Φαντασθείτε μια μεγαλούπολη όπου κάθε ημέρα σκοτώνονται άνθρωποι, ανατινάζονται αυτοκίνητα και καταρρέουν κτίρια, όπου το ηλεκτρικό ρεύμα κόβεται συχνά και όσοι βγαίνουν από τα σπίτια τους να πάνε στη δουλειά τους δεν ξέρουν αν θα επιστρέψουν ζωντανοί. Αυτό δεν είναι δύσκολο. Η πόλη αυτή υπάρχει και λέγεται Βαγδάτη. Δύσκολο ωστόσο είναι να φανταστεί κανείς πως στο κέντρο της πόλης αυτής υπάρχει μια μεγάλη περιοχή, μια άλλη πόλη που την κλείνει ψηλό τείχος και όπου δεν φτάνουν οι κρότοι των πυροβολισμών και των εκρήξεων. Εκεί τα κλιματιστικά δουλεύουν ακατάπαυστα, το ρεύμα δεν κόβεται ποτέ, σε όλα τα σπίτια υπάρχει δορυφορική τηλεόραση και γύρω πισίνες, γήπεδα του γκολφ και του τένις και όλα όσα θεωρούνται αυτονόητα για τον τρόπο ζωής ενός κλασικού δυτικού γιάπη. Είναι η αποκαλούμενη Σμαραγδένια Πόλη. Από το 2003 που εισέβαλαν οι ΗΠΑ στο Ιράκ την κατοικούν μεσαία στελέχη των Ρεπουμπλικανών τα οποία έτρεξαν εκεί για να φέρουν τη δημοκρατία, την ελευθερία και τον παράδεισο της ελεύθερης οικονομίας σε έναν δύστυχο λαό που από την ημέρα έναρξης της εισβολής ως σήμερα μετράει 150.000

και πλέον νεκρούς.

Μια «Μικρή Αμερική»
Η Σμαραγδένια Πόλη υπήρξε δημιούργημα του Σαντάμ Χουσεΐν. Ηταν το ωραιότερο μέρος της Βαγδάτης πάνω στον ποταμό Τίγρη. Εκεί έχτισε ο δικτάτορας τις δικές του Βερσαλλίες. Μια πόλη μέσα στην πόλη με πολυτελείς βίλες, κυβερνητικά κτίρια, καταστήματα και νοσοκομείο. Την περιέφραξε με ψηλό τούβλινο τοίχο και άφησε μόνο τρεις εισόδους. Ετσι, η φύλαξή της ήταν πανεύκολη. Εφταναν μερικά τανκς μπροστά στις τρεις εισόδους. Οι δυνάμεις κατοχής των ΗΠΑ τη μετέτρεψαν σε μια «Μικρή Αμερική» . Την επεξέτειναν ελαφρώς και ενίσχυσαν την περίμετρό της με πανύψηλους ενισχυμένους τοίχους από τσιμέντο, στην κορυφή των οποίων τοποθέτησαν συρματόπλεγμα.

Τη ζωή σε αυτόν τον ψευτοπαράδεισο αναπαριστά ο Ρατζίβ Σαντρασεκαράν, στέλεχος της εφημερίδας Washington Ρost και για δύο χρόνια επικεφαλής του δημοσιογραφικού επιτελείου της ίδιας εφημερίδας στο Ιράκ μετά την εισβολή. Το βιβλίο του Η σμαραγδένια πόλη.Στην πράσινη ζώνη της Βαγδάτης είναι «ένα είδος μαύρης κωμωδίας που εκτυλίσσεται πάνω στον τάφο των νεοσυντηρητικών» όπως έγραψε ο Τζον Λε Καρέ.

Αν σε τούτο το εκπληκτικό ρεπορτάζ υπάρχει ένας πρωταγωνιστής- γιατί πολλές παράλληλες ιστορίες έχουν ενσωματωθεί στην αφήγηση-, αυτός είναι ο διπλωματικός Λιούς Πολ Μπρέμερ, έμπιστος του Μπους, του Τσένι και του Ράμσφελντ, που εκλήθη να κάνει πραγματικότητα το όνειρο των νεοσυντηρητικών της Ουάσιγκτον: να ανασχεδιάσουν μια ολόκληρη χώρα στα μέτρα τους- και ερήμην των κατοίκων της. Ο Μπρέμερ έμεινε έναν χρόνο στο Ιράκ και απέτυχε παταγωδώς. Αυτό βέβαια δεν ενόχλησε ιδιαίτερα κανέναν στον Λευκό Οίκο- το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μετά την αποχώρησή του τιμήθηκε με το «μετάλλιο της ελευθερίας» από τον Τζορτζ Μπους υιό. Ο Μπρέμερ έφτασε μάλιστα στο σημείο να γράψει και βιβλίο με τίτλο Μy Υear in Ιraq.Τhe Struggle to Βuild a Future of Ηope. Και αυτό για να περιγράψει στα χαρτιά- δηλαδή για τους κακοπληροφορημένους Αμερικανούς – μια ανύπαρκτη εικόνα για τη χώρα. Δεν επρόκειτο για συνειδητή διαστρέβλωση, όπως συμπεραίνουμε από το βιβλίο του Σαντρασεκαράν, αλλά για κάτι χειρότερο: ο Μπρέμερ δεν είχε ιδέα πώς ήταν το Ιράκ, η κατάσταση στη χώρα και στην υπόλοιπη Βαγδάτη. Ούτε και εγκαταβιούντες στη Σμαραγδένια Πόλη είχαν αντιληφθεί τι συνέβαινε- και δεν τους ενδιέφερε να μάθουν. Είχαν έναν μόνο σκοπό: να ιδιωτικοποιήσουν τις δημόσιες επιχειρήσεις, δηλαδή να «πουλήσουν» το Ιράκ. Δεν είχαν καν δει τον φόβο στα μάτια των αμερικανών στρατιωτών, όπως μας λέει ο συγγραφέας, αφού δεν διατηρούσαν καμιά επαφή μαζί τους. Και φορώντας κοστούμια Αrmani και ακριβά αρώματα «είχαν την αυτοπεποίθηση στρατηγού».

Οι γιάπηδες με το Αρμάνι
Πώς συγκροτήθηκε και πώς μεταφέρθηκε αυτός ο πληθυσμός των χαρούμενων γιάπηδων; Τα κριτήρια ήταν πολύ απλά: έπρεπε να είναι Ρεπουμπλικανοί, πιστοί στον πρόεδρο, πατριώτες στον βαθμό που θα έδιναν στις μεγάλες αμερικανικές εταιρείες τη μερίδα του λέοντος από τα έργα ανόρθωσης του Ιράκ αλλά και από τον πλούτο του, και βέβαια έπρεπε να πιστεύουν στην ιδιωτικοποίηση και στην ελεύθερη αγορά που θα έφερναν την πανάκεια του δυτικού τρόπου ζωής στο νέο Ιράκ. Αυτό που οι νεοσυντηρητικοί ονειρεύονταν εκτός Ιράκ (στην Ουάσιγκτον) θα το σχεδίαζαν νεαροί γιάπηδες σε ένα γκέτο πολυτελείας, στη φωλιά του Σαντάμ Χουσεΐν, η οποία τώρα είχε μετατραπεί σε μια υπερρεαλιστική Ντίσνεϊλαντ που τη φρουρούσαν αμερικανοί στρατιώτες. Οι γιάπηδες της Σμαραγδένιας Πόλης διαπίστωσαν σύντομα πως δεν μπορούσαν να πουλήσουν τις μεγάλες κρατικές εταιρείες του Ιράκ. Μπορούσαν όμως να κόψουν όλες τις επιδοτήσεις.

Ανιστόρητοι, δεν είχαν μπει καν στον κόπο να διαβάσουν τον Τ.Χ. Λόρενς (τον γνωστό Λόρενς της Αραβίας που μας έδωσε παλαιότερα το αριστουργηματικό Οι επτά στύλοι της σοφίας ), ο οποίος έλεγε: «Μην προσπαθείτε να κάνετε πάρα πολλά με τα ίδια σας τα χέρια.Καλύτερα να το κάνουν οι Αραβες απλά,παρά να το κάνετε εσείς τέλεια». Με την οίηση του νικητή αποφάσισαν να τα κάνουν όλα μόνοι τους προκαλώντας συχνά τη χλεύη των αμερικανών στρατιωτών και αξιωματικών με τους οποίους είχαν συνεχείς διαφωνίες.