ΔΕΝ ΕΙΝΑΙεύκολο- ούτε και λογικό- να κρίνεται ένας πολιτικός στις πρώτες 100 ημέρες της θητείας του, πόσο μάλλον όταν αυτός είναι ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Καθιερώθηκε όμως ατύπως το 1933, όταν η τότε υπουργός ΕργασίαςΦράνσις Πέρκινς, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των Ρεπουμπλικανών ότι ο νέος πρόεδροςΦράνκλιν Ντελάνο Ρούσβελτδεν κάνει τίποτε, απαρίθμησε ένα προς ένα τα μέτρα που είχε λάβει, τα έργα που άρχισαν να κατασκευάζονται και τα νομοσχέδια που ετοίμασε στις πρώτες 100 ημέρες της προεδρίας του. Εκτοτε το διάστημα των πρώτων τριών μηνών και κάτι τού κάθε νεοεκλεγμένου προέδρου δίνει αφορμή να γίνει μια αποτίμηση της προσωπικότητάς του, της πολιτικής φιλοσοφίας του και, φυσικά, του έργου που έχει επιτελέσει. Ετσι και ο Μπαράκ Ομπάμα κρίνεται αυτές τις ημέρες από αναλυτές, πανεπιστημιακούς, πολιτικά πρόσωπα κ.ά. Και μάλιστα όχι μόνο στην Αμερική αλλά και στο εξωτερικό, καθότι ηγείται της μοναδικής υπερδύναμης, μιας χώρας με ενεργό συμμετοχή σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη. Φυσικά, η κρίση τους διαφέρει, καθώς τα κριτήρια είναι διαφορετικά. Οι «Financial Τimes», λ.χ., τον βαθμολογούν με κριτήριο την οικονομική πολιτική του και το γερμανικό «Der Spiegel» για τη στάση του απέναντι στην Ευρώπη. Είναι όμως εντυπωσιακό ότι η αποδοχή του Ομπάμα είναι σχεδόν η ίδια παντού. Στις ΗΠΑ εγκρίνει την προεδρία του το 66% και το 27% την απορρίπτει ή έχει σοβαρές επιφυλάξεις. Στην Ιαπωνία τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 71% και 22%, ενώ στη Γερμανία και στην Ισπανία κυμαίνονται γύρω στα 66% και 30% αντιστοίχως. Ο ίδιος, μιλώντας την περασμένη Τετάρτη στην «επέτειο» της ορκωμοσίας του, δήλωσε ότι είναι«ευχαριστημένος αλλά όχι ικανοποιημένος»από το έργο της κυβέρνησής του στο εκατονταήμερο. Εννοείται ότι αυτή η αποδοχή δεν προεξοφλεί ότι θα συνεχίζεται. Στις πρώτες 100 ημέρες ο Τζίμι Κάρτερ είχε βαθμολογηθεί με επτά μονάδες, με άριστα το 10, για να καταρρεύσει κυριολεκτικά λίγους μήνες αργότερα. Υπάρχει βέβαια και το αντίστροφο ιστορικό προηγούμενο. ΟΛίντον Τζόνσονσυγκέντρωσε ένα μέτριο 55% παρ΄ όλο που υπέρ του λειτουργούσε το συναισθηματικό στοιχείο για τις δραματικές συνθήκες υπό τις οποίες ανέλαβε πρόεδρος. Ενάμιση χρόνο αργότερα και παρά το αντιπολεμικό κίνημα για το Βιετνάμ, ο Τζόνσον είχε την υποστήριξη του 68% των Αμερικανών.

Δύο στοιχεία δημιουργούν το υψηλό ποσοστό υποστήριξης του προέδρου Ομπάμα. Πρώτον, ο σχηματισμός της κυβέρνησής του και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν. Δεύτερον, η σωστή ιεράρχηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Αμερική και τα μέτρα που πήρε, όπως και οι προτάσεις που υπέβαλε για τον χειρισμό τους. Το ότι ήταν σε θέση να σχηματίσει κυβέρνηση εντός δύο εβδομάδων και με πρόσωπα τα οποία κρίθηκαν άξια από το «κόσκινο» της Γερουσίας ήταν μια έκπληξη, δεδομένου ότι οΤζορτζ Μπουςχ ρειάστηκε 44 ημέρες για να συμπληρώσει τα υπουργεία και ο Μπιλ Κλίντονπερισσότερο από δύο μήνες.

Δίδοντας το υπουργείο Εξωτερικών στην (προεκλογική) αντίπαλό του, ο Ομπάμα ικανοποίησε όχι μόνο εκείνους και εκείνες που ορκίζονταν ότι θα τον καταψηφίσουν αλλά και τη συντηρητική πτέρυγα των Δημοκρατικών που τον θεωρούσε liberal. Διατηρώντας τον Ρόμπερτ Γκέιτς στο Πεντάγωνο αποστόμωσε όσους ανησυχούσαν για το μέλλον του στρατιωτικού δυναμικού της Αμερικής. Τέλος, διαψεύδοντας όλους εκείνους που προέβλεπαν ότι θα διορίσει μια ντουζίνα μαύρους στο Υπουργικό Συμβούλιο, ο Ομπάμα επέλεξε μόνο έναν: τον Ερικ Χόλντεργια το υπουργείο Δικαιοσύνης.

Αν αυτά ικανοποίησαν τη σχετικώς συντηρητική παράταξη, μια σειρά αποφάσεις και μέτρα ικανοποίησαν τα προοδευτικά στρώματα, κυρίως εκείνους και εκείνες που ψήφισαν «Ομπάμα και μόνον Ομπάμα». Η αναγγελία, τις πρώτες 48 ώρες της προεδρίας του, της κατάργησης του Γκουαντάναμο «εντός ενός έτους» έγινε δεκτή με ανακούφιση ακόμη και από τους Νεοσυντηρητικούς. Ηταν μια κίνηση εξόχως πολιτική και στόχευε στο να διαβεβαιώσει τον αμερικανικό λαό ότι τηρεί όλα όσα είχε υποσχεθεί προεκλογικώς. Και μόνο η ανακοίνωση ήταν αρκετή για να δημιουργήσει κλίμα, κλίμα εμπιστοσύνης στον πρόεδρο. Αυτό τού επέτρεψε να μη συναντήσει σοβαρή λαϊκή απροθυμία όταν εισηγήθηκε το «έναυσμα για την οικονομία» των 787 δισ. δολαρίων. Σε μια χώρα όπου από την αρχή της συγκρότησής της το κράτος θεωρείται εχθρός και οι κρατικές χορηγίες σπατάλη, σε έναν κόσμο ο οποίος όχι μόνο στα οκτώ χρόνια της προεδρίας Μπους αλλά και επί προηγούμενων προέδρων το κρατικό χρήμα ήταν ύποπτο και ένδειξη σοσιαλισμού- ενίοτε και κομμουνιστικής απόκλισης-, το μέσο το οποίο εισηγήθηκε ο Ομπάμα, δηλαδή κρατικό χρήμα στην αγορά, ήταν επαναστατικό και η ευκολία με την οποία πέρασε στο Κογκρέσο έδειξε ότι ακόμη και οι παλαιάς σχολής Δημοκρατικοί ευθυγραμμίζονται με το «νέο πνεύμα» που εισήγαγε ο Ομπάμα. Σημειώνω ότι το μέτρο ψηφίστηκε και από τέσσερις Ρεπουμπλικανούς, γεγονός το οποίο ενόχλησε τόσο πολύ ορισμένους Νεοσυντηρητικούς ώστε ο άλλοτε πρόεδρος της Βουλής Νιουτ Γκίνγκριτς δήλωσε προχθές ότι βλέπει την«πιθανότητα να δημιουργηθεί ένα τρίτο κόμμα πριν από τις εκλογές του 2012,το οποίο θα εκφράζει τον αντικρατισμό των Ρεπουμπλικανών».

Είναι γεγονός ότι το Κογκρέσο, όπου οι Δημοκρατικοί έχουν πλήρη έλεγχο, δεν φάνηκε τόσο πρόθυμο να εγκρίνει και τα συμπληρωματικά κονδύλια που ζήτησε- και εξασφάλισε- ο Ομπάμα. Είναι όμως τόσο έτοιμη η κοινή γνώμη να δεχθεί τις προτάσεις του ώστε θεωρείται εντελώς απίθανο να δημιουργηθούν προβλήματα στη Βουλή ή στη Γερουσία όταν, εντός των ημερών, ο πρόεδρος στείλει τα νομοσχέδια που είχε υποσχεθεί προεκλογικά- για την «εκ θεμελίων» αναδιοργάνωση της Παιδείας, για τη συγκρότηση του (πρώτου στην ουσία) μηχανισμού κρατικής Πρόνοιας και Υγείας, και ένα νομοσχέδιο για το περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται σημαντικό μέρος της ενεργειακής πολιτικής του.