Ως σήμερα οι επιστήμονες εκτιμούσαν ότι οι επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη και ειδικότερα σε αυτές που βρίσκονται κοντά στους δύο πόλους κλιμακώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε σε λίγα χρόνια θα έχουν υπερβεί το λεγόμενο «κρίσιμο σημείο», το σημείο εκείνο δηλαδή μετά το οποίο όποια μέτρα και αν ληφθούν η κατάσταση δεν θα είναι αναστρέψιμη.
Τα χειρότερα όμως ήδη έφθασαν. Στο συνέδριο της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ενωσης οι επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι στον Αρκτικό Κύκλο η θερμοκρασία αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι στον υπόλοιπο πλανήτη και η κατάσταση είναι πλέον μη αναστρέψιμη. Την ανακοίνωση έκαναν ειδικοί του Εθνικού Κέντρου Δεδομένων Πάγου και Χιονιού των ΗΠΑ (ΝSΙDC), οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι κλιματικές αλλαγές στον Αρκτικό Κύκλο έχουν φθάσει σε επίπεδα τα οποία οι ειδικοί εκτιμούσαν πως θα κάνουν την εμφάνισή τους σε 15 χρόνια. Οι θερμοκρασίες στις αρκτικές περιοχές είναι πολύ υψηλότερες από εκείνες που κανονικά θα έπρεπε να είναι αυτή την εποχή, γεγονός που οφείλεται στην αύξηση της ποσότητας των πάγων που έλιωσαν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η συνεχώς αυξανόμενη ποσότητα των πάγων που πλέουν στον Αρκτικό Ωκεανό και λιώνουν προκαλεί αλυσιδωτή αντίδραση, αυξάνοντας τελικά τη θερμοκρασία τόσο στο νερό όσο και στην ατμόσφαιρα της περιοχής.
Ο Αρκτικός Κύκλος είναι μία από τις πιο ευαίσθητες στις κλιματικές αλλαγές περιοχές του πλανήτη και, σύμφωνα με τους ειδικούς, η μετάβασή του σε μια νέα (μόνιμη) κλιματική κατάσταση θα έχει άμεση επίπτωση στο κλίμα του βορείου ημισφαιρίου αλλά και έμμεση στις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη.
Δροσερό και ελπιδοφόρο ήταν το 2008
Μέσα στη γενική απαισιοδοξία για το μέλλον του πλανήτη έκανε την εμφάνισή του και ένα ελπιδοφόρο μήνυμα που εστάλη από τον Παγκόσμιο Μετεωρολογικό Οργανισμό (WΜΟ). Οι επιστήμονες του WΜΟ ανέφεραν ότι το 2008 ήταν η πιο «δροσερή» χρονιά που έχει ζήσει η ανθρωπότητα από το 2000. Οι ειδικοί απέδωσαν αυτή τη… δροσιά στο φαινόμενο Λα Νίνια στον Ειρηνικό Ωκεανό το οποίο έριξε τη μέση παγκόσμια θερμοκρασία στους 14,3 βαθμούς Κελσίου. Παρά ταύτα, βέβαια, η θερμοκρασία αυτή συνεχίζει να είναι κατά 0,3 βαθμούς Κελσίου υψηλότερη σε σύγκριση με τον μέσο όρο των ετών 1961-1990.