Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη κρίση μετά το κραχ του 1929-31. Η μερική κρατικοποίηση προβληματικών τραπεζών και η παροχή κρατικών εγγυήσεων στον διατραπεζικό δανεισμό απέτρεψε την κατάρρευση. Παραμένει, όμως, το πρόβλημα της ύφεσης και της ανεργίας. Το ξεπέρασμα της κρίσης απαιτεί συντονισμένη στρατηγική για την ενίσχυση της παγκόσμιας ζήτησης και την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ηδη η Κίνα, η ΕΕ και οι ΗΠΑ προχωρούν σε μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα, ενώ στην πρόσφατη σύνοδο των G20 στην Ουάσιγκτον διαμορφώθηκε πλαίσιο νέων κανόνων λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η αποτελεσματικότητα αυτών των παρεμβάσεων θα επηρεάσει, σε μεγάλο βαθμό, την ένταση και τη διάρκεια της κρίσης.

Η χώρα μας αντιμετωπίζει την κρίση με το πλεονέκτημα της συμμετοχής στην ευρωζώνη. Χωρίς το ευρώ η Ελλάδα θα υπέφερε από συνεχείς υποτιμήσεις, εκτίναξη του πληθωρισμού και εξαιρετικά υψηλά επιτόκια. Υπάρχουν, όμως, αδυναμίες οι οποίες επιδεινώθηκαν σημαντικά από πράξεις και παραλείψεις της σημερινής κυβέρνησης. Η δήθεν απογραφή, η διόγκωση του δημόσιου χρέους και ο εκτροχιασμός του προϋπολογισμού προκάλεσαν απώλεια αξιοπιστίας, η οποία εκδηλώνεται στην εκτίναξη του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου.

Εξάλλου, η απουσία μεταρρυθμίσεων έχει εξασθενίσει την οικονομία. Η ώθηση που εξασφάλισε η ένταξη στην ΟΝΕ εξαντλείται. Ο ανταγωνισμός των χωρών χαμηλού εργατικού κόστους απειλεί την παραγωγική μας δομή, η οποία κυριαρχείται από παραδοσιακές δραστηριότητες έντασης εργασίας. Αν δεν ενισχυθεί δραστικά η ανταγωνιστικότητα, η Ελλάδα θα παραμείνει καθηλωμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης οι οποίοι συνεπάγονται υψηλή ανεργία και χαμηλά εισοδήματα. Η ανάκαμψη προϋποθέτει αλλαγές για τη δημιουργία σύγχρονης οικονομίας της γνώσης, στηριγμένης σε νέες τεχνολογίες και προηγμένα σχήματα οργάνωσης. Με τις σημερινές δομές η χώρα καταδικάζεται σε οικονομικό μαρασμό και κοινωνική εξαθλίωση.

Η κρίση, εκτός από απειλή, αποτελεί ευκαιρία για τομές και ανατροπές. Καθήκον της πολιτικής σήμερα είναι να αποτρέψει την κατάρρευση της οικονομίας στηρίζοντας παράλληλα τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες.

Η αύξηση των δαπανών και οι φορολογικές ελαφρύνσεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της κρίσης προσκρούουν στο τεράστιο δημόσιο χρέος και στο έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας. Θα μας θέσουν στο στόχαστρο της ΕΕ και των διεθνών αγορών, καθιστώντας δυσβάστακτο το κόστος του δημόσιου δανεισμού. Ο μόνος τρόπος να καταστεί εφικτή μια δέσμη ουσιαστικών δημοσιονομικών μέτρων είναι η προώθηση δομικών αλλαγών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Η έξοδος από την κρίση αποτελεί πρόκληση για το πολιτικό σύστημα. Χρειάζεται ολοκληρωμένο σχέδιο νέου αναπτυξιακού μοντέλου, καθώς και ευρύτατες κοινωνικές και πολιτικές συναινέσεις για την υλοποίησή του.

Ο κ. Ι. Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός Οικονομίας.