Είναι πρωτοφανής ο τρόπος που μεταβιβάζεται η εξουσία στις ΗΠΑ. Συνήθως ο απερχόμενος πρόεδρος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της κατάστασης ώσπου να παραδώσει την εξουσία στον διάδοχό του, ο οποίος περίμενε υπομονετικά ως τις 20 Ιανουαρίου, ημέρα της επίσημης ανάληψης των καθηκόντων του. Αυτή τη φορά, όμως, υπό τη σκιά δύο συγκυριών, αφενός της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης και αφετέρου της ευρύτερα επικρατούσας άποψης ότι ο νέος πρόεδρος έχει ήδη ξεκινήσει τη θητεία του, τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά. Ο Μπους έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το προσκήνιο ή, για την ακρίβεια, αποσύρεται αργά αλλά σταθερά. Την ίδια στιγμή η πολιτική σκηνή στην Αμερική ζει στον ρυθμό των ανακοινώσεων τουΜπαράκ Ομπάμαπου επιλέγει τους υπουργούς και τους συνεργάτες του αφήνοντας προοδευτικά να διαφανεί το μέγεθος της προσπάθειας που θα πρέπει να καταβληθεί για τη συνολική ανάκαμψη της χώρας. Ετσι ο Ομπάμα, στον οποίο είχε καταλογιστεί ανετοιμότητα και απειρία, προσέφερε την πλέον περιζήτητη από το περιβάλλον του θέση στηΧίλαρι Κλίντον,σε αυτό δηλαδή το πρόσωπο από το οποίο προήλθαν κυρίως αυτές οι κατηγορίες. Το κάλεσμα στηνΚαρολάιν Κένεντι,πρώην εσωκομματική αντίπαλό του, αποτελεί υπόσχεση για την επιστροφή των ΗΠΑ σε μια διπλωματία δημιουργική και- αν αυτό καταστεί εφικτό- συνεπή μέσα σε ένα σκηνικό που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη αταξία. Για τον διορισμό της Χίλαρι χρειάστηκε να θυσιαστεί ο πρώην πρόεδρος Κλίντον, ο οποίος υποσχέθηκε να θέσει τις διεθνείς περιοδείες του στην υπηρεσία του Λευκού Οίκου και κυρίως να δώσει στη δημοσιότητα τον- ως τώρα απόρρητο – κατάλογο με τα ονόματα των μεγάλων δωρητών που χρηματοδοτούν αφενός το ομώνυμο Ιδρυμα και αφετέρου τις φιλανθρωπική του δράση. Και αυτό για να αποφευχθεί σύγκρουση συμφερόντων καθώς μεταξύ των δωρητών βρίσκονται τα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και το Μαρόκο. Τέλος καλό όλα καλά, λοιπόν, για την πρώην πρώτη κυρία των ΗΠΑ, η οποία, αφού ταπεινώθηκε παλαιότερα από τον σύζυγό της και αργότερα έχασε στο νήμα το χρίσμα των Δημοκρατικών, θα είναι στο εξής υπεύθυνη για την αποκατάσταση της υπόληψης των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.
Στο πλευρό της θα βρίσκεται ο υπουργός Αμυνας της απερχόμενης κυβέρνησηςΡόμπερτ Γκέιτς.
Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος από αυτή την επιλογή για να γίνει σε όλους αντιληπτό ότι ο πόλεμος στο Ιράκ και οι συνακόλουθες αποφάσεις δεν είναι έργο των Δημοκρατικών. Επιπλέον δε ότι για να απεμπλακούν οι ΗΠΑ από αυτόν θα χρειαστεί να αναδειχθεί εκ νέου μία από τις καλύτερες παραδόσεις της αμερικανικής πολιτικής, το πνεύμα της δικομματικής σύμπνοιας.
Τέλος, έγινε πολύς λόγος για τον διορισμό τουΜπιλ Ρίτσαρντσον στο υπουργείο Εμπορίου. Η απογοήτευση προήλθε εν μέρει από την κοινότητα των ισπανόφωνων που κατά τα δύο τρίτα ψήφισαν υπέρ του Ομπάμα και θα περίμεναν μια ακόμη καλύτερη κατανομή ρόλων. Και αυτό γιατί οι ψηφοφόροι του ως σήμερα κυβερνήτη του Νέου Μεξικού, ο οποίος είχε εκλεγεί με ποσοστό 70%, περιμένουν πολλά από αυτόν. Ωστόσο ας μην ξεχνάμε ότι ο Ρίτσαρντσον, ένας ακόμη άνθρωπος της εμπιστοσύνης τουΜπιλ Κλίντον,ανέλαβε αυτή τη φορά έναν τομέα ουδόλως ασήμαντο, αυτό του διεθνούς εμπορίου. Τομέας αναμφίβολα στρατηγικής σημασίας στην περίοδο κρίσης που διανύουμε καθώς η γραμμή που θα ακολουθήσουμε το αμέσως επόμενο διάστημα θα είναι είτε αυτή μιας ανοιχτής παγκόσμιας οικονομίας είτε εκείνη της επιστροφής στον προστατευτισμό (κάτι που θα αποβεί τελικά εις βάρος όλου του κόσμου).
Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ο Μπους προβαίνει σε εξομολογήσεις. Παραδέχεται τώρα ότι δεν ήταν «προετοιμασμένος» για τον πόλεμο. Παρά όμως το γεγονός ότι ασκεί κριτική στις υπηρεσίες πληροφοριών, τις μόνες ένοχες στα μάτια του διότι τον έκαναν να πιστέψει ότι υπήρχαν στο Ιράκ «όπλα μαζικής καταστροφής», δεν δηλώνει μετανοημένος για τον ίδιο τον πόλεμο.
Είτε πρόκειται για το εσωτερικό της χώρας είτε για την εξωτερική πολιτική, ο Ομπάμα δείχνει να βιάζεται να προχωρήσει σε δράση και αυτό είναι απολύτως θεμιτό. Διότι είναι βέβαιον ότι θα χρειαστεί χρόνος, πολύς χρόνος, για να επανορθώσει τις ζημιές της προεδρίας Μπους!
Ο κ. Ζαν-Μαρί Κολομπανί είναι ένας από τους εγκυρότερους ευρωπαίους δημοσιογράφους, πρώην διευθυντής της εφημερίδας «Le Μonde». Το τακτικό, ανά Κυριακή, άρθρο του είναι γραμμένο αποκλειστικά για «Το Βήμα».