O Μπαράκ Ομπάμα έχει δίκαιο. «Είναι σημαντικό να οικοδομήσουμε από το μηδέν τις σχέσεις μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας» δήλωσε ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ την Κυριακή 7 Δεκεμβρίου στο κανάλι ΝΒC. Στις ημέρες μας αυτές οι σχέσεις τελούν υπό κατάρρευση. Παρ΄ ότι δεν έχουν καταρρεύσει οι δίαυλοι επικοινωνίας, οι ειδικοί σημειώνουν ότι οι τομείς διαπραγμάτευσης είναι περισσότερο περιορισμένοι και οι επαφές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων λιγότερες από ό,τι ήταν κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.

Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Με τα όχι πάντοτε καλόγουστα αστεία του, ο Μπορίς Γέλτσιν είχε το χάρισμα να κάνει τον Μπιλ Κλίντον να γελάει. Οι ΗΠΑ και η Νέα Ρωσία είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν δεσμούς, να εγκαθιδρύσουν κοινούς θεσμούς- θυμηθείτε την επιτροπή στην οποία ήταν συμπρόεδροι ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορκαι ο ρώσος πρωθυπουργός Βίκτορ Τσερνομίρντιν. Και αυτό παρά τις διαφωνίες οι οποίες κλιμακώθηκαν μεν με τον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο, αλλά κατέληξαν στη δημιουργία του Συμβουλίου ΝΑΤΟ- Ρωσίας.

Οι αρχικές επαφές μεταξύ των Τζορτζ Μπους και Βλαντίμιρ Πούτιν ήταν και εκείνες καλές. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησής τους την άνοιξη του 2001 στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας, ο αμερικανός πρόεδρος είπε ότι έμεινε έκθαμβος «βλέποντας την ψυχή» του ρώσου ομολόγου του, όταν τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου τον ίδιο χρόνο, οι δύο άνδρες είχαν προσεγγίσει ο ένας τον άλλο, ενώνοντας τις δυνάμεις τους στη μάχη κατά της διεθνούς τρομοκρατίας. Για την επιδείνωση που ακολούθησε φέρουν και οι δύο πλευρές μερίδιο ευθύνης. Στηριζόμενοι στις αλλαγές που μεσολάβησαν στον κόσμο μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, οι νεοσυντηρητικοί Αμερικανοί αμφισβήτησαν εκ νέου τις συμφωνίες που χρονολογούνταν από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, τις οποίες πάντοτε αντιμάχονταν, και κυρίως τη Συνθήκη ΑΒΜ του 1972 για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους.

Η εγκατάσταση στοιχείων αντιπυραυλικής ασπίδας στην Πολωνία και στη Δημοκρατία της Τσεχίας αποτελεί συνέχεια αυτής της πολιτικής. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ με την ένταξη πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών αποτέλεσε άλλο μήλον της Εριδος.

Η Ρωσία χρησιμοποίησε αυτό το πρόσχημα στην προσπάθειά της να αναδημιουργήσει γύρω της μια ζώνη επιρροής, η οποία εθίγη από τις «έγχρωμες επαναστάσεις» στη Γεωργία και στην Ουκρανία. Αφότου υπήρξε, κατά την πρώτη μετακομμουνιστική εποχή, εταίρος των Δυτικών, η Ρωσία στοιχημάτισε εκ νέου σε μια αντιπαλότητα που της προσέδιδε ξανά το αίσθημα της μεγάλης δύναμης.

Ούτε επιστροφή στην ευφορία της δεκαετίας του 1990 ούτε συνέχεια στον Ψυχρό Πόλεμο: ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα θα πρέπει ο Ομπάμα να ορίσει την πολιτική του ως προς τη Ρωσία. Προς το παρόν αρκείται σε γενικότητες. Θέλει να συνεργαστεί με το Κρεμλίνο «όπου αυτό είναι δυνατόν» (στο ζήτημα της μείωσης των πυρηνικών και της πάταξης της τρομοκρατίας) και να το προειδοποιήσει να μην εκφοβίζει τους γείτονές του. Καλά είναι όλα αυτά, αλλά μπορεί ο Ομπάμα να προχωρήσει σε κινήσεις για να δείξει τη βούλησή του να αρχίσει εκ νέου διάλογος;

Ορισμένοι στις ΗΠΑ έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι καλό θα ήταν να επιβραδυνθεί η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, ίσως για να μην εμπλακούν σε μια διαμάχη λόγω της αλληλεγγύης σε πρόσωπα, όπως ο γεωργιανός πρόεδρος. Οι ίδιοι προσθέτουν ότι το σχέδιο της αντιπυραυλικής ασπίδας στην Ευρώπη θα μπορούσε «να επανεξεταστεί».

Ο Βλαντίμιρ Πούτιν, ωστόσο, δεν θα έπρεπε να τρέφει αυταπάτες για έναν αμερικανό πρόεδρο ο οποίος μοιάζει να είναι ελάχιστα έμπειρος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Το 1961, ο Νικίτα Χρουστσόφ προσπάθησε να εντυπωσιάσει τον Τζον Κένεντι δηλώνοντάς του στην πρώτη συνάντησή τους στη Βιέννη, το 1961: «Αυτά που είναι δικά μας είναι δικά μας,αυτά που είναι δικά σας είναι διαπραγματεύσιμα» . Τον επόμενο χρόνο, ο νεαρός αμερικανός πρόεδρος ανάγκαζε την ΕΣΣΔ να οπισθοχωρήσει στην Κούβα.