Το 2008 φεύγει μέσα σε βαριά ατμόσφαιρα. Ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει η ισραηλινή σφαγή των Παλαιστινίων στη Γάζα (που μας θύμισε ότι οι δυτικοί ορισμοί περί τρομοκρατίας αποδεικνύονται συχνότατα άκρως επιλεκτικοί), ακόμη και αν περιορίσουμε τη ματιά μας εντός των ελληνικών συνόρων, ο συνδυασμός της οικονομικής κρίσης και των ταραχών στην Αθήνα δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για το «νέον έτος». Στο οικονομικό μέτωπο, οι πρώτες ενδείξεις επιβράδυνσης στην Ελλάδα είναι ήδη εμφανείς- και αυτό ενώ δεν έχουν ακόμη εκδηλωθεί οι επιπτώσεις από τη μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας, τη συρρίκνωση τουρισμού και ναυτιλίας και το αυξημένο κόστος δανεισμού του Δημοσίου. Ακόμη και υπό την αισιόδοξη εκδοχή, το πρώτο εξάμηνο του έτους προεξοφλείται τραχύ.

Οι προβλέψεις δεν είναι, δυστυχώς, πολύ θετικότερες σε ό,τι αφορά την κοινωνική αναταραχή. Ηδη το προαναγγελμένο για τις 9 Ιανουαρίου συλλαλητήριο συνδέεται με την επέτειο ενός άλλου, παλαιού φόνου, ώστε δικαιολογείται η ανησυχία. Οι ενδείξεις, άλλωστε, μαρτυρούν ότι ένας πολιτικός χώρος παρακινεί σε παράταση των κινητοποιήσεων παρά τη θολότητα των αιτημάτων τους, ενώ στους αντίποδες καταγράφεται έκδηλος δισταγμός στη ρητή προάσπιση των αξιών του συστήματος. Με αυτό το ισοζύγιο δεν είναι εύκολο να αποκατασταθεί ηρεμία.

Δεν έπεται, βέβαια, ότι μας αναμένει οπωσδήποτε ζοφερή χρονιά. Τα πράγματα αλλάζουν. Δεν αποκλείεται σε μερικούς μήνες να έχουν μετριασθεί κάπως οι οικονομικές αγωνίες και να έχουν καταλαγιάσει οι πετροπόλεμοι. Δεν αποκλείεται όμως και το αντίθετο. Και οι φόβοι μιας επί τα χείρω εξέλιξης επιτείνονται όσο αποδεικνυόμαστε αδύναμοι όχι απλώς να δράσουμε για την αντιμετώπιση των προβλημάτων, αλλά καν να μιλήσουμε για αυτά με νηφαλιότητα και όχι με συνθήματα ή τσιτάτα.

Η αδυναμία αυτή μας χαρακτηρίζει, δυστυχώς, σχεδόν καθολικά. Χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος και εκείνου του λόγου που υποτίθεται πως εκ της θέσεώς του τηρεί αποστάσεις από το θυμικό. Ελασσον σχετικό παράδειγμα είναι η ευκολία με την οποίαν πανεπιστημιακές πένες υιοθετούν τον χαρακτηρισμό «δολοφονία» για τον φόνο του μαθητή στα Εξάρχεια. Αν η χρήση της λέξης από έναν απλό άνθρωπο είναι εύλογη ή πάντως συγγνωστή, ένας ακαδημαϊκός οφείλει να μετρά τα λόγια του- ιδίως όταν υπάρχει ο όρος «ανθρωποκτονία» που διατηρεί το βάρος του χωρίς να προεξοφλεί το περί δόλου συμπέρασμα.

Στις ουσιαστικές τοποθετήσεις, η αδυναμία μας δείχνει ακόμη μεγαλύτερη. Τι σημαίνει, λόγου χάριν, γραφόμενο από πανεπιστημιακό, ότι «δεν υπήρξαν ζημιές από τους καταπατητές του ασύλου, πλην της αφαιρέσεως οικοδομικών υλικών για εκσφενδόνιση»; Οτι μικρό το κακό; Ή ότι αφ΄ ης τα υλικά βγουν από τον χώρο του ασύλου, ολίγον μας ενδιαφέρει προς ποιους θα εκσφενδονισθούν; Από πολιτικούς πάλι, τι υπαινίσσεται η διακήρυξη πως η ανθρώπινη ζωή προέχει παντός άλλου αγαθού; Πιστεύουμε π.χ. ότι η ζωή ενός καταστροφέα αρχαιοτήτων είναι υπέρτερη της διάσωσης των εκθεμάτων του Αρχαιολογικού Μουσείου;

Η σύγχυση δεν περιορίζεται στα γύρω από «τον νόμο και την τάξη». Στα οικονομικά ήταν ενδεικτική η θέση πως, αφού το κράτος ενισχύει τις τράπεζες, όφειλε να επιχορηγεί αφειδώς τα πάντα, χωρίς κανείς από τους τιμητές να εκθέτει ποιες θα ήταν οι ευρύτερες για το κοινό επιπτώσεις της τυχόν χρεοκοπίας και μιας μόνον μεγάλης τράπεζας. Οπως είναι ενδεικτικό ότι σε κανένα κρίσιμο θέμα δεν συνομολογούμε σύγκρουση συμφερόντων και προτιμήσεων, αλλά μιλάμε για υποτιθέμενα αξιωματικά «πρέπει», δήθεν κοινώς αποδεκτά ανεξαρτήτως κόστους.

Αυτά που ζούμε τους τελευταίους μήνες δεν είναι ενθαρρυντικά. Πολύ απογοητευτικότερος, όμως, είναι ο τρόπος με τον οποίον τα συζητούμε και τα προσεγγίζουμε. Αν το επίπεδο του λόγου μας αντανακλά πράγματι εκείνο της σκέψης μας, το 2009 μπορεί να αποδειχθεί δυσκολότερο και απ΄ ό,τι προβλέπουμε.