Δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του ευρώ αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η νομισματική ένωση της Ευρώπης υπήρξε μια επιτυχία. Το ευρώ κατέκτησε περίπου ισοδύναμη θέση με το δολάριο στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, ενώ συνέβαλε στη σταθερότητα και ανάπτυξη της ευρωζώνης.

Η επιτυχία αυτή διέψευσε όσους είχαν υποστηρίξει ότι η απουσία ισχυρής πολιτικής αρχής, συνδεδεμένης με την έκδοση και διαχείριση του κοινού νομίσματος, θα υπέσκαπτε τη λειτουργία του. Στην πράξη, ο συντονισμός οικονομικής πολιτικής που προωθεί το Συμβούλιο Εco/Fin και η Ευρωομάδα (Εurogroup) εξασφάλισε μιαν ελάχιστη συνοχή στη νομισματική ένωση, διαμορφώνοντας συνθήκες αξιοπιστίας.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση έθεσε την ευρωζώνη σε δοκιμασία. Ανέδειξε αδύναμους κρίκους, με πρώτη την Ελλάδα, μέσα από τη διαφοροποίηση της αξιολόγησης των κινδύνων δανεισμού μεταξύ των χωρών. Οι αδύναμες χώρες δανείζονται με μεγάλα «καπέλα», ενώ η υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητάς τους μπορεί να οδηγήσει σε κρίση δανεισμού, δηλαδή αδυναμία εξεύρεσης των αναγκαίων κεφαλαίων.

Η ευρωζώνη δεν διαθέτει μηχανισμούς διάσωσης χωρών-μελών που κινδυνεύουν. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν λειτουργεί σύμφωνα με το πρότυπο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Εξάλλου η έκδοση ευρωομολόγων προσκρούει στην αντίδραση της Γερμανίας, η οποία είναι απρόθυμη να πληρώσει για τις «αμαρτίες» των «άτακτων» εταίρων της.

Ασφαλώς, θα μπορούσε να αναζητηθεί μηχανισμός αποζημίωσης της Γερμανίας με αντίστοιχη επιβάρυνση των αδύναμων χωρών, αλλά η διαπραγμάτευση θα είναι επίπονη και χρονοβόρα. Σε κάθε περίπτωση ανταποκρίνεται στο μακροχρόνιο συμφέρον της Γερμανίας, ως δεσπόζουσας δύναμης της ευρωζώνης, η καταβολή τιμήματος για τη διασφάλιση της σταθερότητας και αξιοπιστίας του κοινού νομίσματος. Το πρόβλημα έγκειται στη δυσκολία προσδιορισμού του «σωστού» τιμήματος. Για τους λόγους αυτούς, αν εκδηλωθεί κρίση δανεισμού, είναι πιθανή η εμπλοκή, σε πρώτη φάση, του ΔΝΤ και η υπαγωγή τών προς διάσωση χωρών σε καθεστώς συνδυασμένης εποπτείας ΕΕ – ΔΝΤ. Η εποπτεία θα ασκηθεί προς την κατεύθυνση της επιβολής αυστηρών μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής για μείωση τω ελλειμμάτων, με δραστική μείωση των δαπανών και, κατ΄ επέκταση, των εισοδημάτων.

Οι λύσεις αυτές είναι επώδυνες και μακροχρόνια ατελέσφορες. Το πλήγμα στην αξιοπιστία του ευρώ θα είναι σημαντικό, ενώ η πτώση του βιοτικού επιπέδου και η αύξηση της ανεργίας στις αδύναμες χώρες θα προκαλέσουν κοινωνικές αντιδράσεις οι οποίες θα υπονομεύσουν τη συνοχή της ευρωζώνης.

Κατά συνέπεια η εξέλιξη αυτή είναι λογικό να οδηγήσει σε πρωτοβουλίες ενδυνάμωσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, με αυστηρότερο συντονισμό της οικονομικής πολιτικής, για να ελεγχθούν, προληπτικά, αποκλίνουσες συμπεριφορές από την πλευρά των χωρών-μελών της ευρωζώνης. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι προϋπολογισμοί των αδύναμων κρίκων θα αποφασίζονται στις Βρυξέλλες- και στο Βερολίνο.

Είναι, γι΄ αυτό, μεγάλη η ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης που αποδυνάμωσε την ελληνική οικονομία και την εξέθεσε στον κίνδυνο υπαγωγής σε καθεστώς κηδεμονίας, περιορίζοντας την ελευθερία άσκησης πολιτικής σύμφωνα με τη δημοκρατικά εκφρασμένη εντολή του λαού.

Σε ό,τι αφορά το ευρώ η σύντομη απάντηση είναι ότι δεν κινδυνεύει. Στέκεται σε σταθερό έδαφος. Μπορεί να κλυδωνιστεί, αλλά έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι σε περιόδους κρίσης η ΕΕ αναπτύσσει μηχανισμούς προστασίας της σταθερότητας του οικοδομήματος. Το κρίσιμο ζήτημα για τη χώρα μας είναι να εξασφαλίσει ότι στο ανεγειρόμενο ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα βρίσκεται στους ορόφους κοντά στην κορυφή, και όχι στα υπόγεια.

Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός και πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής (www.kepp.gr).