Αυτό που θα κρατήσουμε από τα γεγονότα στο Γκντανσκ, που σημαδεύτηκαν από την υποδοχή του Δαλάι Λάμα από τον πρόεδρο Σαρκοζί, θα είναι αναμφίβολα ο θυμός των Κινέζων. Αυτή η ξαφνική σκλήρυνση της στάσης της Κίνας απέναντι στη Γαλλία οφείλεται- τουλάχιστον, θέλουμε να πιστεύουμε- στην όλο και μεγαλύτερη νευρικότητα που προκαλεί η κρίση στην πολιτική ηγεσία της χώρας. Υπάρχει βέβαια και ένα ζήτημα που άπτεται αποκλειστικά των σινογαλλικών σχέσεων. Το Πεκίνο και η κοινή γνώμη δεν είναι έτοιμες να συγχωρέσουν τη Γαλλία για τις εικόνες των λαμπαδηδρόμων οι οποίοι ενώ μετέφεραν την ολυμπιακή φλόγα μέσα στους δρόμους του Παρισιού παρεμποδίστηκαν από ένα οργισμένο πλήθος που κράδαινε σημαίες του Θιβέτ. Εκτοτε η κινεζική κυβέρνηση έδειξε να αναγνωρίζει ελάχιστα την υποχρέωσή της (κάτι που έκανε μόνο ώσπου να εξασφαλίσει τη συμμετοχή του γάλλου προέδρου στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων) να ανοίξει άμεσο διάλογο με τον Δαλάι Λάμα. Δεύτερη προσβολή λοιπόν για το Πεκίνο που, στα μάτια των Κινέζων, θα πρέπει να τιμωρηθεί.

Πέραν όμως από αυτούς τους μικροδιαξιφισμούς, αυτό που διακυβεύεται στο Πεκίνο είναι η καλή ή κακή του θέληση για την αντιμετώπιση της διεθνούς κρίσης. Ας το πούμε καθαρά: η Κίνα, η οποία πληρώνει σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο την αμερικανική ύφεση- και αν αύριο την ξεπεράσει θα έχει να αντιμετωπίσει την ευρωπαϊκή-, συμφέρον έχει να παίξει το χαρτί της συντονισμένης και διεθνούς εξόδου από την κρίση. Εκτός και αν είναι εφικτή κάποια άλλη λύση μέσω του εθνικισμού και της προσπάθειας κατάδειξης αποδιοπομπαίων τράγων. Για τους οπαδούς, όμως, του μαοϊσμού δεν υπάρχει πλέον πολύς καιρός. Σε αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν, δυστυχώς, οι δύο αναπάντεχες υποτιμήσεις του γουάν, ενώ την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ ζητούσαν ακριβώς το αντίθετο. Επομένως κάθε νέο ξέσπασμα εκνευρισμού θα πρέπει να θεωρείται ένα ακόμη σημείο ενδεικτικό των υποστηρικτών της σκληρής γραμμής.

Οπως φαίνεται, αυτοί είναι που κρατούν στα χέρια τους σφιχτά την εξουσία και χρησιμοποιούν το πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να οριοθετήσουν τον χώρο επιρροής τους. Ετσι λοιπόν, μετά την εκτέλεση ενός επιστήμονα ο οποίος κατηγορείτο για κατασκοπεία (και του οποίου τα παιδιά έχουν αυστριακή υπηκοότητα) και την αναβολή του Συμβουλίου Κορυφής μεταξύ Κίνας και Ευρωπαϊκής Ενωσης- το οποίο θα λάμβανε χώρα στη Λυών και ακυρώθηκε από το Πεκίνο, προκειμένου να εκφράσει έτσι την ενόχλησή του-, ανακοινώθηκε η σύλληψη ενός παλαιμάχου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Περισσότεροι από 300 άνθρωποι του πνεύματος συγκέντρωσαν υπογραφές στην Κίνα, προβάλλοντας το αίτημα της πολυφωνικής δημοκρατίας και της εγκαθίδρυσης κράτους δικαίου. Μεταξύ αυτών ο Λιου Ξικομπό, ο οποίος υπήρξε σε νεαρή ηλικία ένας από τους εμπνευστές του κινήματος της πλατείας Τιανανμέν το 1989 και έχει πληρώσει ήδη αυτή την επιλογή του με 20 χρόνια φυλάκισης. Τώρα είναι και πάλι δέσμιος ενός καθεστώτος που σταθερά σκληραίνει τη στάση του.

Στη Γαλλία επαναλαμβάνεται με όλο και πιο στερεότυπο και θλιβερό τρόπο η διαπάλη μεταξύ του ιδεαλισμού και της ορθολογικής πολιτικής. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ο Νικολά Σαρκοζί είχε δώσει έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα. Η στάση του ως προς την καταπίεση στο Θιβέτ υπήρξε αρχικά αμφιταλαντευόμενη, στη συνέχεια διστακτική, ενώ κατέληξε να υποστηρίξει τη «στρατηγική συμμαχία» ως ζητούμενο των σχέσεων με την Κίνα. Επιπλέον αρνήθηκε να συμπεριλάβει στην αποστολή κατά τη διάρκεια της περυσινής επίσκεψής του στο Πεκίνο της Ραμά Γιαντ, υφυπουργού με αρμοδιότητα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρά τα φαινόμενα, το επεισόδιο στο Γντανσκ δεν δείχνει ότι η υπόθεση «ανθρώπινα δικαιώματα» επιστρέφει στην πρότερη κατάσταση, αλλά ήταν μάλλον μια ιδιαίτερη στιγμή την οποία επιχείρησαν με κάθε τρόπο να υποβαθμίσουν οι γάλλοι διπλωμάτες. Η οπισθοδρόμηση ευθυγραμμίζεται με την ανοικτή κριτική που άσκησε στη νεαρή υφυπουργό Ραμά Γιαντ ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών και «προϊστάμενός» της Μπερνάρ Κουσνέρ ! Θέλησε με τον τρόπο αυτό να δείξει ότι στο τέλος νικάει πάντα ο ρεαλισμός. Ωστόσο η προσωπικότητα της κυρίας Γιαντ παραμένει σημαντική, καθώς ενσαρκώνει εν τοις πράγμασι τη διαφορετικότητα της γαλλικής ταυτότητας, καθώς και την αναγνώριση που τυγχάνει αυτή η πραγματικότητα στους κόλπους της κυβέρνησης. Εχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια εξέλιξη διπλά αρνητική.

Για να είμαστε δίκαιοι με τον Νικόλά Σαρκοζί, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ενώ συμπεριφέρθηκε στο συγκεκριμένο ζήτημα με σαφώς λιγότερη προσήνεια από τον Ζακ Σιράκ, η στάση του υπήρξε τόσο «ρεαλιστική»- ή έστω τόσο ελάχιστα ιδεαλιστική – όσο του επέτρεψε η παρούσα κατάσταση.

Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».