Δύσκολα συμπεραίνονται το εύρος, το βάθος και η ένταση της ποιητικής (γενικότερα: λογοτεχνικής) μαθητείας του Διονύση Καψάλη από τα ελάχιστα φανερά ίχνη της, αποτυπωμένα διακριτικά στην, ασκητική έτσι κι αλλιώς, συλλογή Ολα τα δειλινά του κόσμου, για την οποία έγινε δοκιμαστικός λόγος στο μονοτονικό της περασμένης Κυριακής. Τέσσερα είναι τα σήματα νεοελληνικής ποιητικής μαθητείας, σφηνωμένα στο εσωτερικό των εξήντα μερών της σύνθεσης: σολωμικό το ένα, παλαμικό το δεύτερο, καβαφικό το τρίτο, του Αναγνωστάκη το τέταρτο.

Το σολωμικό ίχνος εντοπίζεται στο δίστιχο 13: Μια απεγνωσμένη ειλικρίνεια,λες./ Κι ο ενδεκασύλλαβος · τι ρόλο παίζει; (αναφορά στον σολωμικό ενδεκασύλλαβο, ασκημένο με ανεπανάληπτο τρόπο στα ομόστιχα αποσπάσματα του Λάμπρου ). Το παλαμικό ίχνος αναγνωρίζεται στο τρίστιχο 18: Και για την «περδικόστηθη» τι λες;/ Περίγραψέ μου εσύ καλύτερα/ το στήθος που ονειρεύεσαι ν΄ αγγίξεις (παραπομπή στην περδικόστηθη τσιγγάνα από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου ) . Η καβαφική ανάμνηση εντυπώνεται αυτολεξεί στο εξάστιχο 11: Στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς (παράθεμα από το διάσημο ποίημα Η πόλις ). Το ίχνος, τέλος, του Αναγνωστάκη φιλοξενείται στο εννεάστιχο 44: η αγάπη που είναι μόνο αγάπη (Εποχές, «Πέντε Μικρά Θέματα» ΙΥ· ακέραιος ο στίχος του Αναγνωστάκη είναι: Λησμόνησα την αγάπη που ΄ναι μόνο αγάπη ). Υπάρχουν και δύο αρχαιοελληνικά. ίχνη. Το ένα (20), σαπφικό, παραθέτει τέσσερα κύρια ονόματα για κορίτσια του παλιού καιρού: Ατθίς, Γογγύλα, Γυριννώ, Ανδρομέδα. Το άλλο (33), σοφόκλειο, αντιγράφει τον στίχο 1266 από τις Τραχίνιες: μεγάλην δε θεών αγνωμοσύνην. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις οι επιλογές είναι σημαδιακές: ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Καβάφης και ο Αναγνωστάκης υποστυλώνουν τη νεοελληνική ποίηση σε τέσσερις κρίσιμους σταθμούς της· η Σαπφώ και ο Σοφοκλής γεφυρώνουν την αρχαϊκή λυρική ποίηση με την κλασική τραγωδία.

Σε όλα πάντως τα παραδείγματα τα ένθετα σήματα ποιητικής μαθητείας ακούγονται, όπως είπα, διακριτικά (όχι επιδεικτικά και αυτάρεσκα όπως σε άλλους ποιητές μας) και αφορούν αδιαίρετα την τεχνική και την τέχνη της ποίησης. Τούτο σημαίνει ότι ο Καψάλης, χωρίς να υποδύεται τον ξεπερασμένο πια ρόλο του poeta doctus, διαθέτει εφόδια υποψιασμένων σπουδών και ασκήσεων. Θυμίζω ότι σπούδασε κλασική και αγγλική φιλολογία στις ΗΠΑ (1970-1974) και νεοελληνική φιλολογία στο Λονδίνο (1981-1984), όπου δίδαξε για δύο χρόνια. Με αυτές τις προϋποθέσεις προέκυψαν τόσο τα έξι ποιητικά βιβλία και οι πέντε τόμοι δοκιμίων όσο και οι εξαιρετικής ποιότητας μεταφράσεις του: σονέτα και τρεις κορυφαίες τραγωδίες του Σαίξπηρ, ποιήματα της Εμιλυ Ντίκινσον, Χαϊκού του Ισσα και του Μπασό, και άλλα. Τα τελευταία εξάλλου χρόνια, ως διευθυντής του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας, ο Διονύσης Καψάλης στήριξε πολύτιμες εκδόσεις (πρωτότυπες και μεταφρασμένες), που καλύπτουν σημαντικά κενά των ανθρωπιστικών σπουδών αλλά και των εικαστικών τεχνών.

Στο σημείο αυτό μια ωφέλιμη, υποθέτω, παρένθεση: αξίζει κάποτε να μελετηθούν συστηματικότερα οι, πραγματικές και συγκεκριμένες, σπουδές των λογοτεχνών μας, που όσο ξέρω στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μάλλον φυγόκεντρες ως προς την τέχνη της ποιήσεως, για να θυμηθούμε ξανά τον Αλεξανδρινό. Γεγονός που εξηγεί τη μελαγχολική ομολογία του Σεφέρη ότι υπήρξε «αυτοδίδακτος». Ζητούμενο όμως παραμένει μήπως κάποιοι που ασχολούνται περιπαθώς με την πεζογραφία και την ποίηση στις μέρες μας εμφανίζονται, εκόντες άκοντες, «αδίδακτοι», έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στο αυτοφυές και αύταρκες ταλέντο τους.

Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι υπάρχει πάντα κίνδυνος η πυκνή λογοτεχνική μαθητεία να μειώσει (ή και να στομώσει) την αναγκαία αυθορμησία που απαιτεί η άσκηση της ποίησης. Οπου, για να χρησιμοποιήσω την αριστοφανική θεωρία περί έρωτος στο πλατωνικό Συμπόσιο, χρειάζεται να συντηρείται η καταγωγική συζυγία Πενίας και Πόρου. Τούτο με άλλα λόγια σημαίνει ίσως ότι η άσκηση της ποίησης απαιτεί συνεύρεση περιουσίας και υστερήματος. Η συνείδηση του αναγκαίου ελλείμματος φαίνεται να είναι όρος αναφαίρετος της καλής ποίησης· το υστέρημα επομένως δικαιούται να συμμετέχει και αυτό στη σύνταξη του ποιήματος, αφήνοντας πάνω του τα συμπαθητικά του ίχνη. Αυτή η ποιητική αρετή αισθάνομαι ότι σφραγίζει την προκείμενη συλλογή του Διονύση Καψάλη, όπου τα λεγόμενα αποτελούν λίγο πολύ υποδοχές για τα παραλειπόμενα. Γιατί, όπως γνωματεύει το τρίστιχο 27: Το αιώνιο δεν είναι κατοικία,/ δεν είναι καν οικοδομήσιμο·/ στον δρόμο της φθοράς,εκεί να χτίσεις.