Το πρόβλημα για την ελληνική βιομηχανία σήμερα είναι μεγάλο. Το ερώτημα είναι αν είναι μεγαλύτερο από αυτό που υπήρχε ως χθες. Ο γενικός γραμματέας Βιομηχανίας του υπουργείου Ανάπτυξης κ. Μ.Τζαφέρης εκτιμά ότι η μεταποίηση δεν έχει να φοβηθεί τίποτε και θα βγει κερδισμένη από αυτή την κρίση, αφού η ενδεχόμενη μείωση της υπερκατανάλωσης θα αυξήσει το αίτημα ποιότητας των καταναλωτών και άρα θα δημιουργήσει ιστορικό αίτιο αύξησης του ανταγωνισμού και συνεπώς της ανάπτυξης.
– Το θέμα των τελευταίων μηνών είναι η κρίση και ο κίνδυνος για τη βιομηχανία…
«Οπου υπάρχει πρόβλημα και κρίση δίνεται μια μοναδική ευκαιρία στους ικανούς να αναβαθμίζουν τη διαπραγματευτική τους αξία. Αυτό συμβαίνει τόσο σε επίπεδο κοινωνικό και πολιτικό όσο και οικονομικής δραστηριότητας. Με ασφάλεια οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι και αυτή τη φορά το περιβάλλον της κρίσης δεν είναι διαφορετικό από τις προηγούμενες φορές. Η ελληνική βιομηχανία διαχρονικά έχει αποδείξει ότι δεν στερείται βάθους, παρ΄ ότι στερείται εύρους και προοπτικών ραγδαίας ανάπτυξης. Τους τελευταίους έξι μήνες, που περιλαμβάνουν την εκδήλωση και τη μερική εξέλιξη της κρίσης, ο γενικός δείκτης ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής είναι μάλλον σταθερός σε σχέση με τα δύο τελευταία χρόνια».
– Οι καταναλωτές είναι οι μεγάλοι χαμένοι της υπόθεσης;
«Είναι φυσικό μια κρίση να επηρεάζει ψυχολογικά και την κατανάλωση. Οι καταναλωτές να αισθάνονται επιφυλακτικοί και να μην προβαίνουν πλέον σε άκριτες αγορές προϊόντων. Η υπερκατανάλωση δεν είναι υγιές στοιχείο της αγοράς και της οικονομίας. Η επιφύλαξη των καταναλωτών θα οδηγήσει στον εξορθολογισμό των αγορών στις φυσιολογικές τους διαστάσεις και θα συνοδευτεί από μείωση των τιμών λιανικής πώλησης, συμπιέζοντας τις ενδιάμεσες κατηγορίες κέρδους ενισχύοντας ταυτόχρονα το εισόδημα των εργαζομένων. Βλέπουμε την πτώση του πληθωρισμού τον Νοέμβριο κατά 0,2 μονάδες, γεγονός που ενισχύει την αγοραστική ικανότητα των καταναλωτών και δημιουργεί νέο περιβάλλον ανταγωνισμού και ευκαιριών».
– Προσδιορίστε την ταυτότητα της κρίσης σήμερα…
«Είναι κρίση των πιστωτικών ιδρυμάτων, δηλαδή είναι αποκλειστικά κρίση ρευστότητας. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε με ακρίβεια, καθ΄ ότι δεν συνδυάζεται με ενεργειακή κρίση, κρίση στην εύρεση πρώτων υλών, κρίση στη ζήτηση, οικολογική ή περιβαλλοντική, ή ακόμη κρίση δημόσιας υγείας. Στο υπουργείο Ανάπτυξης σχεδιάσαμε για πρώτη φορά για τα ελληνικά και ευρωπαϊκά δεδομένα ένα πρόγραμμα ενίσχυσης των επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης, σε αντιδιαστολή με το ως σήμερα περιβάλλον ενισχύσεων προς τις επιχειρήσεις το οποίο βασιζόταν αποκλειστικά στις επενδυτικές δαπάνες. Είναι ένα πακέτο στήριξης της ρευστότητας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που απασχολούν ως 49 άτομα προσωπικό και μέχρι του ποσού των 350.000 ευρώ για χρονικό διάστημα τριών ετών. Προβλέπει τόσο εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου για το δάνειο όσο και επιδότηση του επιτοκίου δανεισμού με 6 τουλάχιστον μονάδες».