Η επερχόμενη διάβαση από το 7 στο 8 σημαδεύτηκε με πολλά (υπερβολικά μάλλον) πεπραγμένα ζωής, γραφής και ανάγνωσης. Και οι τρεις αυτές πράξεις επιβεβαιώνουν τη ρευστότητα των όρων που τις συστήνουν, σε τρεις μάλιστα εκδοχές. Η πρώτη έχει να κάνει με το τρίγωνο «ταυτότητα-ταυτοποίηση-εγώ». Η δεύτερη με την ανεμόσκαλα «βίος-βιογραφία-αυτοβιογραφία». Η τρίτη, βαθύτερη ίσως και πιο βασανιστική, με την ανάβαση από το υποκείμενο στο κείμενο με στόχο το διαθέσιμο αντικείμενο. Ελπίζω ότι η τριπλή αυτή αβεβαιότητα αποτυπώθηκε καλά στα τρία διαβατήρια πεπραγμένα, για τα οποία μίλησα στην αρχή.

Δεν σκοπεύω να ιεραρχήσω τις τρεις λέξεις ζωή-γραφή-ανάγνωση. Μολονότι η ζωή παραμένει πρώτο (μπορεί και εγωιστικό) αγαθό, απαρχής μέχρι τέλους. Παρά τις διαδοχικές μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις της, όπου εξέχει το γήρασμα του σώματος και της μορφής, όπως ομολογεί ο καβαφικός Ιάσων Κλεάνδρου, ποιητής εν Κομμαγηνή. Από την άποψη αυτή η γραφή και η ανάγνωση ανάγονται στην Τέχνη της Ποιήσεως, αποτελώντας φάρμακα νάρκης του άλγους δοκιμές εν Φαντασία και Λόγω, δίνοντας νόημα και στη Μελαγχολία· πρώτη λέξη στον τίτλο του καβαφικού ποιήματος.

Στο κέντρο της δίδυμης περιπέτειας, που λέγεται «γραφή-ανάγνωση» αλλά και «ανάγνωση-γραφή», βρίσκεται, εδώ και ενάμιση χρόνο, η μετάφραση της ομηρικής Ιλιάδας. Η οποία τη στιγμή που μιλάμε σαλεύει στον στίχο 501 της ενδέκατης ραψωδίας· υπολείπονται επομένως τριακόσιοι σαράντα οκτώ στίχοι για να τερματιστεί. Αντιγράφω τους εννέα, σαλεμένους ακόμη, στίχους που εκβάλλουν στον 501. Δυο λόγια προηγουμένως για τα συμφραζόμενα.

Μετά την (καθυστερημένη έτσι κι αλλιώς) αριστεία του Αγαμέμνονα η βουλή του Δία δίνει το πάνω χέρι στους Τρώες και στον Εκτορα. Ετσι διαδοχικά λαβώνονται ως εδώ: ο ίδιος ο Αγαμέμνων, ο Διομήδης και ο Οδυσσέας. Ο οποίος μόνος, ξεκομμένος και περικυκλωμένος στο πεδίο της μάχης, βάλλεται από τον Ιππασίδη Σώκο, προλαβαίνοντας στο μεταξύ να τον ακοντίσει θανάσιμα. Μετά, τραβώντας με το χέρι του το σφηνωμένο δόρυ στον θώρακά του, αναβλύζει αίμα και ο πόνος γίνεται αβάστακτος. Φωνάζει τρεις φορές βοήθεια· τρεις φορές ακούει την κραυγή του ο Μενέλαος, που καλεί τον Αίαντα να δώσει χέρι σωτηρίας. Εκείνος προστρέχει, καλύπτει με την ολόσωμη ασπίδα του τον λαβωμένο Οδυσσέα, ωσότου ο Μενέλαος τον σέρνει προς το μέρος του, τον ανεβάζει στο ένιππο αμάξι και τον σώζει. Ο Αίας επιμένοντας παραμένει στο πεδίο της μάχης αμυντικός. Ιδού οι εννέα στίχοι της αμυντικής του επιμονής:

Ο Αίας τώρα όρμησε στους Τρώες,σκοτώνοντας τον Δόρυκλο,/ γιο του Πριάμου νόθο,μετά χτυπά τον Πάνδοκο,/ τον Πύρασο και τον Πυλάρτη./ Πώς φουσκωμένος ποταμός τον κάμπο πλημμυρίζει, χειμάρρους/ κατεβάζοντας απ΄ τα βουνά σε ώρα ακατάσχετης βροχής του Δία,/ και παρασύρει με το ρεύμα του δρυς ξεραμένες,/ πεύκα,λάσπες, φρύγανα πολλά,που συσσωρεύονται στο περιγιάλι·/ παρόμοια ο Αίαντας, τεράστιος,στον κάμπο μένοντας της μάχης,/ κλάδευε άντρες κι άλογα./ Στο μεταξύ δεν πήρε είδηση ο Εκτωρ,/ που πολεμούσε στην αριστερή μεριά, στις όχθες του Σκαμάντρου, / όπου έπεφταν πολλών πολεμιστών/ κεφάλια,σηκώνοντας ανήκουστη βοή.

Μέσα στον κύκλο της αναγνωστικής γραφής φάνηκε τις προάλλες και η σκηνική διδασκαλία της Μαύρης Γαλήνης, ενσαρκωμένη με δωρική λιτότητα από τον Γιάννη Τσορτέκη στο φιλόξενο δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Οπου βρήκε την έμπρακτη εφαρμογή της η διάβαση από το υποκείμενο βίωμα στο έγκλειστο κείμενο, για να γίνει τελικώς αντικείμενο που δεν το ξέρεις, αλλά αυτό σε ξέρει. Γνώση που ισχύει κατ΄ εξοχήν για εκείνον που χάραξε το κείμενο, πριν από τόσα χρόνια, σε χαρτοπετσέτες. Αίσθηση που αναιρεί τώρα την κτητική και την προσωπική αντωνυμία: δικό και εγώ.

Κι ακόμη: βλέποντας τα λόγια της Μαύρης Γαλήνης να σημαδεύουν βαθιά το πρόσωπο του Γιάννη Τσορτέκη, αισθάνομαι ευγνωμοσύνη και ντροπή. Ανάλογη μ΄ εκείνην που ένιωσα, όταν αναίσθητο μ΄ έβγαλαν από το τυφλό κελί στον κλειστό αυλόγυρο, κι ανοίγοντας τα μάτια είδα να πλέει περήφανα μια άσπρη πάπια στη μίζερη στέρνα. Οσο για τους τρεις νεκρούς γέρους που με παρηγόρησαν, πριν και μετά από τη μεγάλη κρίση, τα όνομα και το έργο τους είναι: Ομηρος, Ηρόδοτος, Σεφέρης.

Ο τελευταίος εξάλλου δάνεισε και τον τίτλο Μαύρη γαλήνη με λέξεις από το τελευταίο μέρος (ΚΔ Δ) του Μυθιστορήματος. Αντιγράφω τους δύο πρότυπους στίχους: […] αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα […] Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.