όμως δεν μπορούν να αναιρέσουν τη μονοτονία της τελετουργίας στην οποία στηρίζουν την ύπαρξή τους. «Δεν είμαι αρκετά δυστυχισμένος» ομολογεί με εκκωφαντική διαύγεια ο τυφλός ζητιάνος στοΘέατρο Ι: «Αυτή ήταν πάντα η ατυχία μου, δυστυχισμένος, αλλά όχι δυστυχισμένος αρκετά».
Χρειάζεται τρομακτική αντίληψη για να μπορέσεις να συλλάβεις την ουσία της ανθρώπινης κατάστασης και να την εκφράσεις τόσο απλά, τόσο καθαρά. Μια εικόνα, μετρημένες φράσεις: να λες το πιο αβάσταχτο πράγμα χωρίς συναισθηματισμούς αλλά και χωρίς αυστηρότητα, παρά μόνο στη φόρμα σου. Μια τέλεια φόρμα αποτελούμενη από τα πιο ταπεινά υλικά: ζητιάνους και πένητες, τυφλούς και κουτσούς, ένα δέντρο, ένα παγκάκι, ένας άδειος δρόμος. Ανθρωποι που κάνουν τις πιο συνηθισμένες κινήσεις: πλένονται, χτενίζονται, τρώνε, κάθονται. Και καθώς τα κάνουν όλα αυτά, καθώς το κενό τούς ρουφάει και νιώθουν ημιδυστυχισμένοι, αυτοί ζητούν «κι άλλο».
Ο Μπρουκ αποδεικνύεται ιδανικός συνοδοιπόρος του Μπέκετ. Οχι μόνο επειδή είναι, ως γνωστόν, εξίσου μανιώδης εραστής της αφαίρεσης αλλά επειδή διαθέτει εξίσου τρομακτική αντίληψη: αυτήν, δηλαδή, που χρειάζεται για να διαισθανθείς την αβάσταχτη ελαφρότητα μέσα σε όλη αυτή την αβάσταχτη συμπύκνωση του είναι. Ο σκηνοθέτης απαλλάσσει τον Μπέκετ από τη ζοφερή σοβαροφάνεια με την οποία τείνει να τον περιβάλλει η πλειονότητα των σκηνοθετών. Συνδυάζοντας τέσσερα μικρά κείμενα του ιρλανδού συγγραφέα, ο Μπρουκ δημιούργησε μια προσωπική σύνθεση, σαν να πήρε τα πετράδια του στέμματος και έφτιαξε το δικό του μπρασελέ: εξίσου πολύτιμο αλλά λιγότερο επίσημο, ιδανικό για καθημερινή χρήση και όχι μόνο για μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις.
Η παράσταση αρχίζει με τραχύτητα, ρεαλισμό και άπλετο φως: τοΘέατρο Ιθα μπορούσε να είναι σκηνή από κωμωδία του παραλόγου με έναν ανάπηρο και έναν αόμματο να κυνηγιούνται, να χαϊδεύονται και να συζητάνε για το γρασίδι που δεν υπάρχει γύρω τους. Στη συνέχεια το φως περιορίζεται δραστικά και οι τόνοι απαλύνονται για τοΝανούρισμα- σημειωτέον, στις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα έχουμε μια γυναίκα «πρώιμα γηρασμένη, με ατημέλητα γκρίζα μαλλιά και λευκό πρόσωπο», ο Μπρουκ όμως θέλει να αποδιώξει κάθε υποψία αρχετυπικών μορφών και επιλέγει μια σχετικά νέα γυναίκα με πιασμένα μαλλιά και χέρια σταυρωμένα στα γόνατα, μελαγχολική, με πραότητα στη φωνή. Αμέσως μετά επιστρέφουμε στη φαρσική διάσταση με τους δύο μίμους που βγαίνουν από τα σακιά τους και αρχίζουν τη μέρα τους ο ένας με χάπια και ο άλλος με γυμναστική (Πράξη Χωρίς Λόγια ΙΙ), ενώ το καλύτερο, το πραγματικά αριστουργηματικό, έρχεται στο τέλος: τρεις γυναικείες φιγούρες σε ένα παγκάκι, ντυμένες με καπέλα και πανωφόρια στις αποχρώσεις του ροδιού και του μήλου, σαν τρεις καρδερίνες στο κλαδί, με ονόματα σαν φτερά, η Φλο, η Βι και η Ρου, να τιτιβίζουν στο ημίφως, παλιές συμμαθήτριες που βρέθηκαν ξανά μόνο και μόνο για να πουν τα ίδια ή να μην πουν και τίποτε, όπως έκαναν άλλοτε, όπως κάνουν τώρα, όπως κάνουν πάντοτε.
Γέλιο, μελαγχολία, γέλιο, αέναη ματαιότητα: ο κύκλος της ζωής μας σε τέσσερις κινήσεις.«Τίποτε δεν είναι μόνιμο σε αυτόν τον άθλιο κόσμο. Ούτε καν οι σκοτούρες μας»έλεγε ο Τσάρλι Τσάπλιν και η φράση του αυτή συνοψίζει απολαυστικά τη διάθεση του Μπρουκ όταν διαβάζει Μπέκετ.