Μιλώντας στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου (15.2.09) για την κριτική υποδοχή του Τέρι Ιγκλετον από τους συνεργάτες των «Αναγνώσεων» της Αυγής, αναφέρθηκα και στο μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του Μετά τη Θεωρία (2003), το οποίο, κυρίως, σηματοδοτεί την αμφισβητούμενη από αυτούς, παρ΄ ότι ομολογούμενη και από τον ίδιο τον Ιγκλετον, «μεταφυσική ή θεολογική στροφή» του (βλ. τον πρόλογο του βιβλίου του Ηoly Τerror, 2005). Την (επι)στροφή αυτή του ρωμαιοκαθολικής ανατροφής μαρξιστή κριτικού συνθέτουν βέβαια και άλλα βιβλία του, μεταξύ των οποίων και το Τerry Εagleton Ρresents Jesus Christ (2007), που δεν απασχόλησε τις «Αναγνώσεις». Αλλά και γενικότερα η κριτική μας έκρινε το Μετά τη Θεωρία ελλιπώς. Επαινέθηκαν, ενίοτε μέχρις ενθουσιασμού, τα ισχυρά, κατά την εκτίμηση των επαινετών, στοιχεία του, ενώ δεν εντοπίστηκαν τα, κατά τη γνώμη μου, ασθενή. Θα αναφέρω ορισμένα μόνο από τα δεύτερα, ώστε ο έλληνας αναγνώστης να σχηματίσει μια σφαιρικότερη εικόνα του βιβλίου. Με το Μετά τη Θεωρία ο Ιγκλετον επιχειρεί «έναν ισολογισμό της πολιτισμικής θεωρίας, με τα κέρδη και τις ζημιές της ως σήμερα». Τα κέρδη της πολιτισμικής θεωρίας λογοτεχνικής θεωρίας, ή θεωρίας, όπως ονομάζει αδιακρίτως όλα εκείνα που στεγάζονται, επίσης, υπό τον οικονομικότερο όρο Θεωρία ), εμφανίζονται, όπως σημειώνει, κατά την περίοδο της ακμής της («από το 1965 ως το 1980») με τα «πρωτοποριακά» και «επαναστατικά» έργα των Λακάν, Μπαρτ, Φουκό, Ντεριντά, Κρίστεβα κ.ά. Οι ζημιές προκύπτουν με τον μεταμοντερνισμό, το παρακμιακό σκέλος της Θεωρίας, που μετά «τις πρώτες αναλαμπές του στη δεκαετία του 1970 θα επικρατήσει από τη δεκαετία του 1980 και μετά».

Ο Ιγκλετον επικρίνει τη Θεωρία γιατί αποδείχθηκε «συνεσταλμένη απέναντι στην ηθική και στη μεταφυσική, αμήχανη μπροστά στη θρησκεία και την επανάσταση, σιωπηλή όσον αφορά το κακό, δογματική όσον αφορά τις ουσίες, τις καθολικές αξίες και τις θεμελιώδεις αρχές, επιφανειακή σχετικά με την αλήθεια» (σ. 147). Τα ελλείμματα αυτά τα ζυγίζει με εκείνα που θεωρεί επιτεύγματα της Θεωρίας, τα οποία απαριθμεί ως εξής (σ. 137-140): 1) Η Θεωρία «μάς έβγαλε από την πλάνη ότι υπάρχει ένας και μόνο σωστός τρόπος ερμηνείας ενός έργου τέχνης»· 2) «Μας έχει πείσει ότι υπάρχουν πολλά πράγματα στην κατασκευή ενός έργου τέχνης εκτός από τον συγγραφέα»· 3) «Εχουμε γίνει πιο ευαίσθητοι στα παιχνίδια εξουσίας και επιθυμίας στα πολιτισμικά δημιουργήματα»· και 4) «Αποδόθηκε μεγαλύτερη προσοχή στο υλικό περιβάλλον των έργων τέχνης και στο πόσο μεγάλο μέρος του πολιτισμού είχε τις ρίζες του στη δυστυχία και την εκμετάλλευση».

Βασιζόμενος σε ένα δυσεξήγητο- και θεμελιώδες- πραγματικό λάθος: στην καταχώριση των βασικών θεωρητικών αρχών της πριν από τη Θεωρία εποχής ως επιτευγμάτων της Θεωρίας, δεν είναι περίεργο που ο ισολογισμός του Ιγκλετον, παρά τα όσα καταλογίζει στον μεταμοντερνισμό, φαίνεται να κλίνει υπέρ της Θεωρίας. «Εκείνοι», γράφει, «για τους οποίους ο τίτλος του βιβλίου μου υπαινίσσεται ότι η “θεωρία” τέλειωσε πια και ότι μπορούμε να επιστρέψουμε σε μια εποχή προθεωρητικής αθωότητας, πρόκειται να απογοητευθούν. Δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε μια εποχή όπου αρκούσε να χαρακτηρίσει κανείς τον Κeats “ευχάριστο” ή τον Μilton “στιβαρό πνεύμα”» (σ. 2).

Η πεποίθηση ότι κατά την πριν από το 1965 περίοδο κυριαρχούσαν κριτικοί χαρακτηρισμοί όπως οι παραπάνω δείχνει περισσότερο μια σοβαρή οπτική διαταραχή του Ιγκλετον και λιγότερο τη θεωρητική αθωότητα της εποχής. Είναι φανερό ότι ο Ιγκλετον συγχέει εδώ τη βικτωριανή εποχή, που διακρίνεται για τέτοιες εκτιμήσεις, με την εποχή του κυρίαρχου από τη δεκαετία του 1920 ως το 1964 μοντερνισμού, λησμονώντας ότι σε άλλες σελίδες του βιβλίου του χαρακτηρίζει- σωστά- τη μοντερνιστική εποχή πολύ πιο επαναστατική από εκείνη της Θεωρίας. «Η περίοδος από το 1965 ως το 1980», γράφει, «παρ΄ όλη την έξαψή της, ωχριά μπροστά στο μεγάλο ρεύμα του μοντερνισμού, που σάρωσε την ήπειρο νωρίτερα μέσα στον 20ό αιώνα» (σ. 91). Αναρωτιέται κανείς, πώς έπειτα από μια τέτοια σαρωτική ανατροπή, με την οποία, όπως σημειώνει, χτυπήθηκε «ο υδροκέφαλος βικτωριανός ορθολογισμός» (σ. 101) και «κατακερματίστηκε και ξαναφτιάχθηκε η ευρωπαϊκή κουλτούρα» (σ. 92), η εποχή του μοντερνισμού μπορεί να χαρακτηρίζεται εποχή προθεωρητικής αθωότητας; – και μάλιστα όταν «οι δύο περίοδοι (του μοντερνισμού και της Θεωρίας) μοιράζονται από κοινού μια δυσπιστία για την ανθρώπινη λογική» (σ. 101), όταν «συγγραφείς όπως ο Μπαρτ, ο Φουκό, η Κρίστεβα και ο Ντεριντά ήταν στην πραγματικότητα ύστεροι μοντερνιστές» (σ. 93), όταν «στην πραγματικότητα η πολιτισμική θεωρία ήταν μεταξύ άλλων η συνέχιση του μοντερνισμού με άλλα μέσα»; (σ. 93) Και πώς «πολλές από τις ιδέες των παραπάνω στοχαστών παραμένουν απαράμιλλης αξίας», όταν, όπως τελικά διαπιστώνει ο Ιγκλετον, «η πολιτισμική θεωρία σε γενικές γραμμές δεν έχει επιτύχει τίποτε σπουδαίο»; (σ. 147).

Αντιφάσεις σαν τις παραπάνω και πραγματικά λάθη όπως αυτό που επισήμανα, που αφθονούν στο βιβλίο, φαίνονται περίεργα ακόμη και για έναν κριτικό της επιπολαιότητας του Ιγκλετον, και θα πρέπει να απορρέουν από μιαν οξεία διανοητική σύγχυση, τα αίτια της οποίας θα αδυνατούσε να ανιχνεύσει μόνος του ένας λογοτεχνικός κριτικός.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.