… και όμως συχνά καλούμαστε να διαδραματίσουμε αυτόν τον ρόλο, κοσκινίζοντας καθημερινά τις επιστημονικές ειδήσεις και προσπαθώντας με αγωνία να χωρίσουμε την ήρα απ΄ το στάρι. Ενας ποταμός ερευνών και δημοσιεύσεων ρέει καθημερινά στους υπολογιστές μας και μας
συναρπάζει, γεννώντας μας όμως πάντα νέα ερωτήματα και σκέψεις. Κάποιες από τις σκέψεις μας αυτές που προκύπτουν στην εμπειρία της δουλειάς μας μοιραζόμαστε μαζί σας σήμερα, μια και οι ημέρες το ζητούν να έρθουμε ο ένας πιο κοντά στον άλλον…
Η (επιστημονική)
φαντασία στην εξουσία
Πώς θα είναι μια απλή μέρα της καθημερινότητας σε 50 χρόνια από σήμερα; Αραγε ως τότε η τεχνολογία θα έχει καταφέρει να υπεραπλουστεύσει τη ζωή μας τόσο ώστε να αφιερώνουμε τον χρόνο μας μόνο σε ζητήματα καίριας σημασίας, υπερπηδώντας τις χρονοβόρες λεπτομέρειες που «καταπίνουν» άπληστα τις ώρες μας;
Και ο συλλογισμός ταξιδεύει αυτομάτως σε ρούχα τα οποία θα είναι φτιαγμένα από νανοϋφάσματα και θα διατηρούν αιώνια την ποιότητα και την ατσαλάκωτη εμφάνισή τους χωρίς να χρειάζονται πλύσιμο και σιδέρωμα, ψυγεία που θα ψωνίζουν μόνα τους από το Ιnternet, κουζίνες που θα μαγειρεύουν, θα σερβίρουν και θα πλένουν πιάτα, αυτόματους πλοηγούς που θα οδηγούν το αυτοκίνητό μας στη δουλειά ενόσω εμείς ανενόχλητοι θα διαβάζουμε την ηλεκτρονική (και ίσως μοναδική) έκδοση των πρωινών εφημερίδων και ηλεκτρονικούς υπολογιστές ολογραμμάτων οι οποίοι θα συντονίζονται με τις σκέψεις μας, εκτελώντας αστραπιαία τις εντολές που θα περνούν από το μυαλό μας.
Αυτά και άλλα αμέτρητα οράματα με πλημμυρίζουν κάθε εβδομάδα, γράφοντας τις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις για το «Προς το Αύριο». Και πάνω που η φαντασία ξεδιπλώνεται αχαλίνωτη και οι τρελές ιδέες διαδέχονται η μία την άλλη, μια νέα συσκευή, επινόηση ενός ευρηματικού ερευνητή, ή ένα υπερβολικά προηγμένο σύστημα το οποίο έχει δημιουργήσει κάποια εταιρεία έρχεται να με προσγειώσει και ταυτόχρονα να μου δώσει «φτερά», δείχνοντάς μου ότι όλα όσα ως εκείνη τη στιγμή θεωρούσα άπιαστο όνειρο τελικά δεν απέχουν και τόσο από την πραγματικότητα.
Ακόμη και το κόστος παραγωγής ή λειτουργίας κάποιων ρηξικέλευθων τεχνολογικών επιτευγμάτων αποδεικνύεται μηδαμινό. Αν όμως τα πράγματα είναι τόσο απλά, τότε γιατί δεν υιοθετούμε ήδη κάποιες από τις νέες ανακαλύψεις που υπόσχονται ήδη από τις ημέρες μας τη διευκόλυνση της καθημερινότητάς μας και εμμένουμε με το ζόρι σε παλαιότερα συστήματα;
Γιατί δεν έχουμε, π.χ., προχωρήσει ήδη στα αυτοκίνητα νερού ή υδρογόνου και συνεχίζουμε να χρησιμοποιούμε οχήματα με κινητήρες βενζίνης (αν και αμόλυβδης) που στο πέρασμά τους «πνίγουν» πεζούς και περιβάλλον; Γιατί, ενώ έχουμε στα χέρια μας όλους αυτούς τους τρόπους παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές- φωτοβολταϊκά, αιολικά, γεωθερμικά συστήματα-, οι οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν μια ανάσα ανακούφισης στον πλανήτη, δεν έχουμε ακόμη αντικαταστήσει τον λιγνίτη, το πετρέλαιο και άλλα ορυκτά καύσιμα τα οποία μάλιστα έχουμε καταδικάσει σε αφανισμό;
Και εδώ ακριβώς είναι που ακούγονται κάποιοι να μιλούν για «πειραματικό στάδιο», για «τελειοποίηση των νέων φουτουριστικών επινοήσεων» ή ακόμη για «διαδικαστικό κώλυμα» το οποίο μπορεί να ξεκινά από την απαιτούμενη χαρτούρα για την πιστοποίηση της πατέντας ή την έκδοση άδειας και να καταλήγει στα κονδύλια-«κλειδιά» που θα ανοίξουν το παραθυράκι στην αλλαγή. Τι, όμως, «φρενάρει» τελικά τη φυσική εξέλιξη και την εφαρμογή των νέων πιο οικολογικών, πιο οικονομικών και πιο πρακτικών τεχνολογιών; Η γραφειοκρατία ή τα κολλαριστά «συμφέροντα» που κρύβονται πίσω από το υπάρχον καθεστώς, μοιράζοντας την τράπουλα της παγκόσμιας αγοράς σε λίγους και εκλεκτούς;
Μήπως λοιπόν χρειάζεται πέρα από τα μάτια μας να ανοίξουμε και το μυαλό μας στην ολοκληρωτική αλλαγή την οποία εγκυμονούν οι νέες τεχνολογίες. Μήπως βάζουμε και εμείς ως καταναλωτές το «χεράκι» μας επειδή δεν τολμάμε να αντιταχθούμε σε αυτό που μας σερβίρεται και επαναπαυόμαστε σε αυτό που έχουμε, στον φόβο του παροδικού «ξεβολέματος» που όμως θα οδηγούσε σε ένα καλύτερο αύριο για τις επόμενες γενιές; Ή μήπως το «σύστημα» επιβάλλει αυτό που επιθυμεί στον βωμό του κέρδους, κάνοντας οτιδήποτε διαφορετικό να φαντάζει ακατόρθωτο και τερατώδες;
Η φαντασία και η ευρηματικότητα σε συνδυασμό με την ανθρώπινη θέληση μπορεί να αποτελούν τα ιδανικά θεμέλια για το χτίσιμο νέων υπερσύγχρονων εργαλείων με στόχο την πρόοδο της ανθρωπότητας. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, τελικά ίσως δεν αρκεί μόνο αυτό… ειρήνη βενιού Οι lonely people της επιστήμης
Πολλοί έχουν ακούσει ως σήμερα το όνομά της. Τη γνώρισαν από το τραγούδι των Μπιτλς και όποιος πρόσεξε τους στίχους ξέρει και τι δουλειά κάνει. Η Ελινορ Ρίγκμπι, όπως τουλάχιστον τη φαντάστηκαν τα διάσημα Σκαθάρια της μουσικής, είναι εκκλησάρισσα και μαζεύει σπυρί σπυρί το ρύζι από το πάτωμα του ναού όπου μόλις πριν από λίγο έγινε κάποιος γάμος. Ανήκει μαζί και με τον πατέρα Μακ Κένζι, που αναφέρεται λίγο παρακάτω στο ίδιο τραγούδι, στους μοναχικούς ανθρώπους, όλους αυτούς τους lonely people τους ταγμένους να βοηθούν στις χαρές των άλλων, και οι δημιουργοί του τραγουδιού αναρωτιούνται: «Where do they come from?» («από πού έρχονται;»).
Τα ονόματα όσων γράφουν τακτικά στο «ΒΗΜΑScience» δεν έγιναν τραγούδι, φυσικά, και για τη δουλειά τους ελάχιστα γνωρίζουν οι αναγνώστες. Δύσκολα μάλλον θα σκεφτούν να τη συγκρίνουν με της Ελινορ Ρίγκμπι. Και όμως αυτοί οι επιστημονικοί συντάκτες, οι science editors όπως λέγονται στα ξένα έντυπα, εκεί όπου είναι «είδος εν επαρκεία», είναι μοναχικοί στη δουλειά τους. Τις περισσότερες φορές μαζεύουν σπυρί σπυρί τις πληροφορίες, αφού άλλοι τις άφησαν να πέσουν στο πάτωμα αδιαφορώντας για το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, και είναι οι ενδιάμεσοι. Ενα είδος μέντιουμ δηλαδή, που όχι μόνο προσπαθεί να προβλέψει τάσεις αλλά μεταφέρει και τις ειδήσεις της επιστήμης στο έντυπο χαρτί από έναν κόσμο που ο μέσος αναγνώστης, λόγω φυσικής και μαθηματικών κυρίως, τον θεωρεί εγκατεστημένο κάπου κοντά στο… υπερπέραν. Δεν έχουν κάποιο σημείο συνάντησης, όπως οι κοινοβουλευτικοί συντάκτες τη Βουλή ή το πρες ρουμ οι διαπιστευμένοι πολιτικοί συντάκτες. Δεν υπάρχει αντίστοιχος κυβερνητικός εκπρόσωπος να τους ενημερώνει (και όμως θα έπρεπε), μερικοί καθηγητές πανεπιστημίου είναι ελάχιστα συνεργάσιμοι στην προσπάθεια εκλαΐκευσης δύσκολων εννοιών, ενώ κακοπροαίρετοι συνάδελφοί τους ειρωνεύονται ισοπεδωτικά τη θεματολογία τους: «Τι, θα γράψεις πάλι για μυρμήγκια;» ρωτούν τάχα μου. Εκδότες και συγγραφείς σε αποκαλούν «άσχετο» αν δεν γράψεις όσα αυτοί θα ήθελαν για το βιβλίο τους, το φωτογραφικό υλικό είναι σπάνιο, η ενημέρωση από τις σχολές, ακόμη και για σημαντικούς επισκέπτες από το εξωτερικό, απαράδεκτη. Και όμως οι επιστημονικοί συντάκτες είναι αυτοί που θα μεταδώσουν τις «χαρές» των ερευνητικών εργαστηρίων στον κόσμο, αυτοί θα εξηγήσουν κάθε χρόνο για ποιον λόγο και ύστερα από πόσο κόπο κάποιοι επιστήμονες παίρνουν τα διάφορα βραβεία Νομπέλ και τη σημασία τους στη ζωή μας, θα καθησυχάσουν τον κόσμο που τον τρομοκρατούν κάθε τόσο οι άσχετοι αλλά και οι επιτήδειοι για δήθεν πιθανή πλανητική καταστροφή σε σχέση με το πείραμα στον επιταχυντή του CΕRΝ ή τους εξωγήινους ή τους Εψιλον, τους αγγέλους, την κβαντική συνειδητότητα, τους ανθρώπους με τα μαύρα στην Πεντέλη. Θα εξηγήσουν τα μυστικά της βιοτεχνολογίας και τους κινδύνους της νανοτεχνολογίας.
Εχουμε όμως διαπιστώσει ότι ο κόσμος ενδιαφέρεται πολύ για αυτή την ταπεινή τέχνη της εκλαΐκευσης των επιτυχιών των άλλων και των σχετικών θεωριών. Μαθητές σχολείων κόβουν κείμενα από το «ΒΗΜΑScience» κάθε Κυριακή δημιουργώντας συλλογικά αρχεία, εκπαιδευτικοί δίνουν φωτοτυπίες στην τάξη από σχετικά δημοσιεύματα, αναγνώστες στέλνουν ηλεκτρονικά μηνύματα ζητώντας περισσότερες πληροφορίες, η στήλη των βιβλίων παρακολουθείται με έντονο ενδιαφέρον, άτομα με ειδικές ανάγκες μόλις δημοσιευθεί κάποιο νέο επίτευγμα της τεχνολογίας σχετικό με την περίπτωσή τους επικοινωνούν γεμάτα ελπίδα ψάχνοντας για περισσότερες πληροφορίες. Μόνο οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών φαίνεται ότι δεν έχουν ψυχανεμιστεί αυτή τη στάση. Ετσι δεν έχουμε παραγωγή προγραμμάτων και ταινιών τεκμηρίωσης (ντοκυμαντέρ) για τις επιστήμες, ο κόσμος δεν έχει γνωρίσει μέσα από ηλεκτρονικούς διαύλους επικοινωνίας λαμπρά μυαλά συμπατριωτών μας που υπάρχουν στον ελληνικό χώρο και έξω από αυτόν, μένουμε σε σχέση με τους άλλους συν-Ευρωπαίους πολύ εκτός κάποιων εξελίξεων με ενδιαφέρον. Η μοναξιά και η περιθωριοποίηση των lonely people αν δεν υπήρχε ο χάρτινος Τύπος θα ήταν σίγουρα πιο δυσβάστακτες και από της Ελινορ Ρίγκμπι και του πατέρα Μακ Κένζι… α.γαλδαδάς Δεν παίζουμε με την ελπίδα
«Πέντε χρόνια είναι αρκούντως λίγα για να μη χαθεί η ελπίδα και αρκετά για να έχει ξεχαστεί το ζήτημα» . Αυτό είπε ένας αμερικανός επιστήμονας όταν ρωτήθηκε γιατί η μόνιμη επωδός επιστημόνων που ερωτώνται για την πιθανότητα εφαρμογής των ερευνητικών ευρημάτων τους είναι ότι στα επόμενα πέντε χρόνια θα έχουμε κλινικά ή άλλα αποτελέσματα. Τους καταλαβαίνω τους επιστήμονες: πρέπει συνεχώς να φροντίζουν να πετυχαίνουν τη χρηματοδότηση που θα τους εξασφαλίσει τη συνέχιση των ερευνών τους και έτσι μπορεί να δίνουν μια υπεραισιόδοξη προοπτική για τις πιθανές εφαρμογές τους. Καταλαβαίνω όμως και συμπάσχω πολύ περισσότερο με εκείνους που διαβάζουν ότι το φάρμακο για τον καρκίνο έχει βρεθεί για άλλη μία φορά! Και μεις, οι δημοσιογράφοι, βρισκόμαστε στη μέση: δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε μια είδηση που κάνει τον γύρο του κόσμου, αλλά δεν θέλουμε να δημιουργούμε και φρούδες ελπίδες. Και υπάρχουν φορές που ξέρουμε ότι μια είδηση μπορεί να δίνει μια υπεραισιόδοξη πλευρά της πραγματικότητας. Αυτές τις φορές το μόνο όπλο που διαθέτουμε εμείς είναι η γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουμε. Διαβάστε λοιπόν «ανάμεσα στις γραμμές». Αν ο συντάκτης δεν είναι πεπεισμένος ο ίδιος για κάτι, θα αφήσει την αμφιβολία του να φανεί: παραδείγματος χάριν, θα αναφέρει ότι «οι αμερικανοί ερευνητές ισχυρίζονται πως…» και όχι «οι αμερικανοί ερευνητές ανακάλυψαν». Ή «η ανακάλυψη φέρεται να…» και όχι «η ανακάλυψη θα…». Και φυσικά συνεχίστε να κάνετε αυτό που κάνατε ως σήμερα: τηλεφωνήστε στην εφημερίδα και ζητήστε μας περισσότερες πληροφορίες. Καμία άλλη στιγμή δεν δικαιώνεται ο ρόλος του δημοσιογράφου περισσότερο απ΄ ό,τι όταν μπορεί να φανεί χρήσιμος σε σας.
ιωάννα σουφλέρη Οποια πέτρα κι αν σηκώσεις…
Οποια (επιστημονική) πέτρα και αν σηκώσεις, κάποιο πολυμήχανο Ελληνα θα βρεις από κάτω. Μόνο πουδυστυχώς- η πέτρα αυτή βρίσκεται συνήθως οπουδήποτε μπορείτε να φανταστείτε ανά τον κόσμο και όχι στην Ελλάδα. Για όλους εμάς που η δουλειά μας είναι το κυνήγι της επιστημονικής είδησης και των ανθρώπων που ουσιαστικώς τη γράφουν μέσα από τα εργαστήριά τους, είναι άκρως συχνό φαινόμενο το να παρουσιάζονται στα μεγαλύτερα πρακτορεία ειδήσεων ονόματα επικεφαλής μεγάλων επιτευγμάτων με καταλήξεις σε-opoulos,-akis,-idis. Με χαρά ο έλληνας δημοσιογράφος σκέφτεται τότε ότι θα γράψει για ένα επίτευγμα… από τον τόπο του, μόνο που γρήγορα ανακαλύπτει ότι οι κυρίες και οι κύριοι-opoulos,-akis,-idis βρίσκονται σχεδόν στο σύνολο των περιπτώσεων μακριά από τον τόπο τους: στο Χάρβαρντ, στο ΜΙΤ, σε μεγάλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, ακόμη και σε μακρινά αστεροσκοπεία της Αργεντινής, όπου εφέτος ανακαλύψαμε έλληνα ερευνητή. Και όταν ο έλληνας επιστήμονας του οποίου το όνομα έχει κάνει τον γύρο του κόσμου εντοπίζεται, το ερώτημα είναι πάντα το ίδιο: «Γιατί εκεί και όχι εδώ;». Ιδιες όμως, παρά τα χρόνια που περνούν, είναι και οι απαντήσεις: «Διότι εκεί δίνονται οι ευκαιρίες, επικρατεί μεγαλύτερη αξιοκρατία, δίνονται χρήματα για έρευνα, δίνεται ελπίδα στους νέους ερευνητές». Και το μοτίβο αυτών των απαντήσεων έρχεται από τα πέρατα του κόσμου, ίδιο και απαράλλαχτο χρόνο με τον χρόνο. Τα επιστημονικά αυτά μυαλά θα ήθελαν να επιστρέψουν και να προσφέρουν στη χώρα τους, φτάνει και εκείνη να τους προσέφερε τα «εργαλεία» για να κάνουν πράξη το αυτονόητο: να θέσουν τις γνώσεις, το κέφι και την επιστημονική φαντασία τους στην υπηρεσία της επιστήμης και της ανθρωπότητας. Το αυτονόητο, όμως, για τη χώρα μας είναι ότι… τρώει τα παιδιά της σε όλους τους τομείς. Ακούει ποτέ κανείς από τους «χορτάτους» του τόπου μας;
θεοδώρα τσώλη Η «γρίπη» της κριτικής
Διαβάζω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και νιώθω απέραντη ευγνωμοσύνη στον πατέρα μου που με μύησε στην απόλαυση της ανάγνωσης εξ απαλών ονύχων. Χάρηκα λοιπόν ιδιαίτερα όταν στο «Βήμα Science» αποφασίσαμε να έχουμε και στήλη βιβλιοπαρουσίασης. Επιπλέον, θα πραγματοποιούσα ένα παιδικό όνειρό μου! Ή καλύτερα μια φαντασίωση την οποία σχεδόν βίωνα εκεί γύρω στα 13 με 14, όταν είχα αποφασίσει ότι η δουλειά που ήθελα να κάνω ήταν κριτικός βιβλίων. Φανταζόμουν λοιπόν τον εαυτό μου σε ένα γραφείο όπου όλοι οι τοίχοι ήταν βιβλιοθήκες, ενώ κάτω από το μοναδικό παράθυρο υπήρχε ένα ανάκλιντρο με πολλά μαξιλάρια. Δίπλα, στο τραπεζάκι ήταν ακουμπισμένα τα βιβλία και η πορτοκαλάδα μου! (Δεν είχα ανακαλύψει ακόμη τα θέλγητρα του καφέ). Με το δικαίωμα που δίνουν η ηλικία και η άγνοια, θεωρούσα ότι γινόμουν ειδικός σε ό,τι διάβαζα, εκείνη την εποχή ήταν Μπαλζάκ, το ένα βιβλίο μετά το άλλο. Εννοείται πως πίστευα ότι θα μπορούσα άνετα να γράψω κριτική για τα έργα του! Ευτυχώς, το ορμονικό παραλήρημα της εφηβείας δεν κράτησε πολύ, ενώ η Βιολογία που με συνεπήρε λίγο αργότερα έσβησε το όνειρο της κριτικής βιβλίων.
Εχοντας διαβάσει αρκετά στη ζωή μου, θεωρούσα ότι μέσω του διαβάσματος είχα ζήσει πολλά και δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η στήλη αυτή θα με έβαζε σε νέες συναισθηματικές περιπέτειες. Εξηγούμαι: ως πρόσφατα το διάβασμα ήταν για μένα κάτι σαν την αναπνοή.
Απαραίτητο για την (ψυχική) επιβίωση και γενόμενο αυτομάτως και χωρίς προσπάθεια. Και ξαφνικά η κριτική παρουσίαση βιβλίων ήρθε ως γρίπη που έφραξε την αναπνοή! Βλέπετε, αυτό που γινόταν για προσωπική και μόνο ευχαρίστηση άρχισε να γίνεται επειδή έπρεπε.
Αφήστε που καθόλου δεν έμοιαζε με την παιδική φαντασίωση: με εξαίρεση το πλήθος των βιβλίων και το αναπαυτικό κάθισμα (δεν μπορώ να διαβάσω σε γραφείο και να το ευχαριστηθώ), τίποτε δεν είναι το ίδιο. Και καθώς η απολύτως βέβαιη για την ορθότητα των απόψεών της έφηβη έχει προ πολλού δώσει τη θέση της σε μια ενήλικη υπέρμαχο της διαλεκτικής, ο πρώτος χρόνος της στήλης ήταν σχεδόν βασανιστικός. Αν το βιβλίο που διαλέγαμε για παρουσίαση ήταν πολύ καλό, αναρωτιόμουν μήπως η αγάπη μου για το θέμα που πραγματευόταν ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπορούσα να δω ότι πιθανόν το βιβλίο δεν θα ενδιέφερε και πολλούς. Αν το βιβλίο είχε αρνητικά στοιχεία τα οποία έπρεπε να αναφερθούν, αν μη τι άλλο για να προστατευθούν οι επίδοξοι αγοραστές, σκεφτόμουν όλον αυτόν τον κόπο που κρύβουν η συγγραφή και η έκδοση ενός βιβλίου και θλιβόμουν που έπρεπε να εμμείνω στα αρνητικά.
Ετσι, ο χρόνος που χρειαζόμουν για να γράψω ένα κείμενο κριτικής παρουσίασης κόντευε να ισούται με τον χρόνο που χρειαζόμουν για να διαβάσω το βιβλίο!
Το στρες που μου προκαλούσε η στήλη των βιβλίων συνεχίστηκε επί μακρόν, όπως γνωρίζουν καλά οι συνάδελφοι και ιδιαίτερα η Θεοδώρα, της οποίας το γραφείο είναι απέναντι από το δικό μου και ως εκ τούτου έγινε επανειλημμένως κοινωνός των προβληματισμών μου. Φτάνει μόνο να σας πω ότι ακόμη και την ψυχολόγο αδελφή της, την Εύα, έχουμε επιστρατεύσει για να μας δώσει δεύτερη γνώμη για βιβλίο (και με την ευκαιρία την ευχαριστώ για άλλη μία φορά).
Τα πράγματα άλλαξαν εφέτος τον Αύγουστο. Είχα διαβάσει το βιβλίο «Τhe baby in the mirror» του Charles Fernyhough και είχα γράψει το άρθρο μου γι΄ αυτό. Πήρα όμως το βιβλίο μαζί μου στη διάρκεια των διακοπών μας γιατί αισθανόμουν ότι ήθελα να το ξαναδιαβάσω για να το ευχαριστηθώ. Το βιβλίο πραγματεύεται την ανάπτυξη των παιδιών στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και είναι ταυτόχρονα ένα ημερολόγιο των τριών πρώτων χρόνων της κόρης του συγγραφέα. Οταν ξεκινήσαμε για διακοπές, ο γιος μας ήταν 7 μηνών. Οταν γυρίσαμε ήταν πια 8. Κατά τη διάρκεια αυτού του μήνα, καθώς ξαναδιάβαζα το βιβλίο και παρατηρούσα στο παιδί στάδια ανάπτυξης που αναφέρονταν σε αυτό ή ανακαλούσα τα προηγούμενα, συνειδητοποίησα ότι αυτά που βίωνα τα είχα ήδη βιώσει στην πρώτη ανάγνωση. Το είχα ευχαριστηθεί το βιβλίο και δεν το είχα καταλάβει! Είχα λογοκρίνει την ευχαρίστησή μου στην προσπάθειά μου να είμαι αμερόληπτη κριτής!
Από τότε διαβάζω πια με την ίδια ευχαρίστηση που διάβαζα και πριν. Τώρα μάλιστα που προετοιμαζόμαστε για το Ετος Δαρβίνου και κάνω επανάληψη αγαπημένων βιβλίων, είμαι πανευτυχής. Το μόνο που με προβληματίζει είναι πόσο θα αντέξει ο Γιώργος (που ευτυχώς είναι μεγαλύτερος βιβλιοφάγος από μένα) να με βλέπει αγκαλιά με έναν Δαρβίνο, αλλά αφού δεν έχει ακόμη διαμαρτυρηθεί…
ι.σ. Διά βίου… ρεπορτάζ
Συχνά με ρωτούν αν δεν με πειράζει να γράφω για τα επιτεύγματα άλλων επιστημόνων ενώ θα μπορούσα, αν είχα παραμείνει στις εργαστηριακές επάλξεις της Βιολογίας, να είμαι στη θέση τους. Η απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο «όχι»! Πρέπει βεβαίως να παραδεχθώ ότι καμιά φορά η μυρωδιά ενός εργαστηρίου μού ξυπνά μια νοσταλγία, όπως επίσης και η επίσκεψη στο γραφείο αγαπημένων μου καθηγητών που βρίσκονται ακόμη στην ενεργό δράση. Αλλά αυτή η νοσταλγία κρατάει λίγο, μοιάζει με τη νοσταλγία που έχουν οι άνδρες για τον στρατό ή όλοι μας για τα σχολικά μας χρόνια. Η αλήθεια είναι ότι την ευχαριστήθηκα την εργαστηριακή Βιολογία, αλλά και πως είχε κλείσει πια τον κύκλο της για μένα όταν άλλαξα επαγγελματική πορεία. Επιμένω στο «για μένα». Εχω πολύ αγαπημένους φίλους που δεν θα την άλλαζαν με τίποτε. Εμένα όμως είχε αρχίσει να με κουράζει το στενό θεματικό πλαίσιο της έρευνας και ήθελα κάτι πιο ευρύ. Η επιστημονική δημοσιογραφία ήταν ακριβώς αυτό που αναζητούσα. Κάθε μέρα κι ένα καινούργιο θέμα: σήμερα αφορά τη Βιοχημεία ή τη Γενετική, αύριο την Οικολογία, την επομένη τη Μοριακή Βιολογία ή τη Βοτανική. Και ένα επιπρόσθετο μπόνους που δεν είχα υπολογίσει όταν ξεκινούσα τη δημοσιογραφική σταδιοδρομία μου: διά βίου εκπαίδευση, και μάλιστα από τους καλύτερους δασκάλους! Κάθε συνέδριο είναι ένα εντατικό σεμινάριο και κάθε συνέντευξη είναι ένα ιδιαίτερο μάθημα. Και μερικά από αυτά τα μαθήματα ήταν υπέροχα! Παραδείγματος χάριν, η πρώτη συνέντευξη (επακολούθησαν και άλλες) που μου παραχώρησε ο Ερικ Καντέλ, Βραβείο Νομπέλ 2000. Ηταν τόσο επεξηγηματικός ώστε ακόμη και σήμερα μπορώ να επαναφέρω στη μνήμη μου τις ακριβείς εκφράσεις που χρησιμοποίησε για να εξηγήσει τα δεδομένα του από τα πειράματά του με το σαλιγκάρι Αplysia που φανέρωσαν τα μοριακά μυστικά της μάθησης και της μνήμης. Θα έπρεπε να διαβάσω τόμους ολόκληρους για να μάθω όσα με δίδαξε μέσα σε μία μόνο ώρα ο μεγάλος αυτός επιστήμονας και δάσκαλος. Και δεν είναι μόνο ο Καντέλ. Εφέτος η χρονιά ήταν ιδιαίτερα καλή, καθώς φιλοξενήθηκε στη χώρα μας το συνέδριο των ευρωπαίων βιοχημικών. Ηταν τέτοια η ποιότητα των παρουσιάσεων! Αρκεί να σας πω ότι δύο από αυτές δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «Νature» την αμέσως επόμενη εβδομάδα του συνεδρίου. Περνάω λοιπόν πολύ καλά κάνοντας τη δουλειά μου και αν έχω μια έγνοια αυτή είναι να πετυχαίνω να μοιράζομαι μαζί σας την ουσία αυτών που ζω. Αλλά αυτό το γνωρίζετε μόνο εσείς…
ιωάννα σουφλέρη Πας μη Ελλην…
Διαβάστε τους κάτωθι διαλόγους και θα ακολουθήσει τεστ:
Διάλογος 1ος:
Ελληνας δημοσιογράφος: Ετοιμάζουμε ένα άρθρο για το κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας (το θέμα εξαρτάται από την περίσταση) και θα θέλαμε τη βοήθειά σας.
Καθηγητής: Είμαι άκρως απασχολημένος, πού βρήκατε το τηλέφωνό μου; Θα μιλούν και άλλοι στο άρθρο ή μόνο εγώ; Πόσες λέξεις θα αφορούν τη γνώμη μου; Θα μπει φωτογραφία μου; Μιλήστε με τη γραμματέα μου και θα δούμε.
Διάλογος 2ος:
Ελληνας δημοσιογράφος: Ετοιμάζουμε ένα άρθρο για το κυριακάτικο φύλλο της εφημερίδας (το θέμα εξαρτάται από την περίσταση) και θα θέλαμε τη βοήθειά σας.
Καθηγητής: Ευχαριστώ που ήλθατε σε επαφή μαζί μου. Πότε θα θέλατε να μιλήσουμε;
Και τώρα το τεστ:
Ποια από τις δύο απαντήσεις ανήκει: α) σε καθηγητή του εξωτερικού β) σε καθηγητή ελληνικού πανεπιστημίου;
Αν πιστέψατε ότι ο πρώτος διάλογος αφορά τον καθηγητή της αλλοδαπής, έχετε χάσει- όπως και εμείς χάνουμε κάποιες φορές και το τονίζω, κάποιες φορές- πάσα ιδέα μαζί με την ψυχραιμία μας όταν αντιμετωπίζουμε… ελληνικές συμπεριφορές που δεν αρμόζουν στα υποτιθέμενα υψηλότερα πνευματικά κλιμάκια. Και αν αυτές αποτελούν κάποιες δυσάρεστες εξαιρέσεις, είναι τυχαίο ότι σχεδόν ο κανόνας σε ό,τι αφορά ακόμη και τους μεγαλύτερους επιστήμονες του εξωτερικού- άνθρωποι με εκατοντάδες δημοσιεύσεις στα εγκυρότερα επιστημονικά έντυπα, ερευνητές των οποίων το έργο κρίθηκε άξιο ακόμη και για τις μεγαλύτερες των επιστημονικών διακρίσεωνείναι η απλότητα; Η απλότητα στον τρόπο συμπεριφοράς, στον τρόπο περιγραφής ακόμη και του σημαντικότερου επιστημονικού επιτεύγματος; Οι εξαιρέσεις υπάρχουν πάντα για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, όμως γιατί αυτές οι εξαιρέσεις συνηθίζουν να έχουν… ελληνικό διαβατήριο και ο κανόνας ξένο; Η λογική τού «πας μη Ελλην»… (γνωρίζετε τη συνέχεια) μετατρέπεται πολύ εύκολα σε μπούμερανγκ- δεν χρειάζεται να είναι κάποιος δημοσιογράφος για να έχει ζήσει την κατάχρηση μιας εξουσίας που θα έπρεπε να έχει ως πρώτιστο, αλλά και απώτερο στόχο την υπηρεσία στον άνθρωπο. Πάντως το πραγματικό τεστ της ζωής δίνει στο τέλος σίγουρα τη σωστή απάντηση… «Με προτιμάτε ζωντανό ή online;»
θεοδώρα τσώλη Οπως κάθε πιτσιρικάς πλέον γνωρίζει, η ενημέρωση από το Διαδίκτυο είναι σχεδόν ακαριαία: Ανακοίνωσε κάτι ο Χ επιστήμονας σε κάποιο συνέδριο της Δανίας; Σχεδόν αμέσως ξεφυτρώνουν άρθρα για το νέο επίτευγμα. Για να ανταποκριθούν ωστόσο οι δημοσιογράφοι του χώρου με πρωτογενή σχολιασμό- όχι με μεταφράσεις κειμένων άλλωνπρέπει να δράσουν το ίδιο ακαριαία. Πώς, όμως, παίρνεις συνέντευξη από τον επιστήμονα, ο οποίος πιθανόν ταξιδεύει ήδη από τη Δανία προς… την Κίνα;
Τη λύση δίνει το ίδιο μέσο που διέδωσε την είδηση, το Διαδίκτυο. Βρίσκεις το e-mail του συγκεκριμένου σοφού και του στέλνεις ευγενικά την πρόσκλησή σου σε συνέντευξη μαζί με τα διαπιστευτήριά σου και επισυνάπτεις τις ερωτήσεις σου. Αν συμφωνεί, πιθανότατα θα βρει τον χρόνο- ίσως και κατά τη διάρκεια της πτήσης- να σου απαντήσει. Και αν είσαι τυχερός θα μπορέσει να επισυνάψει εικαστικό υλικό, ίσως και μια «καλή» φωτογραφία του. Τα διαβάζεις, γράφεις, στέλνεις στον συντάκτη ύλης το υλικό… τελείωσες! Είναι τόσο απλό; Μπορεί μια τόσο λιτή και απροσχημάτιστη επικοινωνία να εγγυηθεί την ποιότητα του δημοσιογραφικού σου έργου;
Η απάντηση είναι « συχνά ναι,αλλά όχι πάντα ». Η παράμετρος που δρα καθοριστικά για το «ναι» είναι η προεργασία του δημοσιογράφου σχετικά με το υπό συζήτηση θέμακαι τον συνεντευξιαζόμενο- ώστε να υποβάλει προτάσεις που επιδέχονται σαφέστατης απάντησης. Κάτι τέτοιο σημαίνει, όμως, όχι απλώς πολύ καλό γνωσιακό υπόβαθρο του δημοσιογράφου, αλλά και «διερευνητική δεινότητα» στο Διαδίκτυο. Στις λίγες ώρες που έχει διαθέσιμες για να υποβάλει τις ερωτήσεις του, πρέπει να έχει «ξεσκολίσει» όλο το παρελθόν του επιστήμονα και της υπό συζήτηση ανακάλυψης. Με τι ισοδυναμεί αυτό πρακτικά; Για κάθε σελίδα που διαβάζει ο τελικός αναγνώστης γύρω στις 100-200 σελίδες υλικού έχουν διαβαστεί προσεκτικά και διασταυρωθεί ως προς την αξιοπιστία τους!
Υπάρχει, όμως, και μια παράμετρος που δρα καταλυτικά υπέρ του «όχι». Αυτή είναι η έλλειψη « διαπροσωπικής χημείας ». Με άλλα λόγια, η συνέντευξη μέσω Διαδικτύου, ακόμη κι αν γίνει με βιντεοδιάσκεψη, είναι «ξερή»: Απογυμνώνει τη συζήτηση από τη «γλώσσα του σώματος», κρύβει τις σκέψεις που «ζωγραφίζονται στο πρόσωπο του ομιλούντος» και αποστερεί τον δημοσιογράφο από το όπλο της χρονικά επιλεγμένης «ερώτησης του σκορπιού». Δηλαδή… δεν μπορείς «να ξαφνιάσεις το θύμα»!
Παραδείγματα αυτής της αρνητικής για την «online συνέντευξη» παραμέτρου έχω βιώσει πολλά, άλλοτε με συγκομιδή γλυκών καρπών και άλλοτε πικρών. Στο καλάθι της καλής σοδειάς θυμάμαι έντονα δύο δηλώσεις που απέσπασα από ανθρώπους που ποτέ δεν θα τις διατύπωναν γραπτώς- τουλάχιστον δεν τις είχαν διατυπώσει ποτέ πριν. Η πρώτη περίπτωση εντάσσεται στην πολύπαθη κατηγορία των «ερωτήσεων περί Θεού». Θύματά της, συνήθως οι αστροφυσικοί και οι αστροναύτες οι οποίοι σχεδόν σε κάθε συνέντευξη τους ρωτούν αν πλέον πιστεύουν στην ύπαρξη Θεού. Εγώ είχα μπροστά μου έναν νομπελίστα χημικό, τον Ζαν Μαρί Λεν. Μια κομψή φιγούρα με πλατινένιους κροτάφους, κρυστάλλινα μάτια και αυστηρό «καθηγητικό» παρουσιαστικό. Ξεκίνησε τη συνέντευξη με το ύφος «δεν έχω πολύ χρόνο, τρεις ερωτήσεις και πολλές είναι». Το κόλπο μου ήταν να τον ρωτήσω σχετικά με πράγματα που είχε πει σε παλαιότερες συνεντεύξεις του- πάντα πιάνει. Η συνειδητοποίηση του «με έχει μελετήσει» γεμίζει τον επιστήμονα με χαλαρωτική αγαλλίαση αναγνώρισης. Προχώρησα με δύσκολες ερωτήσεις, εστιασμένες. Η εκτίμησή του ανέβαινε… Λίγο πριν από το τέλος- και ενώ με έβλεπε να «μαζεύω τα πράγματά μου»- του έκανα την «άσχετη ερώτηση» περί Θεού. Μου απάντησε άμεσα και χωρίς καμία περιστροφή, προς κατάπληξή μου: «Δεν υπάρχει τίποτε εκεί πάνωεκτός από άστρα και πλανήτες». Μου έδωσε μια τέτοια απάντηση ένας διευθυντής κρατικού ιδρύματος ερευνών της Γαλλίας, ένας γιος εκκλησιαστικού οργανοπαίκτη, μεγαλωμένος ο ίδιος στα καλύτερα καθολικά σχολεία!..
Αντίστοιχα ένιωσα όταν πήρα συνέντευξη από τον κορυφαίο νομομαθή του κυβερνοχώρου και ιδρυτή των Creative Commons Λόρενς Λέσιγκ- ένα «παιδί-θαύμα» της αμερικανικής Δικαιοσύνης, με φήμη υψηλότατου δείκτη νοημοσύνης. Στην περίπτωσή του ένιωσα ότι η τακτική μου έπρεπε να είναι πολύ πιο αιφνιδιαστική από «κατενάτσιο». Τον ρώτησα στα ίσα, με το που άρχισε η συνέντευξη: «Κύριε καθηγητά, τι σήμαινε το μανιφέστο του Αυγούστου; Εσείς, ένας φέρελπις νέος της άκρας Δεξιάς, ένας πρώην βοηθός υποψήφιου γερουσιαστή των Ρεπουμπλικανών, ένα αστέρι με προϋπηρεσία στην ανώτατη ιεραρχία της Δικαιοσύνης, ανακαλύπτετε τώρα ότι πρέπει να πολεμήσουμε το σύστημα; Το μανιφέστο σας μυρίζει Μαρξ. Γίνατε αριστερός, κύριε Λέσιγκ;» Με κοίταξε με τα πανέξυπνα μάτια του, πίσω από τα διανοουμενίστικα ασκέλετα διαφανή γυαλιά του. «Με ενδιαφέρει η αλήθεια,είτε τη λέει ένας αριστερός είτε ένας δεξιός.Αν το ότι η διαφθορά του πολιτικού μας συστήματος ευθύνεται για το ότι σύντομα όλα θα ανήκουν σε επιχειρήσεις και ο πολιτισμός θα μπει σε χειμερία νάρκη είναι η αλήθεια, τότε την ασπάζομαι. Ενας αριστερός που βλέπει το ίδιο μπορεί να το διατυπώνει ως ασθένεια του καπιταλισμού,ένας δεξιός ως αδυναμία του συστήματος να ελέγξει τις υπερεξουσίες της κυβέρνησης…». Και τότε μου ξεστόμισε αυτό που δεν είχε πει σε κανέναν: «Αλλά ναι,έχω γίνει αριστερός,κύριεΚαφαντάρη». Είμαι σίγουρος ότι ήταν η «χημεία». Και στις δύο αυτές περιπτώσεις- όπως και σε πάμπολλες άλλες- είναι τα μάτια που ξεκλειδώνουν τα χείλη. Αντίθετα, στην online επικοινωνία δεν μιλούν τα μάτια. Το πιο τρανταχτό αντιπαράδειγμά μου έχει να κάνει με τον Μπιλ Γκέιτς, στην περυσινή του επίσκεψη στη χώρα μας. Του πήρα συνέντευξη μέσω Διαδικτύου, λίγο προτού πάρει το αεροπλάνο για την Αθήνα, και είχαμε συμφωνήσει για ζωντανή συνέντευξη την οποία θα έδειχνε και το Μega. Του έστειλα 14 ερωτήσεις στις οποίες περιλαμβάνονταν και δύο σχετικά με την «παράπλευρη» συμμετοχή του στον εμβολιασμό του πληθυσμού της Νιγηρίας και την «κιβωτό των σπόρων» στην Αρκτική- ερωτήσεις που δεν του είχε κάνει ποτέ κανείς. Το αποτέλεσμα ήταν… να μου απαντήσει μόνο στις πέντε ερωτήσεις και να μην του πάρω ποτέ ζωντανή συνέντευξη. Αντίθετα, είδα να του παίρνει συνέντευξη άλλος δημοσιογράφος, να τον ρωτάει πολλές από τις ερωτήσεις που είχε αρνηθεί να απαντήσει σε εμένα και… να του απαντάει!
Συμπέρασμα; Αν θες αποσαφήνιση, ρώτα όσο θες online. Αλλά αν θες «εξομολόγηση»,πρέπει να «κάνεις τον παπά» ολοζώντανος!
τάσος καφαντάρης