Oι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στην υψηλή εγχώρια ζήτηση την οποία συντηρούσε η ραγδαία πιστωτική ανάπτυξη. Εξαιτίας όμως της πιστωτικής κρίσης οι τράπεζες έχουν κλείσει τη στρόφιγγα των δανείων προς τα νοικοκυριά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Οκτώβριο οι τράπεζες χορήγησαν συνολικά στεγαστικά δάνεια ύψους 837 εκατ. ευρώ έναντι 1.047 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο και 1.218 εκατ. ευρώ πριν από έναν χρόνο, τον Οκτώβριο του 2007. Δηλαδή, μέσα σε έναν χρόνο τα στεγαστικά που χορήγησαν οι τράπεζες μειώθηκαν κατά 31,3%. Ταυτόχρονα οι τράπεζες χορήγησαν τον Οκτώβριο καταναλωτικά δάνεια συνολικού ύψους 710 εκατ. ευρώ έναντι 815 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2008 και 927 εκατ. ευρώ τον Οκτώβριο του 2007. Η μείωση των καταναλωτικών δανείων μέσα σε έναν χρόνο είναι της τάξεως του 23,4%.

Η υποχώρηση των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων που χορηγούν οι τράπεζες έχει ήδη επιπτώσεις στον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας. Σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις, κατά το 2009 το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2% περίπου από 3% περίπου που ήταν η αντίστοιχη εκτίμηση πριν από έξι μήνες. Η νέα εκτίμηση προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης για το 2009 θα κινηθεί στην περιοχή του 10%, όπως προβλέπεται στο κυβερνητικό πακέτο στήριξης της οικονομίας και των τραπεζών, ύψους 28 δισ. ευρώ. Ως ένας από τους βασικούς λόγους επιβράδυνσης του ΑΕΠ αναφέρεται και η χαμηλή οικοδομική δραστηριότητα, η οποία υπολογίζεται ότι συνεισφέρει περίπου 10%-12% στη διαμόρφωση του συγκεκριμένου δείκτη.

Είναι λοιπόν απαραίτητο για την οικονομία να συντηρηθεί η ζήτηση για ακίνητα. Αυτό όμως δεν θα εξαρτηθεί μόνο από το πακέτο των 28 δισ. ευρώ. Διότι η εκρηκτική άνοδος της στεγαστικής πίστης και της αγοράς κατοικιών που κατεγράφη την τελευταία πενταετία δεν οφείλεται μόνο στην ύπαρξη υψηλής ρευστότητας. Οφείλεται πρωτίστως στα πολύ χαμηλά επιτόκια και στην αισιοδοξία των νοικοκυριών ότι τα οικονομικά τους θα βελτιωθούν τα επόμενα χρόνια. Σήμερα όμως η ψυχολογία έχει αλλάξει. Τα νοικοκυριά δεν αισθάνονται την ίδια ασφάλεια για την εργασία τους και τα εισοδήματά τους, εξέλιξη που τους κάνει διστακτικούς σε ανοίγματα. Την ίδια ώρα οι τράπεζες έχουν απολέσει έσοδα και κέρδη από αγοραπωλησίες μετοχών, ομολόγων και από άλλες πηγές, όπως η επενδυτική τραπεζική, που τους επέτρεπαν να «επιδοτούν» τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων. Ετσι σήμερα η μείωση των βασικών επιτοκίων του Εuribor αντισταθμίζεται από τα υψηλότερα περιθώρια με τα οποία επιβαρύνονται τα στεγαστικά.

Είναι λοιπόν πολύ πιθανόν το πακέτο των 28 δισ. ευρώ να μην αρκούν για να φρενάρουν την κάμψη της ζήτησης για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Η ψυχολογία και το κόστος είναι εξίσου σημαντικοί παράγοντες με τη ρευστότητα.

gpapai@dolnet.gr