Σε συνέντευξή μου σε εφημερίδα το 2005 και σε απάντηση ερωτήματος σχετικά με το τι με ανησυχεί για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, απαντούσα ότι «η οικονομία δεν είναι κάτι ξένο από την κοινωνία ή την πολιτική. Ολα αυτά σχετίζονται μεταξύ τους. Αλληλεπιδρούν…». Πόσο μάλλον όταν το παγκόσμιο σύστημα απειλείται, γίνεται ευμετάβλητο από την αστάθεια της τιμής του πετρελαίου και δεν υποστηρίζεται από διεθνείς ηγετικές προσωπικότητες. Ολα αυτά συνθέτουν ένα κλίμα οικονομικής αβεβαιότητας.
Στην ίδια συνέντευξη υποστήριζα ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να προωθηθούν κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και διαδικασίες εξυγίανσης προκειμένου να προχωρήσει η οικονομία και η κοινωνία εάν δεν υπάρχει το απαιτούμενο επίπεδο παιδείας. Επίσης, ότι οι τραπεζίτες θα πρέπει να επανακτήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο και αποστολή, αφού η τραπεζική λειτουργία είναι μια λειτουργία εκχωρημένη από την κοινωνία που αποβλέπει στην καλύτερη αξιοποίηση των πλεοναζόντων πόρων μιας οικονομίας μέσω επενδύσεων και άλλων εργαλείων. Ο σύγχρονος τραπεζίτης οφείλει να επιδιώκει το κέρδος, αλλά μέσα από την ικανοποίηση των παραπάνω στόχων.
Μέχρι και τα μέσα του 2007 ήταν δυνατή η ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών (Τier1 & Τier2) παρά το υψηλό τους κόστος. Οι συνθήκες έκτοτε μετεβλήθησαν επί το δυσμενέστερο. Η τιμή του αργού πετρελαίου εξακολουθούσε να εκτοξεύεται καθημερινά, όλο και ψηλότερα, η ρευστότητα του συστήματος αυξανόταν, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις επεκτείνονταν, το δολάριο συνέχιζε την ασθενική του πορεία και οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών, αλλά και χρηματιστηριακών αξιών και πάγιων περιουσιακών στοιχείων αυξάνονταν. Ηδη από μεγάλου χρονικού διαστήματος είχε από σοβαρούς αναλυτές επισημανθεί ο κίνδυνος του να εκραγεί η φούσκα της αγοράς κατοικίας, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Το τραπεζικό σύστημα ασφυκτιούσε υπό την πίεση της τεράστιας ρευστότητας με αποτέλεσμα να οδηγείται σε αποφάσεις γρήγορης διάθεσης δανειακών κεφαλαίων, χωρίς καν τις ελάχιστες εξασφαλίσεις ή άλλες προβλέψεις διασφάλισης εξυπηρέτησης και επιστροφής των κεφαλαίων αυτών. Από την άλλη μεριά οι εποπτικές αρχές ήσαν μάλλον ικανοποιημένες από τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, αλλά πολύ περισσότερο από τις διαμορφούμενες κεφαλαιακές αξίες, οι οποίες στη συνέχεια συνέβαλαν στην περαιτέρω επέκταση της δυνατότητας δανεισμού των συμμετεχόντων στην αγορά αυτή.
Στο νέο και πρωτόγνωρο αυτό περιβάλλον της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, απ΄ όπου έλειπε κάθε ίχνος οράματος και ιδεαλισμού, ήταν αυτονόητο ότι αξίες απαραίτητες για την προώθηση κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και διαδικασιών εξυγίανσης ήταν αδύνατον να ευδοκιμήσουν. Στα ελληνικά πράγματα η πραγματικότητα αυτή οδηγούσε σε περαιτέρω υστέρηση της Ελλάδος έναντι των προηγμένων ευρωπαϊκών εθνών, στη χαλάρωση θεσμών και αξιών, στην ένταση πολιτικών συγκρούσεων, στην αποσταθεροποίηση του κοινωνικού ιστού με τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ εύπορων και μη ομάδων του πληθυσμού και στη σημαντική διεύρυνση και απόκλιση από υποχρεωτικούς κανόνες που επιβάλλονταν από την «κεντρική εξουσία» της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Σήμερα, και υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται παγκοσμίως, η Ελλάδα πρέπει να επαναπροσδιορίσει τις προτεραιότητές της, να επαναξιολογήσει τις συμμαχίες και τους προσανατολισμούς της στην ασκούμενη πολιτική και οικονομική διπλωματία, να αποδεχθεί την αναγκαιότητα της πρόσκλησης ενός εθνικού συναγερμού με την κινητοποίηση όλων των υγιών δυνάμεων της κοινωνίας και την αποκήρυξη κάθε πολιτικής που τοποθετεί τον πολίτη στο περιθώριο.
Πιστεύω πως μια τέτοια επιλογή, που θα τοποθετήσει νέους στόχους και οράματα, θα οδηγήσει την Ελλάδα με ταχύτερους ρυθμούς στην πρόοδο, χωρίς κοινωνικές συγκρούσεις και διαπληκτισμούς. Σε μια τέτοια εξέλιξη δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ο ρόλος του τραπεζικού συστήματος, εξαιτίας της συγκυρίας που σήμερα παρουσιάζουν οι αγορές, αλλά αντίθετα θα πρέπει να κληθεί να υποκαταστήσει λειτουργίες που ενδεχομένως ανήκουν ιστορικά ή και θεσμικά σε άλλους χώρους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τη συνεισφορά ηγετικών φυσιογνωμιών του τραπεζικού χώρου στην πολιτική, στην οικονομία, στη διπλωματία και σε άλλους ευαίσθητους και καίριους τομείς για την πρόοδο της χώρας.
Θα ήθελα να κλείσω με μία φράση του Μίλτωνα, όπως παρουσιάζεται στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του κ. Νίκου Μπακουνάκη Μια στιγμή της Ευρώπης στην Ελλάδα του 19ου αιώνα: «Οταν ποτέ, ω Ελληνες, αποτινάξετε τον ζυγόν των Τούρκων και γίνητε ανεξάρτητοι, προσέξατε μη πέσητε εις ζυγόν πολιτικής διαφθοράς, ήτις φέρει θάνατον αισχρόν, αισχρόν θάνατον εις τα έθνη!..».
Ο κ. Κωνσταντίνος Β. Καρατζάς είναι οικονομολόγος.