Το μιούζικαλ, ένας ύμνος στη ζωή, ήταν μια βραχύβια υπόθεση στην ιστορία του σινεμά. Θριάμβευσε περίπου από το 1945 ως το 1960 με μουσικοχορευτικά έργα που γράφτηκαν αποκλειστικά για τη μεγάλη οθόνη (ως επί το πλείστον δεν ήταν διασκευές έργων που είχαν γραφτεί για τη σκηνή). Τότε άνθησε το μιούζικαλ ως κινηματογραφικό είδος στην καθαρή μορφή του: αφήγηση, μουσική, χορός, τραγούδι, όλα εναρμονισμένα και περίτεχνα πλεγμένα στον κεντρικό άξονα της δράσης. Αναλαμπές του είδους εμφανίζονται ως σήμερα (σε περιπτώσεις όπως το «Grease», το «Chicago» και τελευταία στο «Μamma mia!»). Σπανίως όμως φτάνουν στον ίδιο βαθμό ενάργειας και πυκνότητας που είχαν τα έργα των μεγάλων δημιουργών- του Μινέλι, του Ντόναν, του Κέλι. Και όσοι νομίζουν ότι υψηλή τέχνη είναι μόνο οι ταινίες με τα «βαριά», «σοβαρά» θέματα, ας αλλάξουν γνώμη, όπως μας δίδαξε άριστα ο Σαίξπηρ.
«Ερωτική παρέλαση»
«love parade»,1930
Αυτό το αψεγάδιαστο «ύφος Λιούμπιτς» είναι ήδη φανερό στο πρώτο του μιούζικαλ, το οποίο είναι και το πρώτο έργο που έδεσε την εξέλιξη της πλοκής με τη μουσική και το τραγούδι. Λίγοι σκηνοθέτες ως τότε είχαν κινηματογραφήσει με σκωπτικό τρόπο την πάλη των δύο φύλων. Η βασίλισσα της φανταστικής Συλβανίας (Ζανέτ Μακ Ντόναλντ) και ο παριζιάνος κόμης Ρενάρ (Μορίς Σεβαλιέ), ο οποίος ορέγεται κάθε θηλυκή ύπαρξη που περνάει από μπροστά του, θα αναμετρηθούν σε αυτή τη μάχη με ιδιοφυή, ζωηρό, πνευματώδη τρόπο. Και αν η ταινία του Ερνστ Λιούμπιτς θυμίζει ακόμη βιεννέζικη οπερέτα, έχει απαράμιλλη φινέτσα, ευθυμία διαλόγων, εναλλαγές σάτιρας και τρυφερότητας στον σωστό τόνο και χρονισμό.
«Το τραγούδι της αγάπης»
«meet me in st.louis»,1944
Οσα χρόνια και αν περάσουν, το θαυμάσιο «Μeet me in St. Louis» (1944) του Βινσέντε Μινέλι φαντάζει πάντα ζωντανό και φρέσκο όπως τα χρώματα ενός πίνακα ζωγραφικής. Πίσω από τα χαμόγελα της οικογένειας από το επαρχιακό Σεντ Λούις (η οποία «απειλείται» με μια μετακόμιση στη Νέα Υόρκη εξαιτίας της μετάθεσης του πατέρα) διαισθάνεται κανείς συνεχώς την εσωτερική ταραχή και αβεβαιότητά τους. Η ταινία διαποτίζεται από μια νοσταλγική διάθεση αποχαιρετισμού της εποχής της αθωότητας: το κυνήγι της επαγγελματικής επιτυχίας και της κοινωνικής αναβάθμισης αρχίζει να γίνεται πιο σημαντικό από τις απλοϊκές, καθημερινές χαρές μιας ζωής χαμηλών τόνων. Το «Μeet me in St. Louis» ξεχειλίζει από ρομαντισμό. Τα τραγούδια ενώνονται άψογα με τους αρμούς της πλοκής (δώστε σημασία στο «Τrolley song» με την Τζούντι Γκάρλαντ στον καλύτερο ρόλο της). Κλασικό έργο των Χριστουγέννων στις ΗΠΑ, ένα από τα πιο δημοφιλή όλων των εποχών.
«Ο πειρατής»
«the pirate»,1948
Δροσερό και κρυστάλλινο σαν τα νερά της Καραϊβικής όπου γυρίστηκε, το «Τhe pirate» φλερτάρει με τις έννοιες του φαίνεσθαι, με τα προσωπεία και τις ψευδαισθήσεις. Ενας περιπλανώμενος ηθοποιός (Τζιν Κέλι) «ξελογιάζει» ένα ρομαντικό κορίτσι (Τζούντι Γκάρλαντ), που είναι δεσμευμένο με έναν μονότονο αρραβωνιαστικό (Γουόλτερ Σλέζακ). Οι ακαταμάχητες αρετές του σκηνοθέτη Βινσέντε Μινέλι αναδεικνύονται εδώ σε όλο τους το μεγαλείο: τα κομμάτια του Κόουλ Πόρτερ, η κάμερα που «χορεύει» μέσα στον χώρο με κινήσεις πλαστικές, ο σπινθηροβόλος ρυθμός, οι ζωηρές ερμηνείες, τα έντονα χρώματα. «Βe a clown», «Μack the Βlack», «Νina»: ο παλμός τους θα σας δονήσει ακόμη και αν δεν γνωρίζετε τα λόγια.
«Τρία κορίτσια και τρεις ναύτες»
και Αρθουρ Γκριν έχουν γράψει και τους στίχους των τραγουδιών και ο ρυθμός της ταινίας κυλάει σαν συμφωνικό κομμάτι. Ενώ πολλά (κακά) μιούζικαλ γυρίζονται με την κάμερα μπροστά στη «σκηνή», σαν να παρακολουθούμε θέατρο, το «Οn the town» είναι το μιούζικαλ που ίσως περισσότερο από κάθε άλλο παραμένει πιστό στις αρχές του σινεμά. Η κάμερα μεταμορφώνει τη Νέα Υόρκη σε τρισδιάστατο σκηνικό και «ζωγραφίζει», «πλάθει» τον χώρο κατά βούληση. Θα θυμηθείτε το «Νew Υork, Νew Υork, it΄s a wonderful town» του Λέοναρντ Μπερνστάιν.
πονηρή γατούλα που στοχεύει στα πλούτη και στον γάμο. Η επίδρασή της στο φιλμ έχει και το αντίβαρο της μοιραίας μελαχρινής Τζέιν Ράσελ, που χαίρεται ανέμελα τους άνδρες ως άνδρες (έτσι βγήκε και η άλλη ταινία «…but marry brunettes»). Οι δυο τους μαζί απογειώνουν την ταινία. Ο Χοκς χρησιμοποιεί τα σεξουαλικά στερεότυπα με σκοπό να «παίξει» σε μια μεγάλη θεματική κλίμακα. Τα πρόσωπα κινούνται σαν νότες μείζονες και ελάσσονες ανάμεσα στην ταπεινοφροσύνη και την ιταμότητα, στην πρόκληση και την αποπλάνηση.
«Εξυπνο μουτράκι»
«funny face»,1956
Πολύ συχνά παραμερίζουμε το «Funny face» (1956) με την κρινένια Οντρεϊ Χέπμπορν εξαιτίας της τεράστιας απήχησης της «Ωραίας μου κυρίας» (του Τζορτζ Κιούκορ, 1964). Αλλά η ταινία του Στάνλεϊ Ντόνεν υπερέχει σε οπτική ομορφιά και χάρη: είναι το ντουέτο Χέπμπορν- Αστέρ που «πετάει» και η χαρά της ζωής που αποπνέει. Με τα τραγούδια των Τζορτζ και Αϊρα Γκέρσουιν, τα σπιρτόζικα νούμερα όπως το «Clap yo΄ hands», η ασυγκράτητη αγάπη τους καταφέρνει μια νίκη κατά του καπιταλισμού, της υποκρισίας και της διανοητικής απονέκρωσης. Η γνησιότητα του βλέμματος του Ντόνεν, η ανθρωποκεντρική χορογραφία του και η τεχνική και χρωματική δεξιοτεχνία του, που παίζει με το στυλ των μεγάλων φωτογράφων και των περιοδικών μόδας τύπου «Vogue», θριαμβεύουν. Σε αυτά προσθέστε και την Οντρεϊ, που έκτοτε προήχθη σε σύμβολο της γυναικείας φινέτσας.
Στον Χάουαρντ Χοκς τα σαρδόνια μουσικοχορευτικά κομμάτια χρησιμοποιούνται πρωτίστως για λόγους κοινωνικής σάτιρας. Στο «Diamonds are a girl΄s best friend», η ερμηνεία της Μέριλιν Μονρόε, πλαισιωμένης από μια χορωδία ανδρών με σμόκιν που χαϊδεύουν με διαμάντια το αισθησιακό κορμί της, βρίσκεται ανάμεσα στις κορυφαίες στιγμές όλων των ανθολογιών του κλασικού Χόλιγουντ. Για μία ακόμη φορά η Μονρόε ενσαρκώνει την «on the town»,1949
Από την ώρα που τα τρία ναυτάκια, ο Γκάμπεϊ (Τζιν Κέλι), ο Τσιπ (Φρανκ Σινάτρα) και ο Οζι (Τζουλς Μάντσιν), πατούν το πόδι τους στη Νέα Υόρκη, ξεκινούν τα απίθανα χορευτικά «πέρα δώθε» της κάμερας μέσα στην πόλη, στο Μέγαρο Ροκφέλερ, στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, στη γέφυρα του Μπρούκλιν. Η ταινία των Τζιν ΚέλιΣτάνλεϊ Ντόνεν ζωγραφίζει με αδρές πινελιές και αχόρταγα τις περιπλανήσεις των νέων, τη γνωριμία τους με τα κορίτσια (η απαράμιλλη ερμηνεία της Μπέτι Γκάρετ έχει γράψει ιστορία) και την κουλτούρα των μεγαλουπόλεων. Ολα ιδωμένα σε μεγάλη κλίμακα στη συνείδηση των ηρώων (και του θεατή): όπως νιώθουμε πάντα με τις πρωτόγνωρες εντυπώσεις και τη βροχή των εμπειριών που συμπυκνώνονται μέσα σε 24 ώρες.
Οι σεναριογράφοι Μπέτι Κόμντεν Περισσότερα για την παράσταση στο Αrs Βrevis.
«Οι άνδρες προτιμούν τις ξανθές»
«gentlemen prefer blondes», 1953