Η προσωπικότητα του έτους είναι ο Μπαράκ Ομπάμα. Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές τα έντυπα και οι οργανισμοί που καταγίνονται με τέτοιες κατατάξεις δεν έχουν ανακοινώσει ποιος θα είναι ο εκλεκτός τους. Δεν έχει σημασία. Ακόμη κι αν προτιμήσουν, για λόγους που εκείνοι ξέρουν, κάποιο άλλο πρόσωπο, ο μέλλων πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έχει ήδη καταλάβει τη θέση του υψηλά στην πυραμίδα της Ιστορίας. Δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο- ηγέτης, επιστήμονας, καλλιτέχνης- που η παρουσία του το 2008 να προκάλεσε τέτοιο θετικό ενδιαφέρον σε ολόκληρη την οικουμένη, που να ανέτρεψε ειρηνικά και ομαλά σκληρές καταστάσεις και να έσπασε αόρατα και λιγότερο αόρατα δεσμευτικά ταμπού. Και να ζωντάνεψε σε πολλά εκατομμύρια συνανθρώπους του την ελπίδα για ένα ωραίο, εφικτό αύριο. Ο Μπαράκ Ομπάμα θα μείνει στην πολιτική ιστορία της Αμερικής ως ο άνθρωπος που κατόρθωσε να συνεγείρει δεκάδες εκατομμύρια συμπατριώτες του και να τους οδηγήσει να ψηφίσουν, να πάρουν ενεργά μέρος στις πρώτες βαθμίδες του πολιτικού γίγνεσθαι. Ηταν πρόεδρος ο Λίντον Τζόνσον όταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 υπέγραψε το διάταγμα που έδινε- θεωρητικά – το δικαίωμα στους μαύρους να ψηφίζουν. Ο Μπαράκ Ομπάμα δεν ήταν παρά ένας γερουσιαστής με δυόμισι μόνον ετών πολιτική παρουσία που σάλπισε εγερτήριο για εκατομμύρια Αμερικανούς, οι οποίοι ουδέποτε ως τότε είχαν δείξει ενδιαφέρον για τις εκλογές- αφού «όλοι τους είναι ίδιοι». Ούτε οι πλέον αισιόδοξες μελέτες είχαν ποτέ προβλέψει ότι οι τρεις στους πέντε μαύρους και οι δύο στους τρεις ισπανόφωνους και άλλους μετανάστες θα έδιναν ποτέ προσοχή σε εκλογές. Ο Μπαράκ Ομπάμα πέτυχε αυτό που ακόμη και τον Απρίλιο 2007 το Ιδρυμα Ford, ένα από τα σοβαρότερα της Αμερικής, θεωρούσε ανέφικτο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η ψηφοφορία δεν είναι υποχρεωτική, έφερε στο πολιτικό προσκήνιο άτομα που για πρώτη φορά «αντιλήφθηκαν ότι είναι πολίτες», όπως δήλωσε ένας 55χρονος καθώς ψήφιζε στη Λουιζιάνα.

Αυτή καθαυτή η απόφασή του να διεκδικήσει το ύψιστο πολιτικό αξίωμα της Αμερικής αυτός, ένας μαύρος, σχεδόν άγνωστος εκτός από την Πολιτεία του και από έναν στενό κύκλο στη Γερουσία, ήταν μια απόφαση που μαρτυρούσε θάρρος- και όχι μόνο πολιτικό-, θετική εκτίμηση των πολιτικών δεδομένων της χώρας του και πίστη σε αυτό που πάντα λέγεται αλλά σπάνια ισχύει: στο αμερικανικό όνειρο. Με εφόδιο την ευφράδεια και τη χαρισματική παρουσία του ξεκίνησε τον πολιτικό αγώνα με σύνθημα «Αλλαγή σε όλα». Δεν ήταν προϊόν κάποιων think tanks, δεν ήταν καν το πολιτικό όργανο και ο «πολιορκητικός κριός» κάποιων συμφερόντων είτε κάποιων ιδεολογιών. Ακόμη και οι ομόχρωμοί του αρχικά τον αγνόησαν. Ακόμη και το δημοκοπικό σύνθημα ότι θα φέρει αμέσως πίσω «τα παιδιά» από το Ιράκ λίγη απήχηση είχε καθώς η προσοχή των Αμερικανών στρεφόταν όλο και περισσότερο προς την ανεργία, την ακρίβεια, την οικονομική κατάσταση. Η ταχύτητα με την οποία «έπιασε τον παλμό του κόσμου» είναι αξιοθαύμαστη. Δεν έλειψαν εκείνοι που τον κατηγόρησαν για καιροσκοπισμό, η πράξη όμως και η σταθερότητα των νέων ιδεών και προτάσεων που κατέθεσε για την παιδεία, την κοινωνική πρόνοια, την αναδιάρθρωση του κράτους και την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης ανέδειξαν την υψηλή πολιτική του αντίληψη. Να μην έχουμε όμως αυταπάτες. Ο Ομπάμα δεν θα είχε πιθανότητες εκλογής ούτε και σε προκριματικές αν ο Τζορτζ Μπους δεν είχε καταβαραθρώσει τη χώρα του, αν δεν της είχε σωρεύσει τόσα δεινά, αν δεν της είχε φορτώσει δύο πολέμους και μία μοναδικών διαστάσεων οικονομική κρίση. «Ο μαύρος από το Σικάγο» ήταν εκείνος που έδωσε στον Αμερικανό την ελπίδασε πάρα πολλούς κάτι περισσότερο, τη βεβαιότητα- ότι με εκείνον πρόεδρο «όλοι μαζί» θα μπορούσαν να ανεβάσουν πάλι την Αμερική στο βάθρο με τις αξίες, τις ιδέες και τα οράματα που πάντοτε τη χαρακτήριζαν. Θα ικανοποιήσει τις ελπίδες που έθρεψε σε εκατοντάδες εκατομμύρια, στην Αμερική και στον υπόλοιπο κόσμο, ο 44ος πρόεδρος που ορκίζεται και αναλαμβάνει στις 20 Ιανουαρίου; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που απογοητεύθηκαν από τα πρόσωπα που ήδη ανακοίνωσε και θα καταλάβουν τις κύριες υπουργικές θέσεις του 15μελούς υπουργικού συμβουλίου του. Το καυστικό ερώτημα «ποιους άλλους θα είχε για υπουργούς ο Μακ Κέιν ή η Χίλαρι» που ακούγεται – και γράφεται- δεν είναι έκφραση αυτοσαρκασμού εκείνων που ψήφισαν τον «Ομπάμα της Αλλαγής σε όλα». Είναι και ξέσπασμα της αγωνίας τους, η σκιά της αδιόρατης αγωνίας τους. Φυσικά υπάρχουν οι εξηγήσεις, υπάρχουν οι διαβεβαιώσεις ότι είναι ο πρόεδρος που καθορίζει την πολιτική- οι υπουργοί απλώς την εκτελούν, όποιοι και αν είναι αυτοί και ό,τι κι αν εκπροσωπούν. Η εσωτερική κατάσταση και οι κρίσεις στο εξωτερικό δεν επιτρέπουν πειραματισμούς με πρόσωπα αδόκιμα είτε χωρίς πείρα, εξηγούν οι επιτελείς του Ομπάμα. Ωστόσο κάνει κακή εντύπωση ότι τα τέσσερα πέμπτα εκείνων που θα αναλάβουν υπουργεία και θέσεις-κλειδιά στον Λευκό Οίκο προέρχονται από τον λεγόμενο «Κύκλο των Κλίντον» (του Μπιλ αλλά και της Χίλαρι Κλίντον). Με αυτούς τους «παλιούς» θα κάνουμε την «αλλαγή», είναι το ανείπωτο, μέχρι στιγμής, ερώτημα. Φυσικά όλες αυτές οι επιφυλάξεις και οι ανησυχίες θα διαλυθούν όταν (και αν) ο πρόεδρος Ομπάμα εξαγγείλει μια πολιτική στο πνεύμα των προεκλογικών επαγγελιών του και οι υπουργοί του αρχίσουν να την εφαρμόζουν. Αν όμως δεν συμβεί έστω το ένα από αυτά, η απογοήτευση θα κυριεύσει τον κόσμο που τον ψήφισε. Και αυτό θα είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί στην Αμερική. Οι επιτελείς του Ομπάμα έχουν γνώση αυτής της αγωνίας που συνέχει τους ψηφοφόρους τους, όπως και ευρύτερα στρώματα, και βεβαιώνουν ότι ο πρόεδρος δεν πρόκειται να προδώσει τις ελπίδες τους.