Τον τελευταίο χρόνο απασχόλησε πολύ την κοινή γνώμη η συζήτηση για το Ασφαλιστικό, που όμως περιορίστηκε στις συντάξεις, αφήνοντας την ασφάλιση υγείας στο περιθώριο. Νομίζω ότι δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την παράμετρο αυτή και θα πρέπει να τη δούμε ως την «άλλη» απαραίτητη ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Οσα γράφονται στη συνέχεια αποτελούν προσωπικές απόψεις, ανεξάρτητες από πολιτική τοποθέτηση.
Στο προεκλογικό πρόγραμμα του κυβερνώντος κόμματος για την υγεία συναντά κανείς ήδη στην πρώτη σελίδα την εξαγγελία ότι «θα εξασφαλίζονται ίδιες δυνατότητες εύκολης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου για όλους τους πολίτες». Δύσκολο να διαφωνήσει κανείς με τέτοιο στόχο. Ωστόσο, χωρίς να είμαι ειδικός στις ασφαλίσεις και στα οικονομικά της υγείας, πιστεύω ότι βασική προϋπόθεση για την ισοτιμία πρόσβασης και την ομοιογένεια των παρεχομένων υπηρεσιών είναι η ενιαία και ισότιμη ασφάλιση υγείας, ως παροχή ανεξάρτητη από συντάξεις ή άλλα βοηθήματα. Στην Ελλάδα τα δύο είδη παροχών γενικά καλύπτονται από τα ίδια ταμεία. Αυτό είναι άτοπο διότι υπάρχει μια βασική φιλοσοφική διαφορά ανάμεσά τους. Ας τη δούμε με συντομία.
Η ανάγκη για φροντίδα υγείας (πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία νόσων) αρχίζει από τη γέννηση (ή και τη σύλληψη) του κάθε ανθρώπου και είναι ανεξάρτητη από την εργασία. Οι αρρώστιες είναι «δημοκράτισσες» και δεν κάνουν διακρίσεις ηλικιών, φύλων, τάξεων και επαγγελμάτων. Η γρίπη, το έμφραγμα, η αναπηρία και ο καρκίνος είναι ίδια για τον αγρότη και τον εφοπλιστή, τον ψηφοφόρο και τον πρωθυπουργό. Η διάγνωση και η θεραπεία τους απαιτούν τα ίδια μέσα και επιφορτίζουν εξίσου το σύστημα υγείας. Οπως πρέπει αντικειμενικά και ισότιμα να αντιμετωπίζονται από τον γιατρό, έτσι πρέπει να είναι ομοιόμορφη και η ασφαλιστική τους κάλυψη. Είναι αδιανόητο κάθε ταμείο να έχει διαφορετική νοσολογία και φαρμακολογία, όπως είναι αδιανόητο να υπάρχουν «άμεσα» και «έμμεσα» ασθενείς.
Από την άλλη, η υποχρέωση κράτους και εργοδοτών να προσφέρουν συντάξεις, επιδόματα, εφάπαξ και άλλα συναφή ευεργετήματα στοιχειοθετείται μόνο από τη στιγμή που κάποιος εντάσσεται στην αγορά εργασίας. Οι παροχές αυτές μπορεί να ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος της εργασίας και τις κρατήσεις που γίνονται για τον σκοπό αυτόν. Εδώ τα ταμεία μπορούν να διαφοροποιούν τις παροχές τους μέσα στο νόμιμο πλαίσιο. Με δυο λόγια, άλλο πράγμα είναι η φροντίδα υγείας και άλλο η σύνταξη. Η διασύνδεση της ασφάλισης υγείας με συντάξεις και άλλες κοινωνικές παροχές στην ελληνική πραγματικότητα «παντρεύει» ανόμοια πράγματα και δημιουργεί μια θεμελιώδη ανισότητα στην παρεχόμενη ιατρική περίθαλψη.
Πιστεύω πως είναι κοινωνικά ανεπίτρεπτο σε μια σύγχρονη πολιτεία να έχει πολίτες «πολλών ταχυτήτων» στην ασφάλιση υγείας. Σε αντιδιαστολή, το βρετανικό ΝΗS εξασφαλίζει την ισοτιμία των ασφαλισμένων και δεν αφήνει ακάλυπτο ούτε έναν από τα 60 εκατομμύρια κατοίκους της χώρας. Οσα άλλα τρωτά κι αν έχει, κανείς δεν μπορεί να το κατηγορήσει για μεροληψία. Αν μια παροχή (φάρμακο ή υπηρεσία) είναι διαθέσιμη, καθένας μπορεί να τη χρησιμοποιήσει θεμιτά και ισότιμα. Αν δεν διατίθεται (π.χ. για λόγους υπερβολικού κόστους ή αναπόδεικτης αποτελεσματικότητας), κανείς δεν μπορεί να την αποκτήσει, ούτε φανερά ούτε κρυφά. Στη διάρκεια πολλών ετών εργασίας μου στη Βρετανία ούτε μια φορά δεν με απασχόλησε το ερώτημα αν ένας ασθενής μου μπορούσε να πληρώσει το κόστος της ιατρικής φροντίδας, κάτι που αποτελεί καθημερινό πονοκέφαλο στην Ελλάδα. Βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία ενός τέτοιου φορέα είναι ο διαχωρισμός των πόρων υγείας από τους πόρους συντάξεων και άλλων παροχών. Οι κρατήσεις για ασφάλιση υγείας δεν μπορούν να δίνονται για εφάπαξ. Στο αγγλικό σύστημα γίνονται χωριστές κρατήσεις για σύνταξη και χωριστές για περίθαλψη. Οι τελευταίες διοχετεύονται στον προϋπολογισμό υγείας και εξαρτώνται από το εισόδημα του ασφαλισμένου. Αυτό δεν διαφοροποιεί τις παροχές υγείας προς τον κάθε ασθενή, ο οποίος αντιμετωπίζεται ισότιμα κατά την προσέλευσή του στον γιατρό ή το νοσοκομείο.
Το ιδεώδες επομένως είναι ένας ενιαίος ασφαλιστικός φορέας υγείας για κάθε κάτοικο της χώρας, μικρό και μεγάλο, εργαζόμενο και μη, Ελληνα και παρεπίδημο, που θα έχει ανεξάρτητη ειδική χρηματοδότηση, που δεν θα έχει σχέση με τα ποικιλώνυμα συνταξιοδοτικά ταμεία και που θα καλύπτει αποκλειστικά την ομοιόμορφη υγειονομική περίθαλψη. Η υιοθέτηση ενός τέτοιου συστήματος απαιτεί βούληση για βελτίωση, ευελιξία στη σκέψη και αποβολή των άκαμπτου δογματισμού των πολιτικών (επιτέλους, ας κάνουν και κάτι πραγματικά υπερκομματικό) και των λειτουργών του συστήματος, σωστή ενημέρωση όλων των εμπλεκομένων και διαφανείς διαδικασίες, ώστε να μη δημιουργείται πουθενά υπόνοια ότι «χάνονται κεκτημένα». Μόνο έτσι μπορεί να γίνει δεκτό με εμπιστοσύνη απ΄ όλους και να πετύχει τον σκοπό του.
Ο δρ Αντώνιος Παπαγιάννης είναι ΜRCΡ (UΚ), DipΡallΜed, FCCΡ Παθολόγος Πνευμονολόγος.