O πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα θα πρέπει να είναι ευτυχής, διότι έκλεισαν οι 100 πρώτες ημέρες της εισόδου του στον Λευκό Οίκο με τη Wall Street να ανακάμπτει από τον πάτο των 12 ετών που είχε κατρακυλήσει στις αρχές Μαρτίου και από τότε να οδηγεί το ξέφρενο, παγκόσμιο χρηματιστηριακό ράλι. Ο παγκόσμιος δείκτης μετοχών της ΜSCΙ κατέγραψε τον Απρίλιο τα υψηλότερα μηνιαία κέρδη στην 20χρονη ιστορία του. Οι έντονες προσπάθειες της κυβέρνησης Ομπάμα και οι επιθετικές κινήσεις της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) να πλημμυρίσει με ρευστό το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα, σε συνδυασμό με τα μέτρα και των άλλων κυβερνήσεων στον κόσμο, έχουν αποσύρει από το τραπέζι όλα τα «μαύρα» σενάρια για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. «Λιγότερο άσχημα» είναι η φράση-«κλειδί» που τώρα σαρώνει όλες τις αγορές, υποδηλώνοντας ότι ολοένα και επιβραδύνονται οι ρυθμοί συρρίκνωσης της αμερικανικής οικονομίας και των άλλων ηγέτιδων οικονομιών του κόσμου.

Το ξέφρενο αυτό μετοχικό ράλι έπιασε στα πράσα τους περισσότερους γκουρού των αγορών. Οι μεγαλύτεροι νικητές της κούρσας στη Wall Street και στα χρηματιστήρια της Ευρώπης είναι τα περισσότερο στραπατσαρισμένα εταιρικά ονόματα και αυτά που φαίνονταν στα μάτια της πλειονότητας των επενδυτών ότι έχουν τις πλέον ρισκαδόρικες προοπτικές. Πράγματι, στη λίστα των νικητών φιγουράρουν οι μετοχές των τραπεζών και των άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πολλές από τις οποίες σχεδόν τριπλασίασαν την αξία τους σε λιγότερο από δύο μήνες. Τα κέρδη των τραπεζικών μετοχών ήταν τόσο υψηλά ώστε οδήγησαν στο σύνολό τους τους χρηματιστηριακούς δείκτες πολύ υψηλότερα από τα πολυετή χαμηλά που είχαν κατρακυλήσει στις 9 Μαρτίου. Ενώ από τότε ο δείκτης Dow Jones είναι πάνω κατά 23% και ο δείκτης Standard & Ρoor΄s 500 κερδίζει 28%, ο επί μέρους δείκτης του Standard & Ρoor΄s 500, που καταγράφει μόνο την απόδοση των τραπεζικών μετοχών, έχει κάνει άλμα κατά 70%. Επίσης, ο όμιλος εταιρειών του λιανικού εμπορίου, των αυτοκινητοβιομηχανιών και των αλυσίδων εστιατορίων είναι πάνω κατά 41%.

Ενα τέτοιο ράλι δεν είναι ασύνηθες μετά το μαζικό ξεπούλημα του περασμένου έτους και των αρχών του τρέχοντος έτους. Πάντα έτσι γίνεται. Μετά την bear market (πτωτικής κατεύθυνσης αγορά) του 2003, οι μετοχές που ανέκαμψαν πρώτες ήταν αυτές που είχαν «συνθλιβεί». Για να έχει συνέχεια ωστόσο αυτό το ράλι θα πρέπει να διευρυνθεί και από υψηλότερης ποιότητας εταιρείες, διαφορετικά θα άγεται και θα φέρεται από τις τύχες… των τραπεζών. Σπουδαίο ρόλο θα παίξουν τα αποτελέσματα του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ και της Fed για το «stress test», καθώς αυτή η εξέταση θα δείξει το πώς οι 19 μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες θα τα βολέψουν εάν συνεχιστεί η επιδείνωση της οικονομίας. Πόσο δε μάλλον που παρά την ανάκαμψη των μετοχών του χρηματοπιστωτικού τομέα οι προσδοκίες για τα κέρδη τους έχουν μειωθεί περαιτέρω. Η γενική συναίνεση για τις τραπεζικές μετοχές είναι να σημειώσουν πτώση κερδών κατά 45% το δεύτερο τρίμηνο, πέντε ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τις τελευταίες προβλέψεις του Απριλίου.

Επισημαίνεται ότι τα «stress test» αποτελούν τον πρωταρχικό παράγοντα των προσπαθειών της κυβέρνησης Ομπάμα να αποκαταστήσει τη βαριά τρωθείσα εμπιστοσύνη των επενδυτών προς το τραπεζικό σύστημα. Στην περίπτωση που τα «stress test» δείξουν ότι οι τράπεζες στερούνται ικανοποιητικής κεφαλαιακής επάρκειας για να αντέξουν στην επιδείνωση της ύφεσης και σε μελλοντικές οικονομικές καταιγίδες τότε θα έχουν περιθώριο έξι μηνών για να αντλήσουν νέα κεφάλαια. Ομως αν δεν καταφέρουν να τα αντλήσουν από ιδιώτες επενδυτές τότε θα υποχρεωθεί η αμερικανική κυβέρνηση να τα διαθέσει. Με άλλα λόγια δηλαδή κινδυνεύουν από μερική εθνικοποίηση. Ειδικότερα όσες ήδη έχουν λάβει χρήματα φορολογουμένων, όπως η Citigroup και η Βank of Αmerica. Να σημειωθεί ότι και οι δύο έχουν ήδη λάβει 45 δισ. δολάρια εκάστη με συνέπεια μια πρόσθετη κρατική βοήθεια να μετατρέψει την αμερικανική κυβέρνηση στον μεγαλύτερο μέτοχο των δύο αυτών τραπεζών. Ενα δημοσίευμα της «Wall Street Journal» που ανέφερε ότι υπάρχει ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει νέο ξεπούλημα των μετοχών τους και των μετοχών των άλλων αμερικανικών αλλά και ευρωπαϊκών τραπεζών.

Λέγεται ότι ο κίνδυνος αυτός είναι που οδήγησε τη Fed να αναβάλει την ημερομηνία ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων. Αρχικά επρόκειτο να δημοσιοποιηθούν αύριο, αλλά λέγεται ότι θα δοθούν στη δημοσιότητα αργότερα. Πόσο δε μάλλον που σύμφωνα με μελέτη της Fed που διενεργήθηκε στις 24 Απριλίου, οι 19 τράπεζες που έχουν υποβληθεί στο «stress test» κατέχουν τα δύο τρίτα των αμερικανικών χρεογράφων και πλέον του ημίσεος των δανείων που έχουν χορηγηθεί από το τραπεζικό σύστημα. Επίσης, ο λόρδος Τέρνερ, πρόεδρος της αρμόδιας ελεγκτικής Αρχής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της Βρετανίας, δήλωσε ότι και οι βρετανικές τράπεζες θα υποχρεωθούν να αυξήσουν τα κεφάλαιά τους, ενώ οι κανόνες αυτοί θα ανακοινωθούν τον τρέχοντα μήνα.

Ενας ακόμη παράγοντας που έπαιξε ρόλο στο τρέχον ράλι είναι ότι τα εταιρικά κέρδη πρώτου τριμήνου ήταν κάπως καλύτερα, συγκρινόμενα με τις δραματικά αρνητικές προσδοκίες. Σύμφωνα με την Τhomson Reuters, εταιρείες όπως η Ford, η Αmerican Εxpress, η Αmazon και η Μicrosoft είχαν αποτελέσματα που χαροποίησαν τους επενδυτές.