Η διοίκηση της ΑΔΕΔΥ, η οποία εκπροσωπήθηκε στη σχετική συζήτηση στο Δικαστήριο, επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση ότι επέδειξε μια άνευρη αντιμετώπιση του σημαντικού αυτού ζητήματος ήδη από το στάδιο της προδικασίας. Και αυτό για τους εξής λόγους: Πρώτον, δεν αντέκρουσε εξ αρχής με βάσιμα επιχειρήματα τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι τάχα το συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων είναι «επαγγελματικό» και δεν απέδειξε ότι πρόκειται για εκ του νόμου ασφαλιστικό σύστημα, ώστε να απεμπλακεί η Ελλάδα από τη ρύθμιση του άρθρου 141 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Δεύτερον, δεν ενημέρωσε άμεσα την ΑΔΕΔΥ, τον ανώτατο φορέα εκπροσώπησης όλων των δημοσίων υπαλλήλων της χώρας, θεσμικό συνομιλητή της σε ζητήματα που τους αφορούν. Τρίτον, δεν επιχείρησε να διασφαλίσει σθεναρά την κρατούσα ελληνική κοινωνική πρακτική, στην οποία ανήκουν οι επίδικες μεταβατικές διατάξεις (ως την πλήρη εξομοίωση των δύο φύλων), οι οποίες αντισταθμίζουν τις επιπτώσεις στον επαγγελματικό βίο των γυναικών λόγω των αυξημένων βαρών που φέρουν για την ανατροφή των παιδιών, την οικιακή εργασία, τη φροντίδα των ηλικιωμένων κτλ. Τέταρτον, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους αρνήθηκε να δώσει στοιχεία που θα ισχυροποιούσαν τα επιχειρήματα της Ελλάδας, ιδίως δε στατιστικά στοιχεία για το πόσες γυναίκες αφορούν οι επίδικες διατάξεις και πόσους άνδρες που θα μπορούσαν, εξομοιούμενοι, να θεμελιώσουν (και να αξιώσουν) δικαίωμα σύνταξης, για τις οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα μας και εν γένει για τη δημοσιονομική αναστάτωση που θα προκαλούσε η εξομοίωση της ηλικίας λόγω αναδρομικότητας και κεκτημένων δικαιωμάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους απέσυρε τον εκπρόσωπό του ήδη από τη δεύτερη συνεδρίαση της αρμόδιας Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων που συστάθηκε στη Γενική Γραμματεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον Οκτώβριο του 2007, για την προετοιμασία της υπεράσπισης της Ελλάδας επί της προσφυγής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.