Η ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες… Ετσι και εφέτος, με το 2008 έτοιμο να κατεβάσει ρολά, μια στήλη που ασχολείται με την τηλεοπτική πραγματικότητα μπαίνει στον πειρασμό να γυρίσει πίσω. Να θυμηθεί όλα όσα συνέβησαν στα κανάλια και να τολμήσει μια αποτίμησή τους.

Τα τελευταία χρόνια, ως γνωστόν, τα νέα δεν είναι ιδιαίτερα αισιόδοξα- όσο τουλάχιστον αφορά τη χώρα μας. Η επανάσταση που έφερε η λειτουργία των ιδιωτικών καναλιών μπορεί να ανανέωσε ένα αραχνιασμένο σκηνικό, αλλά φαίνεται πως έχασε τον έλεγχο. Από κύμα αλλαγών και ανανέωσης έγινε τσουνάμι που έπνιξε την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το είδαμε αυτό, κατά τη διάρκεια του 2008 περισσότερο, νομίζω, από κάθε άλλη χρονιά. Στον τρόπο με τον οποίο κάποια κανάλια χειρίστηκαν σοβαρότατα πολιτικά γεγονότα όπως η υπόθεση Ζαχόπουλου:

αποστραγγίζοντάς τα από κάθε σοβαρότητα και μετατρέποντάς τα σε φτηνές σαπουνόπερες. ΄Η στο σόου που ακολούθησε την αποπομπή του βουλευτή της ΝΔ Σταύρου Δαϊλάκη, όταν η Στέλλα Μπεζαντάκου, τραγουδίστρια (;) της επιτυχίας «Θέλεις τραλαλά, θέλω τραλαλό», απέστειλε επιστολή στο Μαξίμου (και στα κανάλια, κυρίως στα κανάλια), ζητώντας την επιστροφή του. Για να μην αναφερθούμε και στην (απαράδεκτη) προβολή που έγινε σε έτερη επιστολή, εκείνη της τηλεπερσόνας (χωρίς λόγο και αιτία)

Προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (και τα κανάλια), με την οποία διαμαρτυρόταν για την πολιτικοκοινωνική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα. Μία τηλεόραση που σέβεται τον εαυτό της δεν θα ασχολούνταν με αυτή την υπόθεση. Η δικιά μας την υπερπρόβαλε.

Το είδαμε λοιπόν- πώς τα κανάλια ανέδειξαν το φτηνό και το ψεύτικο- στον τρόπο με τον οποίο προέβαλαν ανθρώπους  που δεν άξιζαν την προσοχή μας. Μετατρέποντάς τους από μικρά τίποτε (που ήταν) σε σταρ. Η ανεκδιήγητη Εφη Θώδη βρέθηκε καλεσμένη σε κάθε πάνελ: Από το «Καλημέρα σας» του Γιώργου Αυτιά ως τις απογευματινές εκπομπές και τα δελτία ειδήσεων. Η εξίσου ανεκδιήγητη Ρούλα Βροχοπούλου αποθεώθηκε επί σειρά μηνών ως η απόλυτη νεοελληνίδα ζωντοχήρα-τεκνατζού, δίνοντας στη σύγχρονη γυναίκα μαθήματα κατινιάς. Η Πόπη Μαλλιωτάκη, η Ελενα Βέντη, ο Χάρης Σιανίδης, ο «Εθνικός Σταρ», ο (λαλημένος;)

Γιάννης Γαλάτης, η Εφη Σαρρή, η Σάσα Μπάστα (παιδί του Θέμου Αναστασιάδη), ο εξωπραγματικός θίασος της Αννίτας Πάνια και του Νίκου Καρβέλα κ.ά.

κυριάρχησαν στη διασκέδασή μας- αν αυτή η άνευ προηγουμένου απαξίωση της ανθρώπινης προσωπικότητας, αυτή η ασταμάτητη ξεφτίλα μπορεί να χαρακτηριστεί διασκέδαση.

Ιδου λοιπόν, και η έννοια διασκέδαση για την τηλεόρασή μας έγινε συνώνυμη με την αθλιότητα και την κακογουστιά. Οπως και η έννοια ενημέρωση.

Δεν αναφέρομαι μόνο στην πολιτική, αλλά και στην κοινωνική και στην καλλιτεχνική ενημέρωση.

Μετά βίας καταδέχτηκαν κάποια κανάλια (τα περισσότερα την αγνόησαν εντελώς) να πουν δύο λόγια για τον θάνατο μιας σπουδαίας ηθοποιού, της Βέρας Ζαβιτσιάνου, όταν την ίδια στιγμή δεν εννοούν να σταματήσουν να μας απασχολούν με τη γελοία υπόθεση του εκτός γάμου παιδιού του Πασχάλη. Το κουτσομπολιό είναι το απόλυτο ζητούμενο. Η τέχνη δεν ενδιαφέρει κανέναν- εκτός από την… υψηλή τέχνη της Γιουροβίζιον στην οποία έχει επενδύσει το μέλλον της η κρατική τηλεόραση. Τα κανάλια δεν μπορούν πλέον να υποστηρίξουν ούτε καν έναν «Γιούγκερμαν» (ο οποίος κόπηκε άδοξα, ελλείψει θεατών), σενάριο που παλαιότερα, στην τότε τηλεοπτική μεταφορά του (με μέσα πολύ πιο φτωχά από αυτά που διαθέτουμε σήμερα και χρήματα ελάχιστα σε σχέση με αυτά που ξοδεύονται εν έτει 2008), μας καθήλωνε στα σπίτια μας.

Γιατί τέτοια decadence;

Γιατί τέτοια έμφαση στη φτήνια και στην ευτέλεια; Επειδή πουλάνε. Και τι κοινό είμαστε εμείς που τις αγοράζουμε; που τους δίνουμε νούμερα, υπερψηφίζοντας τα νούμερα που προβάλλουν και ξαναπροβάλλουν τα κανάλια; Αυτός είναι ένας προβληματισμός που θα μας απασχολήσει την ερχόμενη εβδομάδα, στο πρώτο για το 2009 κείμενο της παρούσαςστήλης…