Πολλοί αναρωτιούνται αν υπάρχει διαδικασία να μας πετάξουν οι ευρωπαίοι εταίροι έξω από την ΟΝΕ, όπως έγραφε πριν από κάποιες εβδομάδες το περιοδικό «Εconomist». Η απάντηση είναι ότι διαδικασία δεν υπάρχει, άρα δεν μπορούν να μας διώξουν. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ουσιαστικά είμαστε ήδη εκτός ΟΝΕ. Επισήμως το νόμισμά μας είναι το ευρώ. Στην πράξη όμως δεν έχουμε αρκετά ευρώ για να συντηρήσουμε το επίπεδο ζωής μας. Και επειδή δεν έχουμε, δανειζόμαστε. Και επειδή οι δανειστές μας ανησυχούν, μας δανείζουν με πολύ υψηλότερο επιτόκιο από αυτό με το οποίο δανείζονται οι άλλοι Ευρωπαίοι. Το 2009 ο υπουργός Οικονομίας θα προσπαθήσει να δανειστεί περίπου 50 δισ. ευρώ κι εμείς θα πληρώσουμε το υψηλότερο επιτόκιο που έχει χρεωθεί ποτέ σε αυτό το νόμισμα για δάνειο εντός ΟΝΕ. Ουσιαστικά δανειζόμαστε όσο ακριβά δανείζεται μια χώρα που βρίσκεται εκτός ΟΝΕ.
Για την ακρίβεια, η ελληνική οικονομία βρίσκεται σήμερα σε σημείο ανάλογο με αυτό που είχε βρεθεί επί Οικουμενικής, όταν κοντά στα Χριστούγεννα του 1989 ο πρωθυπουργός Ξενοφών Ζολώτας αναγκάστηκε να πάρει το πρώτο- και με ιδιαιτέρως επαχθείς όρουςδάνειο σε ΕCU για να πληρώσει μισθούς, δώρα και τοκοχρεολύσια. Το ΕCU είχε επιτόκιο 7% κι εμείς δανειστήκαμε με 12%. Οπως ο ίδιος μου είχε πει τότε: «Δεν είχα άλλη επιλογή. Ή θα κρεμούσα μια ταμπέλα που θα έλεγε επτωχεύσαμεν ή θα έπαιρνα αυτό το δάνειο». Γιατί είχαμε φτάσει τότε σε αυτό το σημείο; «Διότι πρότεινα μια πολιτική στον Ανδρέα Παπανδρέου, συμφωνούσε, πήγαινα στον Μητσοτάκη και διαφωνούσε. Ξαναγυρνούσα στον Ανδρέα, βρίσκαμε κάποια κοινά σημεία με τον Μητσοτάκη, πήγαινα στον Χαρίλαο Φλωράκη, διαφωνούσε και με τους δύο. Ηταν αδύνατον να ασκηθεί οποιαδήποτε πολιτική».
Πώς φτάσαμε ξανά σήμερα σε αυτή την κατάσταση; Για τον ίδιο ακριβώς λόγο: Δεν ασκήθηκε καμία πολιτική. Αυτό που έκανε η κυβέρνηση όλα αυτά τα χρόνια ήταν να δανείζεται ολοένα περισσότερα χρήματα από το εξωτερικό για να καλύπτει τα δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή το έλλειμμα του Δημοσίου και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Το 1989 όμως η χώρα βρισκόταν σε βαθιά πολιτική κρίση και είχε γίνει η Οικουμενική για να υπάρχει τύποις μια κυβέρνηση. Λογικό ήταν να μην υπάρχει διοίκηση. Τώρα όμως, δικαιολογία δεν υπάρχει. Η κυβέρνηση Καραμανλή ήταν πανίσχυρη και είχε άνεση χρόνου και κοινωνική υποστήριξη για να κάνει κάτι. Δεν το έκανε. Τι έπρεπε να κάνει; Θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει ένα σύγχρονο αναπτυξιακό μοντέλο το οποίο να στηρίζεται στη μείωση της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς, στην αύξηση των επενδύσεων, στη βελτίωση της παιδείας και του κοινωνικού κράτους και στον περιορισμό της εξάρτησής μας από τα δάνεια των golden boys που τώρα μας «γδύνουν» με τα υψηλά επιτόκια. Στην κατάσταση επαιτείας στην οποία βρισκόμαστε, θα αναγκαστούμε να δεχθούμε όρους πολύ επαχθείς. Ακόμη και σήμερα, την τελευταία στιγμή, η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μιλάει για «διεθνείς συνωμοσίες κατά της Ελλάδας» και να προσπαθεί να μεταθέσει τις ευθύνες της στους ξένους κερδοσκόπους. Το ίδιο απλό επικοινωνιακό τρυκ χρησιμοποίησε όταν έκανε την «απογραφή της οικονομίας» (για να παρουσιάσει κακή την εικόνα της οικονομίας λόγω ΠαΣοΚ), όταν μίλησε για ασύμμετρη επίθεση (για να κρύψει την ανικανότητά της όταν καιγόταν η χώρα), αλλά και κάθε άλλη φορά που ήθελε να αποφύγει τις ευθύνες της. Το ίδιο όμως τρυκ δεν μπορεί να πιάνει πάντα, οι ευθύνες αυτές θα καταγραφούν και δυστυχώς θα μας βαραίνουν για πολλά χρόνια ακόμη.