Τον περασμένο μήνα ο καθηγητής L. Garicano ανέλαβε να εξηγήσει στη βασίλισσα Ελισάβετ τα αίτια και τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης. Οταν τέλειωσε, τον ρώτησε γιατί κανείς δεν αντελήφθη τόσο σημαντικά γεγονότα. Ο καθηγητής απάντησε ότι ο ένας επαναλάμβανε τον άλλον θεωρώντας ότι έκανε το σωστό. «Φρίκη» ήταν το σχόλιό της. Είναι άγνωστο πόσο έφριξε εν τέλει η βασίλισσα, η οποία προφανώς έχει και άλλες έγνοιες στα ογδόντα δύο της χρόνια. Η απορία της πάντως είναι απολύτως βάσιμη.
Πώς είναι δυνατόν καθηγητές, οικονομικοί εμπειρογνώμονες μεγάλων τραπεζών και διεθνών οργανισμών και έγκυροι οικονομικοί δημοσιογράφοι να μην υποπτευθούν καν την έλευση της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης από το 1929; Πώς μπορεί υψηλού επιπέδου οικονομικοί αναλυτές να φθάνουν να αναρωτιούνται γιατί κατέρρευσε η ίδια η τράπεζά τους; Πρέπει να είμαστε δίκαιοι: ορισμένοι διείδαν τον επερχόμενο τυφώνα. Ο συγγραφέας της «Παράλογης ευφορίας» καθηγητής R. Shiller και ο συνδιευθυντής του Κέντρου Οικονομικής Ερευνας και Πολιτικής D. Βaker προανήγγειλαν το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων δύο χρόνια νωρίτερα. Ο «δρ Καταστροφολόγος» καθηγητής Νouriel Roubini, τον οποίο αντιμετώπισαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ως «μουρλό» τον Σεπτέμβριο του 2006 και ως «προφήτη» έναν χρόνο μετά, περιέγραψε με επαρκείς λεπτομέρει ες την εξέλιξη της κρίσης. Ο Β. Connolly της ΑΙG προειδοποίησε εγκαίρως ότι, άπαξ και ένα παιχνίδι Ρonzi (δανεισμός για τη χρηματοδότηση δανείων) αγγίξει ένα ορισμένο σημείο, αρχίζει η χρηματοπιστωτική λαίλαπα, οπότε αναγκαστικά «οι κίνδυνοι πρέπει να κοινωνικοποιηθούν». Ο G. Μagnus της UΒS επεσήμανε ότι έφθασε «η στιγμή του Μinsky», δηλαδή το ύψιστο στάδιο της μόχλευσης, επαναφέροντας στο προσκήνιο την περιθωριοποιημένη θεωρία του Ηyman Μinsky (1919-1996) περί της εγγενούς αστάθειας των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Αυτοί και ελάχιστοι άλλοι μπορεί μεν να δικαιώνονται σήμερα αλλά κανέναν δεν επηρέασαν. Το ερώτημα, επομένως, παραμένει: Γιατί υποτιμήθηκαν οι αναλύσεις τους, γιατί αγνοήθηκαν τα σημάδια της επερχόμενης κατάρρευσης; Πολλώ δε μάλλον όταν, εκ των υστέρων βεβαίως αλλά ταχύτατα, η συντριπτική πλειονότητα των οικονομολόγων συμφώνησε για τις βασικές αιτίες που παρήγαγαν την κρίση βλέποντας πλέον καθαρά τα μηνύματα που δεν έβλεπαν λίγους μήνες πρωτύτερα.
Πάνω από όλα είναι το zeitgeist, το πνεύμα των καιρών. Η πλήρης ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και η μέχρι ιδεοληψίας προσήλωση στην αυτορρύθμιση των αγορών απαξίωναν εύκολα κάθε αμφισβήτηση. Επιπλέον πραγματικά δεδομένα τροφοδοτούσαν την αισιοδοξία. Σε όλες τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες (με εξαίρεση την Ιαπωνία της προηγούμενης δεκαετίας) από τα μέσα της δεκαετίας του ΄80 και επί μία εικοσαετία παρατηρήθηκε αξιοσημείωτη πτώση της μεταβλητότητας τόσο της μεγέθυνσης του πραγματικού προϊόντος όσο και του πληθωρισμού (Βen S. Βernanke, «Τhe Great Μoderation», 20.2.2004).
Η μακροοικονομική σταθερότητα, η επιτυχής αντιμετώπιση των κρίσεων της δεκαετίας του ΄90 και σωρεία «ακατανόητων» χρηματοοικονομικών καινοτομιών, που ωστόσο εθεωρείτο δεδομένο ότι διαχειρίζονταν αποτελεσματικά τους κινδύνους, δημιούργησαν την ψευδαίσθηση ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι ανθεκτικό. Αποτέλεσμα; Πανεπιστημιακοί, οικονομικοί αναλυτές και κορυφαία στελέχη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων και ο νέος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ, είχαν εστιάσει την προσοχή τους στον πληθωρισμό και στα ελλείμματα. Οπουδήποτε αλλού, δηλαδή, εκτός από την πηγή του προβλήματος.
Το πνεύμα των καιρών όμως βάραινε ακόμη περισσότερο. Πρέπει κανείς να έχει γερό στομάχι για να αποπειραθεί να χαλάσει ένα πάρτι στο οποίο πολύς κόσμος κερδίζει πολλά λεφτά επί πολλά χρόνια και κυρίως προσδοκά ότι θα κερδίσει ακόμη περισσότερα. Στην καλύτερη περίπτωση θα τον αγνοήσουν και στη χειρότερη θα τον χλευάσουν. Εν μέρει δικαιολογημένα. Οι Κασσάνδρες προοιωνίζονται κακά που χαλούν την ησυχία μας, κατά κανόνα δίχως να επαληθεύονται. Αλλωστε πολλές ατεκμηρίωτες προβλέψεις που επαληθεύτηκαν αντιμετωπίστηκαν ως συμπτωματικές. Τούτων δοθέντων, οι περισσότεροι φροντίζουν να ταυτιστούν, πιθανόν αυτολογοκρινόμενοι, με τη δεσπόζουσα άποψη, ιδίως όταν οι αναλύσεις τους ενδέχεται να βλάψουν την καριέρα τους. Διότι, όπως παρατήρησε και ο Κέινς: «Η σοφία, παγκοσμίως, διδάσκει ότι για τη φήμη είναι καλύτερα να αποτύχει κανείς συμβατικά παρά να πετύχει αντισυμβατικά» («Γενική Θεωρία», κεφ. 12).
Αυτό το φιάσκο των οικονομολόγων ίσως μετριάσει κάπως την αλαζονεία όσων εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η οικονομική επιστήμη έχει ένα μαγικό ραβδάκι για κάθε πρόβλημα. Οταν, μάλιστα, ο «μαέστρος» Αλαν Γκρίνσπαν ομολογεί ότι «έσφαλλε» πιστεύοντας επί δεκαετίες στην αυτορρύθμιση των ελεύθερων αγορών και όταν ο Χένρι Πόλσον, ο κορυφαίος των κορυφαίων της Γουόλ Στριτ, αλλάζει γνώμη κάθε εβδομάδα προκειμένου να διαχειριστεί την κρίση, το συμπέρασμα είναι ότι λίγη σεμνότητα δεν βλάπτει.
Λίγη σεμνότητα, πολύ πραγματισμό και έναν συνετό βολονταρισμό χρειαζόμαστε σήμερα. Είμαστε ήδη μπουχτισμένοι από τον φονταμενταλισμό των αγορών για να τον αντικαταστήσουμε με έναν φονταμενταλισμό του κράτους. Προπαντός χρειαζόμαστε «έναν τολμηρό, επίμονο πειραματισμό. Κοινή λογική είναι να πάρετε μια μέθοδο και να τη δοκιμάσετε: Αν αποτύχει, αποδεχθείτε το ειλικρινά και δοκιμάστε άλλη. Μα πάνω απ΄ όλα δοκιμάστε κάτι» (Φ. Ρούζβελτ). Οσο για τις οικονομικές προβλέψεις, αφήστε το. Λέγεται ότι είναι δύσκολες, ιδίως όταν αφορούν το μέλλον…
Ο κ. Κ. Π. Αναγνωστόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.