Μόνη εναντίον όλων. Η εφημερίδα «Die Ζeit», η οποία εγκρίνει το πείσμα της αλλά της προσάπτει ότι δεν ξέρει να εξηγείται, απαριθμεί όσους διαφωνούν με την Ανγκελα Μέρκελ: οι Βρετανοί, ο Νικολά Σαρκοζί, η Επιτροπή των Βρυξελλών, το γερμανικό συμβούλιο οικονομολόγων, τα μέσα ενημέρωσης, η σιωπηλή πλειοψηφία του ίδιου του κόμματός της, οι Σοσιαλδημοκράτες σύμμαχοί της… Η καγκελάριος είναι αντίθετη σε κάθε εσπευσμένη υιοθέτηση σχεδίων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Κωφεύοντας σε όλες τις πιέσεις, απέρριψε το ευρωπαϊκό σχέδιο και δεν θέλει να προχωρήσει πέρα από αυτά που η γερμανική κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει- 31 δισ. ευρώ, κατανεμημένα σε δύο χρόνια-, μέτρα τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους είχαν προβλεφθεί πριν από το φθινόπωρο. Η «ενίσχυση» για την κρίση ουσιαστικά δεν ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ.

Πολλοί λόγοι εξηγούν την εμμονή της κυρίας Μέρκελ. Κατ΄ αρχήν η υπεράσπιση της οικονομικής ορθοδοξίας. Η καγκελάριος εκτιμά ότι η Γερμανία προχώρησε σωστά τα τελευταία χρόνια τις μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες για μια επιστροφή στην ισορροπία των δημόσιων οικονομικών. Δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα διακινδύνευσης αυτών των προσπαθειών με αλόγιστες δαπάνες.

Οι οικονομολόγοι και ορισμένοι πολιτικοί ιθύνοντες της επισημαίνουν ότι οι καιροί έχουν αλλάξει και ότι, υπό την απειλή της ύφεσης, θα ήταν καλό να υιοθετηθεί μια πιο πραγματιστική στάση. Αυτή δεν δίνει σημασία. Θεωρεί ότι είναι υπερβολικά νωρίς για να κριθεί το εύρος της κρίσης και η αποτελεσματικότητα των θεραπειών που έχουν ήδη υιοθετηθεί. Φοβάται μήπως τα στοχευμένα ανά τομέα μέτρα προκαλέσουν μια πλειοδοσία μεταξύ των κλάδων, μια κούρσα επιδοτήσεων και προσδοκιών βοήθειας η οποία θα ενισχύσει παρά θα υποστηρίξει τη δύσκολη κατάσταση, παρ΄ ότι η παρέμβαση στις πιο δραματικές περιπτώσεις είναι απαραίτητη.

Η δομή της γερμανικής οικονομίας είναι τέτοια ώστε αυτή η στάση να φαίνεται δικαιολογημένη. Ο μισός πλούτος της Γερμανίας συνδέεται με τις εξαγωγές, επομένως με τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητάς της στις εξωτερικές αγορές. Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης θα μπορούσε να προκαλέσει μια ανάφλεξη της εσωτερικής κατανάλωσης, αλλά δεν θα έλυνε τα ουσιαστικά προβλήματα. Για τον λόγο αυτόν η κυρία Μέρκελ αντιτίθεται στις αξιώσεις που προέρχονται από το ίδιο το κόμμα της για άμεση μείωση των φόρων, όπως και στην καταβολή ενός χριστουγεννιάτικου πριμ που προτείνουν ορισμένοι Σοσιαλδημοκράτες.

Η Ανγκελα Μέρκελ δεν είναι εκ πεποιθήσεως εχθρική σε μια μείωση των φόρων. Την είχε κάνει σύνθημά της όταν πολεμούσε να φθάσει στην εξουσία. Δεν θέλει όμως να κάψει όλα τα χαρτιά της πριν από το 2009. Εισάγοντας στο πρόγραμμά της μια φορολογική μεταρρύθμιση ελπίζει να κερδίσει τις εκλογές του επόμενου χρόνου, να αποσπάσει την υποστήριξη του Φιλελεύθερου Κόμματος και να θέσει τέρμα στον μεγάλο συνασπισμό με το SΡD.

Η ιδιοσυγκρασία της κυρίας Μέρκελ δεν ευνοεί επίσης τις βεβιασμένες αποφάσεις. Ως καλή επιστήμων, προχωρεί με σύνεση, απορρίπτει τους επικίνδυνους πειραματισμούς, θέλει να γνωρίζει τις συνέπειες των πράξεών της προτού προχωρήσει στις επόμενες. Βλέπει με καχυποψία τους οικονομολόγους που, όπως λέει η ίδια κάπως ωμά στον υπουργό Οικονομίας της, «αλλάζουν γνώμη πιο συχνά από ό,τι αυτός αλλάζει πουκάμισο». Αυτή η διαφορά χαρακτήρων εξηγεί τη δυσκολία της κυρίας Μέρκελ και του κυρίου Σαρκοζί να βρουν αυθόρμητα ένα πεδίο συνεννόησης. Ο κ. Σαρκοζί επωφελήθηκε από την κρίση για να επιβάλει την ηγεσία του στην Ευρωπαϊκή Ενωση και να προωθήσει τις ιδέες του.

Δεν χρειαζόταν περισσότερα για να κινηθεί η καχυποψία της καγκελαρίου, η οποία στηρίζεται επίσης σε μια σταθερή γερμανική παράδοση. Ο «διάλογος» ανάμεσα στους πολιτικούς και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) μεταφράζεται στο Βερολίνο ως «επίθεση εναντίον της ανεξαρτησίας της ΕΚΤ». Πίσω από τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών στο πλαίσιο του Εurogroup οι Γερμανοί βλέπουν το φόβητρο μιας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης την οποία δεν επιθυμούν. Η εναρμόνιση των σχεδίων αντιμετώπισης της κρίσης αποτελεί για αυτούς συνώνυμο της αύξησης των κοινοτικών δαπανών, από τις οποίες καταβάλλουν το 20%25%. Θεωρώντας ότι έχουν βάλει τάξη στα οικονομικά τους, δεν θέλουν πλέον να πληρώνουν για τις χώρες που δεν ακολουθούν ανάλογη λιτότητα.

Σημαίνει αυτό ότι η στάση της Ανγκελα Μέρκελ είναι αμετακίνητη; Βεβαίως όχι. «Ολες οι επιλογές είναι ανοιχτές. Επαναλαμβάνω: όλες» δήλωσε πρόσφατα στο συνέδριο του κόμματός της, τόσο για να σταματήσει τις επικρίσεις όσο και για να διατηρήσει τη δυνατότητα να αλλάξει στάση αν παραστεί ανάγκη. Δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει να αντιστέκεται για πολύ στις πολλαπλές πιέσεις που υφίσταται από τους ευρωπαίους εταίρους της, από τους πολιτικούς φίλους της και από τους συμμάχους της στην κυβέρνηση. Ιδιαίτερα μάλιστα αν η οικονομική κατάσταση χειροτερέψει στη Γερμανία. Στην αρχή της κρίσης η κυρία Μέρκελ έδειξε ότι ήξερε να αλλάζει γνώμη. Την ίδια εβδομάδα αρνιόταν ένα σχέδιο σωτηρίας μιας τράπεζας και ύστερα εξέπληττε τους άλλους Ευρωπαίους εξαγγέλλοντας την εγγύηση όλων των τραπεζικών καταθέσεων. Η εμπειρία είναι η μεγαλύτερη προστασία της.