-Κατά πόσο εντάσσεται το βιβλίο σας σε μια παράδοση που επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο των εφήβων, όπως «Ο φύλακας στη σίκαλη» και «Ο μεγάλος Μωλν»;
«Μου λένε ότι έγραψα ένα βιβλίο για την εφηβεία σήμερα αλλά δεν νομίζω να αλλάζει κάτι πέρα από το περίβλημα, τα διακοσμητικά του τρόπου ζωής. Το βιβλίο του Σάλιντζερ το είχα διαβάσει, το είχα ξεχάσει εντελώς και το ξανάπιασα αφού εκδόθηκε τοΘράσος.
Νομίζω ότι, αν το είχα στον νου μου, θα είχα κομπλάρει. Είναι σημαντικό για μένα να ξεχνάω ό,τι ξέρω όταν γράφω κάτι».
– Οι σπουδές σας και η δουλειά σας ως ψυχολόγου σε σχολείο σάς φέρνουν κοντά στον ψυχισμό των νέων.
«Είναι ο τρόπος σκέψης μου καθώς οι σπουδές και η δουλειά προέκυψαν από αυτό που είμαι. Εχω παρατήσει τη δουλειά μου, δεν μου πήγε ιδιαίτερα, παρ΄ ότι δούλεψα πολλά χρόνια. Νομίζω ότι είμαι εγώ, όχι η δουλειά μου».
– Ακολουθήσατε κάποια συγκεκριμένη μέθοδο κατά τη συγγραφή; Ο Ιαν Μακ Γιούαν πήγαινε για δύο χρόνια σε χειρουργεία γιατί στο «Σάββατο» είχε ως ήρωα έναν νευροχειρουργό.Στο τέλος του βιβλίου αναφέρετε ότι πήγατε σε ένα σχολείο για να συναντήσετε μαθητές.
«Για μένα το ενδιαφέρον στο γράψιμο είναι ακριβώς αυτό, το να μπαίνω στο πετσί άλλων ανθρώπων. Είναι κάτι που κάνω αυτομάτως, μπαίνω σε άλλους κόσμους. Οταν ήμουν μικρή είχα έναν καημό: ήθελα να είμαι μύγα και να πετάω, να μπορώ να χώνομαι σε σπίτια για να δω. Είναι όλων οι ζωές τόσο παράξενες, ιδιαίτερες, και με πράγματα που δεν τα βλέπεις απ΄ έξω αλλά πρέπει να μπεις μέσα για να τα δεις».
– Ηταν παράξενη η ζωή σας; «Ναι. Δεν ήταν η πιο συνηθισμένη, θα έλεγα. Ολη η οικογένεια δεν ήταν ο μέσος όρος. Πολλές φορές αισθανόμουν ότι διέφερα. Δεν έχει σημασία, ο άνθρωπος πάντοτε ίδιος είναι». – Οι κύκλοι στους οποίους κινούσασταν δεν ήταν ο μέσος όρος.
«Δεν είχα κύκλους. Η αδελφή μου είχε αλλά ήταν αρκετά μεγαλύτερη από εμένα, οπότε δεν συμμετείχα. Μάλλον είχα νορμάλ ανθρώπους για φίλους. Σε όλα μου τα βιβλία πάντως είναι σημαντικό να μυρίσω τον τόπο. Σε σχολείο πήγα μόνο μια μέρα για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, περισσότερο από τον φόβο μήπως αυτό που είχα στο μυαλό μου δεν συμβάδιζε με την ηλικία. Ηθελα να βεβαιωθώ ότι αυτές οι φάτσες θα μπορούσαν να έχουν αυτές τις σκέψεις. Είδα δυο φάτσες που στάμπαρα ως Θράσο και Κλάξο, τους ήρωες του βιβλίου. Δεν φαντάζομαι ποτέ οπτικά τους ήρωές μου, αν όμως δω κάτι λέω “έτσι είναι”». – Εξισορροπείτε στο βιβλίο την αθωό τητα του εφήβου με την εμπειρία του παππού του.Γιατί επιλέγετε αυτό το διπολικό σχήμα;
«Δεν το σκέφτηκα. Πολλά πράγματα δεν τα σκέφτομαι».
– Δηλαδή,η αφήγηση εξελίσσεται με μια δική της δυναμική;
«Πάει βήμα βήμα. Αν και αυτό το βιβλίο ξεκίνησε από πλάκα. Οταν τελειώνω ένα βιβλίο κάνω διάφορα γιατί δεν μου αρέσει να μην έχω κάτι να κάνω σε σχέση με το γράψιμο. Είχα στον νου μου ότι ήθελα να κάνω κάτι πιο σύγχρονο. Είπα να γράψω μια χαζομάρα με έναν έφηβο που μιλάει και έτσι ξεκίνησε. Δεν ξέρω γιατί, μου ταίριαξε».
– Ο τρόπος γραφής σας γίνεται πολύ ελλειπτικός σε μερικά σημεία.Ισως επειδή μεταφέρετε μηνύματα από κινητό τηλέφωνο και e-mail.
«Η ποικιλία μου αρέσει, βαριέμαι αλλιώς. Σε αυτό το βιβλίο με οδήγησε το θέμα. Το έγραφα λιγάκι σαν να ήταν ελεύθεροι συνειρμοί και στο έκτο χέρι, που εκδόθηκε τελικά, επειδή είμαι πολύ σπαστική, έχω κόψει 10.000 λέξεις. Το προηγούμενο με οδηγεί στο επόμενο, συνήθως έχω κάποιο σχέδιο. Μου πήρε δύο χρόνια από την ώρα που το τελείωσα ώσπου να το δω κάπως απ΄ έξω. Τα βιβλία μου συνήθως έχουν τρεις γραφές, αυτό χρειάστηκε έξι».
– Για ποιον λόγο; «Ηταν χάος. Το έχω πει σε άλλους και το βίωσα αυτή τη φορά: η πρώτη γραφή είναι αυτή που χρειάζεται ο συγγραφέας, αυτή που εκδίδεται είναι αυτή που χρειάζεται ο αναγνώστης. Μερικές φορές χρειάζεται να γράψεις παραπάνω για να μπεις στο πετσί και να περιγράψεις. Τώρα ο παππούς δεν θυμάμαι πώς προέκυψε, κάπως προέκυψε. Μάλλον από τον Θράσο, που είχε τα νεύρα του. Για να έχει τα νεύρα του κάποιος του την έσπαγε. Νομίζω ότι οι έφηβοι έχουν πολλά προσωπεία. Ενα είναι του ακραίου κυνισμού. Δεν σημαίνει ότι κάτω από αυτό δεν είναι λιώμα. Η φωνή του Θράσου που μου βγήκε ήταν πολλές φορές ισοπεδωτική, άλλες φορές όχι. Είναι ντροπαλός, αβέβαιος, μπερδεμένος».
– Πώς σας φαίνεται η συνήθεια των χρηστών του Ιnternet να δηλώνουν ψεύτικη ταυτότητα στην επικοινωνία τους; Ο Θράσος είναι μαθητής αλλά συστήνεται ως δικηγόρος,28 ετών. «Δεν ξέρω γιατί δεν το έχω παρακολουθήσει. Ξέρω μόνο τα πολύ βασικά για τις συναντήσεις μέσω Διαδικτύου, όσα χρειάστηκαν για να γράψω το βιβλίο. Εγώ είμαι λάτρης του email και των διευκολύνσεων, δεν έχω ασχοληθεί με τις γνωριμίες και όλα αυτά. Ισως φοβάμαι ότι αν μπω δεν θα μπορέσω να ξεκολλήσω».
– Είναι πολύ πιο βαρετό από αυτό που φοβόσαστε…
«Δεν ξέρω πού καταλήγουν όλα αυτά, το βρίσκω όμως φυσικό να αλλάζουν ταυτότητα. Εξαρτάται από το τι έχεις ανάγκη. Είναι πολύ εύκολο να συζητήσεις άυλα, άφυλα, α-, α-. Μετράει μόνο ο λόγος, ούτε το χρώμα ούτε η ηλικία. Εχει μια γοητεία. Στις ημέρες μας είναι δύσκολο να φτιάξεις μια επικοινωνία με έναν άνθρωπο που είναι μπροστά σου, πρόσωπο με πρόσωπο. Είναι τόσο πολλά αυτά που κουβαλάμε. Νομίζω ότι τα νέα παιδιά σήμερα δύσκολα φτιάχνουν σχέσεις. Είναι τρομερές οι απαιτήσεις, περιμένουν ότι θα βρουν την τέλεια φιλία ή τον τέλειο έρωτα. Δεν υπάρχει η αξία των δύο, είναι μονάδες. Στην εποχή μας ήταν αλλιώτικα».
– Ναι; Τι σημαίνει αλλιώτικα; «Οχι; Στη δική μου εποχή ήταν δεδομένο ότι πορεύεσαι στη ζωή σαν ζευγάρι. Ηταν δεδομένο ότι επικοινωνείς. Εκανες πιο πολύ κόπο. Τώρα δεν κάνουν κόπο νομίζω και με το πρώτο δημιουργείται μια απομάκρυνση, μια παρεξήγηση. Υπάρχει και μια τάση στη διακριτικότητα, αυτά τα SΜS που στέλνουμε, γιατί δεν τολμάμε ούτε να σηκώσουμε ένα τηλέφωνο, να μην ενοχλήσουμε. Αυτά μας στερούν από την προσωπική επαφή. Προτιμάμε τις γνωριμίες χωρίς ρίσκο».
Ο τίτλος «Θράσος» παραπέμπει στις διαθέσεις του 16χρονου ήρωα που συστήνεται στο Ιnternet ως 28χρονος δικηγόρος,είναι όμως ταυτόχρονα και το όνομά του,ως σύντμηση του «Θρασύβουλος».Ενας σημερινός έφηβος βρίσκεται στο κέντρο του τέταρτου μυθιστορήματος της Τατιάνας Αβέρωφ και παρουσιάζει όλα τα συμπτώματα της ηλικίας.Αυτό που διαφοροποιεί το βιβλίο από τα κλασικά του είδους είναι το ψηφιακό περιβάλλον: τα πάντα γίνονται μέσα από την οθόνη.Πρόκειται λοιπόν για μια αφήγηση ενηλικίωσης που δανείζεται τις παρεξηγήσεις από τα θεατρικά έργα του Μπομαρσέ αλλά αναπτύσσεται μέσα από την ηλεκτρονική επικοινωνία. Η διατύπωση του μυθιστορήματος είναι πολύ πιο κοντά στο μέσον το οποίο περιγράφεται παρά στη λογοτεχνική έκφραση στην οποία μας είχε συνηθίσει η συγγραφέας στα τρία προηγούμενα βιβλία της.Ο πιτσιρικάς ερωτεύεται κάποια άγνωστη μέσα από το κομπιούτερ και αποφασίζει να καταγράψει τον έρωτα με λογοτεχνικό τρόπο μέσα από ένα blog. Μια καθηγήτριά του αποκτά σημαντικό ρόλο,τόσο για το γράψιμο όσο και για την εξέλιξη της υπόθεσης.Κατά τα άλλα,η ιστορία περιγράφει μια συνηθισμένη αθηναϊκή οικογένεια.Στο διάστημα που παρακολουθούμε την καθημερινό- τητα αυτής της οικογένειας η μητέρα βρίσκει εραστή και ο διάσημος παππούς βρίσκει καταφύγιο στην οικογενειακή εστία.Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που υιοθετεί τους εκφραστικούς τρόπους του Ιnternet και των γραπτών μηνυμάτων,ακολουθεί τους συνειρμούς του εφήβου και δανείζεται τον ρυθμό του προφορικού λόγου.
«Προτιμάμε τις γνωριμίες χωρίς ρίσκο»
-Κατά πόσο εντάσσεται το βιβλίο σας σε μια παράδοση που επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο των εφήβων, όπως «Ο φύλακας στη σίκαλη» και «Ο μεγάλος Μωλν»; «Μου λένε ότι έγραψα ένα βιβλίο για την εφηβεία σήμερα αλλά δεν νομίζω να αλλάζει κάτι πέρα από το περίβλημα, τα διακοσμητικά του τρόπου ζωής. Το βιβλίο του Σάλιντζερ το είχα διαβάσει, το είχα ξεχάσει εντελώς και το ξανάπιασα αφού εκδόθηκε τοΘράσος. Νομίζω ότι, αν το είχα στον νου μου, θα είχα κομπλάρει. Είναι σημαντικό για μένα να ξεχνάω ό,τι ξέρω όταν γράφω κάτι».

Η Τατιάνα Αβέρωφ
-Κατά πόσο εντάσσεται το βιβλίο σας σε μια παράδοση που επιχειρεί να ερμηνεύσει τον κόσμο των εφήβων, όπως «Ο φύλακας στη σίκαλη» και «Ο μεγάλος Μωλν»; «Μου λένε ότι έγραψα ένα βιβλίο για την εφηβεία σήμερα αλλά δεν νομίζω να αλλάζει κάτι πέρα από το περίβλημα, τα διακοσμητικά του τρόπου ζωής. Το βιβλίο του Σάλιντζερ το είχα διαβάσει, το είχα ξεχάσει εντελώς και το ξανάπιασα αφού εκδόθηκε τοΘράσος. Νομίζω ότι, αν το είχα στον νου μου, θα είχα κομπλάρει. Είναι σημαντικό για μένα να ξεχνάω ό,τι ξέρω όταν γράφω κάτι».
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.