ΥΠΑΡΧΟΥΝ όλα αυτά τα καταδικαστέα: μεγάλες ορχήστρες, φώτα, μπαλέτα, σαμπάνιες, πίστα για πατημένα γαρίφαλα. Υπάρχει μια μάξιμουμ πολυτέλεια. Αλλά πίσω από τα μικρόφωνα υπάρχουν και δύο μάξιμουμ φωνές. Δεν είναι λίγο αυτό, ούτε σύνηθες πια στην Αθήνα της νύχτας. Η Μαρινέλλα και ο Γιάννης Πάριος δεν είναι το πρόσχημα στο κέντρο της λεωφόρου Συγγρού.

Είναι η ουσία. Δύο μεγάλες φωνές, που ιδρώνουν τη φανέλα τους. Οχι γιατί τραγουδάνε ώρες, που το κάνουν, αλλά γιατί τραγουδάνε με εκείνο το ξεχασμένο πάθος των καλλιτεχνών με μύθο και διάρκεια. Στον Διογένη, τίποτε δεν είναι μίνιμαλ.

Ολα στη διαπασών. Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο και οι δύο υπερβαίνουν τον χρόνο και τη φθορά του. Αν μπεις σε ένα μπαρόκ σπίτι και βρεις τη Θώδη, είναι γελοίο. Εδώ τα μεγέθη συναντιούνται και όπως συμβαίνει στις ταινίες του Αλμοδόβαρ είναι ελκυστικά, όχι απωθητικά. Η αλήθεια βαθιά, και το μελό έχει αιτία. Η Μαρινέλλα και ο Πάριος δεν έχουν ανάγκη το marketing, το Ιnternet και το my space. Ερχονται από την αθώα εποχή του τραγουδιού, έπαιξαν εντίμως με το κοινό, δεν μεταμορφώθηκαν σε κάτι άλλο και χρεώθηκαν τις επιλογές τους διά βίου. Το ότι είναι ακόμη στην πίστα, φαίνεται πως είναι ανάγκη ψυχικής και όχι οικονομικής επιβίωσης. Αυτή είναι άλλωστε και η ειδοποιός διαφορά τους.