Αβεβαιότητα επικρατεί στη Μέση Ανατολή ύστερα από την ανακοίνωση του ισραηλινού πρωθυπουργού Εούντ Ολμερτ ότι θα αποχωρήσει από την πρωθυπουργία τον Σεπτέμβριο λόγω των κατηγοριών για διαφθορά που τον βαρύνουν. Η ειρηνευτική διαδικασία με τους Παλαιστινίους, που είχε πάρει τα πάνω της τελευταία χάρη στην απελευθέρωση κρατουμένων από τις ισραηλινές φυλακές και τη μείωση της βίας, αναμένεται ότι θα εισέλθει σε νέο τέλμα, ενώ κίνδυνο διατρέχει και το μεγαλύτερο επίτευγμα του κ. Ολμερτ ως πρωθυπουργού, το άνοιγμα προς τη Συρία. Εντός του κυβερνώντος κόμματος Καντίμα υπάρχουν δύο διεκδικητές της εξουσίας: η υπουργός Εξωτερικών Τζίπι Λίβνι και ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Σαούλ Μοφάζ. Οποιος από τους δύο κατακτήσει την ηγεσία του Καντίμα θα έχει ως πρώτο μέλημα να σχηματίσει κυβερνητικό συνασπισμό και ώσπου να το κατορθώσει ο κ. Ολμερτ θα παραμείνει υπηρεσιακός πρωθυπουργός. Εν τω μεταξύ υπάρχουν δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι πολλοί Ισραηλινοί θα προτιμούσαν για πρωθυπουργό τον αρχηγό του δεξιού Λικούντ και πρώην πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου, από τους μεγαλύτερους ιέρακες του Ισραήλ, ο οποίος ζητεί επίμονα πρόωρες εκλογές.


Από τους τρεις πιθανούς επόμενους πρωθυπουργούς της χώρας η κυρία Λίβνι είναι περισσότερο αφοσιωμένη στην ειρηνευτική διαδικασία με τους Παλαιστινίους. Είναι μάλιστα και επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας των Ισραηλινών. Πόσο περιθώριο όμως για αναγκαίες υποχωρήσεις και ελιγμούς μπορεί να διαθέτει αν παράλληλα είναι υποχρεωμένη να διεξαγάγει προεκλογική εκστρατεία; Οπως είναι διαμορφωμένη η πραγματικότητα στο Ισραήλ, δεν είναι δυνατόν να ζητεί να την ψηφίσουν και παράλληλα να διαπραγματεύεται τη διαίρεση της Ιερουσαλήμ.


Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι η κυρία Λίβνι είναι και κανένα περιστέρι της ειρήνης. Εκτός του ότι διαθέτει αντανακλαστικά ιέρακα όσον αφορά ιδίως το Ιράν, η δική της «κόκκινη γραμμή» με τους Παλαιστινίους είναι πως δεν δέχεται ούτε την επιστροφή των ελάχιστων παλαιστινίων προσφύγων στο Ισραήλ που προέβλεπαν οι συνομιλίες του Καμπ Ντέιβιντ το 2000. Οσο για τον κ. Νετανιάχου, ο οποίος είχε παραιτηθεί από την κυβέρνηση Σαρόν το 2005 λόγω της μονομερούς απόσυρσης των Ισραηλινών από τη Γάζα, αυτός αποκλείεται να κάνει πίσω ούτε στο ελάχιστο όσον αφορά το Ορος του Ναού της Ιερουσαλήμ, το «πιο εκρηκτικό τετραγωνικό χιλιόμετρο στον κόσμο», ενώ είναι πεπεισμένος ότι, αν παραδώσει έστω και ένα κομματάκι της Ιερουσαλήμ στους Παλαιστινίους, η πόλη «θα μετατραπεί σε Μέκκα της τρομοκρατίας».


Ο κ. Ολμερτ έχει καλλιεργήσει καλή προσωπική σχέση με τον παλαιστίνιο πρόεδρο Μαχμούντ Αμπάς και επιθυμία του θα ήταν να προχωρήσουν σε συμφωνία εντός του 2008, πράγμα που αποτελεί και επιθυμία της κυβέρνησης του Τζορτζ Μπους, η οποία μιλάει ακόμη και για Σεπτέμβριο. Στην πραγματικότητα όμως είναι πολύ απίθανο να επιτευχθεί μια τόσο σημαντική εξέλιξη ως το τέλος του έτους (πόσο μάλλον ως το τέλος του καλοκαιριού), και ας βιάζεται η αμερικανική κυβέρνηση να κλείσει το ζήτημα πριν από τη λήξη της θητείας της. Γι’ αυτό δεν αποκλείεται η νέα ισραηλινή κυβέρνηση που θα προκύψει να κληρονομήσει μια κατάσταση χειρότερη από τη σημερινή στο Παλαιστινιακό ύστερα από τους μήνες που οι ισραηλινοπαλαιστινιακές συνομιλίες θα βρίσκονται σε τέλμα λόγω της εσωτερικής ρευστότητας στο Ισραήλ.


Στο «μέτωπο» της Συρίας τα πράγματα είναι πιο ενθαρρυντικά. Το Ισραήλ διεξάγει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Δαμασκό με τη μεσολάβηση της Τουρκίας και, σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, αυτές βρίσκονται σε καλό δρόμο και δεν αποκλείεται να ξεκινήσουν απευθείας συνομιλίες τον Σεπτέμβριο. Και οι δύο πλευρές έχουν συμφέρον να ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις. Ο κ. Ολμερτ επιθυμεί να επιτύχει μια συμφωνία όσο το δυνατόν γρηγορότερα για να αφήσει κάτι πίσω του ως πρωθυπουργός, ενώ ο πρόεδρος της Συρίας Μπασάρ αλ Ασαντ έχει συμφέρον να ξεφύγει από το περιθώριο της διεθνούς κοινότητας προκειμένου να διατηρηθεί στην εξουσία, καθώς και να φροντίσει να σημειωθεί αρκετή πρόοδος στο θέμα ώστε η επόμενη αμερικανική κυβέρνηση να το θεωρήσει αδύνατον να μην αναμειχθεί για να διευκολύνει την κατάσταση. Η συμφωνία όμως θα εξαρτηθεί από την προθυμία των Ισραηλινών να αποσυρθούν τελείως από τα Υψώματα του Γκολάν, την προθυμία της Συρίας να περιορίσει τις σχέσεις της με το Ιράν και την προθυμία των ΗΠΑ να εγγυηθούν οικονομικά και στρατιωτικά την όποια λύση.


Αν αντιθέτως δεν σημειωθεί πρόοδος με τη Συρία και διαδεχθεί τον κ. Ολμερτ είτε ο κ. Μοφάζ είτε ο κ. Νετανιάχου, το θέμα θα παγώσει διότι κανένας από τους δύο δεν είναι θιασώτης τού «εδάφη αντί ειρήνης».


Η επίθεση στο Ιράν


Τα πράγματα είναι πολύ ευαίσθητα όσον αφορά το Ιράν, το οποίο το Ισραήλ θεωρεί τον υπ’ αριθμόν 1 εχθρό του και είναι πεπεισμένο πως η Τεχεράνη βρίσκεται πολύ κοντά στην κατασκευή πυρηνικής βόμβας. Ο κ. Σαούλ Μοφάζ εμφανίζεται σκληρότερος καθώς δήλωσε πρόσφατα πως, «αν το Ιράν συνεχίσει το πυρηνικό του πρόγραμμα, θα του επιτεθούμε». Πόσο πιθανή είναι μια τέτοια ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή; Ο πρώην πρεσβευτής της κυβέρνησης Μπους στον ΟΗΕ Τζον Μπόλτον θεωρεί ότι η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να εξαπολύσει επίθεση εναντίον του Ιράν αλλά πως το Ισραήλ ενδεχομένως να αποφασίσει να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο στο θέμα. Τυχόν ισραηλινή επίθεση, λέει, είναι πιθανότερο να πραγματοποιηθεί μετά τις αμερικανικές εκλογές στις 4 Νοεμβρίου και προτού αναλάβει τα καθήκοντά του ο νέος αμερικανός πρόεδρος στις 20 Ιανουαρίου.


ΤΖΙΠΙ ΛΙΒΝΙ Η «ξαναγεννημένη μετριοπαθής»


Ενας πρώην ιέρακας που έβαλε νερό στο κρασί του είναι η υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ και επικρατέστερη για να διαδεχθεί τον πρωθυπουργό Εούντ Ολμερτ στην κεφαλή του κόμματος Καντίμα και στην πρωθυπουργία. Κόρη δεξιών σιωνιστών αφοσιωμένων στην ιδέα του Μεγάλου Ισραήλ και βαθιά επηρεασμένη ιδεολογικά από αυτούς, εξήγησε ως εξής τη μεταστροφή της στους «New York Times»: «Οπως οι γονείς μου, πιστεύω ότι οι Ισραηλινοί έχουν δικαίωμα σε ολόκληρη τη γη του Ισραήλ. Αλλά ανατράφηκα επίσης με την ιδέα ότι πρέπει να διατηρηθεί το Ισραήλ ως πατρίδα του εβραϊκού λαού και να διαφυλαχθούν οι δημοκρατικές αξίες. Συνεπώς, αν πρέπει να διαλέξω ανάμεσα στα όνειρά μου και στην ανάγκη να ζω σε μια δημοκρατία, προτιμώ να παραχωρήσω μερικά εδάφη».


Αυτή τη στιγμή είναι η πιο δημοφιλής πολιτικός στο Ισραήλ, όχι μόνο επειδή θεωρείται η πιο τίμια ανάμεσα στους διεφθαρμένους συναδέλφους της αλλά και ακριβώς λόγω αυτής της ιδεολογικής μεταστροφής της, η οποία οφείλεται εν μέρει στο ότι συνειδητοποίησε πως το κράτος του Ισραήλ δεν θα μπορέσει να επιβιώσει μακροχρόνια αν δεν συνάψει ειρήνη με τους όλο και αυξανόμενους αριθμητικά Παλαιστινίους. Η δημοτικότητά της γίνεται ακόμη μεγαλύτερη από το γεγονός ότι τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης λατρεύουν τους δεξιούς που αλλαξοπιστούν, τους «ξαναγεννημένους μετριοπαθείς».


Η Τζιπόρα Μάλκα Λίβνι γεννήθηκε πριν από 50 χρόνια στο Τελ Αβίβ. Οι γονείς της ήταν ηγετικά μέλη της οργάνωσης Ετσέλ, που αγωνιζόταν εναντίον της βρετανικής κυριαρχίας στην Παλαιστίνη πριν από την ίδρυση του Ισραήλ το 1948 και την οποία χαρακτήριζαν «τρομοκρατική» οι Βρετανοί. Οπως πολλά άλλα παιδιά των παλαιών «παρανόμων», μεγάλωσε αισθανόμενη σχετικά περιθωριακή σε ένα Ισραήλ όπου κυριαρχούσε τότε η παλαιά αριστοκρατία του Εργατικού Κόμματος. Ως έφηβη στις αρχές της δεκαετίας του ’70, διαδήλωνε κατά της ειρηνευτικής πρωτοβουλίας του Κίσινγκερ και κατετάγη στον στρατό ως αυθεντικό παιδί της Δεξιάς (ο πατέρας της είχε εν τω μεταξύ εκλεγεί στην Κνεσέτ με το δεξιό Λικούντ).


Σε ηλικία 22 ετών στρατολογήθηκε στη Μοσάντ, την οποία όμως εγκατέλειψε λίγα χρόνια αργότερα για να παντρευτεί τον Ναφτάλι Σπίτσερ, ιδιοκτήτη διαφημιστικής εταιρείας σήμερα. Εχουν αποκτήσει δύο γιους, 19 και 17 ετών, τους οποίους η κυρία Λίβνι κρατάει επιμελώς μακριά από τη δημοσιότητα. Παράλληλα σπούδασε Νομικά και άσκησε τη δικηγορία και μόνο μετά τις ειρηνευτικές συμφωνίες του Οσλο αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική. Κατάφερε να εκλεγεί στην Κνεσέτ με το Λικούντ το 1999 και εκεί την ξεχώρισε ο πρώην πρωθυπουργός Αριέλ Σαρόν, ο οποίος υπήρξε ο κυριότερος πολιτικός μέντοράς της μετά τον πατέρα της. Η κυρία Λίβνι τον ακολούθησε όταν αποχώρησε από το Λικούντ και ίδρυσε το κόμμα Καντίμα οδηγώντας το αμέσως στην εξουσία και τοποθετώντας την ίδια στο υπουργείο Εξωτερικών το 2006.


Αν όλα της έρθουν «δεξιά», η κυρία Λίβνι θα είναι η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός του Ισραήλ μετά την Γκόλντα Μέιρ (η οποία επίσης είχε διατελέσει υπουργός Εξωτερικών). Οι δημοσκοπήσεις της δίνουν ελαφρύ προβάδισμα έναντι του έτερου διεκδικητή της προεδρίας του Καντίμα και αναπληρωτή πρωθυπουργού Σαούλ Μοφάζ, με τον οποίο θα κονταροχτυπηθεί στο συνέδριο του κόμματος στις 17 Σεπτεμβρίου. Ισως όμως χάσει αν στα μέλη του κόμματος μετρήσει – όπως συμβαίνει συχνά στο Ισραήλ – η στρατιωτική εμπειρία του κ. Μοφάζ ως πρώην στρατηγού. Επίσης, σύμφωνα με ορισμένες δημοσκοπήσεις, ένα Καντίμα με την ίδια στο τιμόνι θα κέρδιζε – αν και μόλις – το Λικούντ του Βενιαμίν Νετανιάχου στις γενικές εκλογές.


Η κυρία Λίβνι είναι χαμηλών τόνων και απεχθάνεται τις κοσμικότητες. Οπως περιέγραψε τον εαυτό της μιλώντας στους «New York Times»: «προτιμώ τα τζιν από τα ταγέρ, τα αθλητικά παπούτσια από τα ψηλοτάκουνα, τις αγορές από τα εμπορικά κέντρα. Στο Παρίσι προτιμώ το Καρτιέ Λατέν από τα Ηλύσια Πεδία. Γενικώς απεχθάνομαι την επισημότητα. Οταν ήμουν μικρή, πήγα στο Σινά και δούλεψα γκαρσόνα».


ΒΕΝΙΑΜΙΝ ΝΕΤΑΝΙΑΧΟΥ Πολύ δεξιός για να χαθεί…


Ελάχιστοι από όσους έχουν συνεργαστεί με τον Βενιαμίν Ντετανιάχου ως πρωθυπουργό διατηρούν καλές αναμνήσεις από αυτόν. «Ποιος στον διάολο νομίζει ότι είναι, ποια είναι η γαμ… υπερδύναμη εδώ μέσα;» είχε ρωτήσει έξαλλος ο Μπιλ Κλίντον τους συμβούλους του αμέσως μετά την πρώτη συνάντησή του με τον νέο ισραηλινό ηγέτη. Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα «The Guardian», ένας πρώην διπλωμάτης τον περιγράφει ως «υπερόπτη και με υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό του» και υπενθυμίζει ότι είχε φερθεί ταπεινωτικά στον πρώην υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας Ρόμπιν Κουκ ύστερα από μια επίσκεψη στο σημείο όπου σχεδιαζόταν η ανέγερση ενός νέου εβραϊκού οικισμού στην παλαιστινιακή Ανατολική Ιερουσαλήμ.


Ο «Μπίμπι», όπως τον αποκαλούν φίλοι και εχθροί, είναι ένας από τους πιο δεξιούς και αμφιλεγόμενους ηγέτες στην ιστορία του Ισραήλ. Ο σημερινός αρχηγός του Λικούντ τοποθετείται δεξιότερα από τους προκατόχους του στην ηγεσία του κόμματος και εμμένει στην ανάγκη να διατηρηθούν όλοι οι εβραϊκοί οικισμοί «στην Ιουδαία και στη Σαμάρεια» (τα βιβλικά εβραϊκά ονόματα της Δυτικής Οχθης), θέση που θεωρείται εντελώς ασυμβίβαστη με τη δημιουργία ενός βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους.


Γεννήθηκε πριν από 59 χρόνια στο Τελ Αβίβ και σε ηλικία 14 ετών μετακόμισε στις ΗΠΑ με τους γονείς του. Μόλις τελείωσε το σχολείο επέστρεψε στο Ισραήλ για να υπηρετήσει στον στρατό και κατόπιν πίσω στις ΗΠΑ για να σπουδάσει στο Χάρβαρντ και στο ΜΙΤ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εντάχθηκε στο ισραηλινό υπουργείο Εξωτερικών και διορίστηκε στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον, όπου αναδείχθηκε σύντομα σε τηλεοπτική περσόνα που υπεράσπιζε τα συμφέροντα του Ισραήλ. Το 1984 ανέλαβε πρεσβευτής του Ισραήλ στον ΟΗΕ και τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε στη χώρα του, εξελέγη στην Κνεσέτ και ανέλαβε υφυπουργός Εξωτερικών.


Το 1996 έγινε ο νεότερος πρωθυπουργός στην ιστορία του Ισραήλ και ο πρώτος που είχε γεννηθεί μετά την ίδρυση του κράτους το 1948. Εναν χρόνο αργότερα δέχθηκε για τα μάτια του κόσμου να αποσυρθεί από την πόλη της Χεβρώνας στη Δυτική Οχθη (αν και στην πράξη ένας οικισμός φανατικών εβραίων εποίκων παραμένει ως σήμερα εκεί) αλλά γενικώς τον θεωρούσαν «ένα εμπόδιο στον δρόμο το οποίο έπρεπε να χειριστούμε ώσπου να έρθει ένας άλλος ισραηλινός πρωθυπουργός που θα αντιμετώπιζε πιο σοβαρά την ειρήνη» θυμάται σύμβουλος του προέδρου Κλίντον.


Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αποτελεί τη μονομανία του κ. Νετανιάχου αφότου σκοτώθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιόνι το 1976 ενώ ήταν επικεφαλής των ισραηλινών κομάντος που επιχείρησαν να απελευθερώσουν τους ισραηλινούς ομήρους στο αεροδρόμιο Εντεμπε της Ουγκάντας. Λέγεται μάλιστα ότι μόλις πληροφορήθηκε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σχολίασε ότι ήταν «καλό για το Ισραήλ». Κατά τη θητεία του στην πρωθυπουργία παραλίγο να μπλέξει πολύ άσχημα διεθνώς, όταν έστειλε πράκτορες της Μοσάντ σε μια (αποτυχημένη) απόπειρα δολοφονίας του ηγέτη της Χαμάς Χαλέντ Μεσάλ στο Αμμάν με τη μέθοδο της ένεσης με δηλητήριο στο αφτί. Ο βασιλιάς Χουσεΐν της Ιορδανίας απείλησε ότι θα εισέβαλλε στην ισραηλινή πρεσβεία αν ο κ. Νετανιάχου δεν παρέδιδε το αντίδοτο που θα έσωζε τη ζωή του παλαιστινίου ηγέτη.


Το 1999 έχασε τις εκλογές από το Εργατικό Κόμμα του Εούντ Μπαράκ και αποσύρθηκε προσωρινά από την πολιτική. Επέστρεψε το 2002 αναλαμβάνοντας το υπουργείο Εξωτερικών επί πρωθυπουργίας Αριέλ Σαρόν. Εναν χρόνο αργότερα αποχώρησε από την κυβέρνηση διαμαρτυρόμενος για τη μονομερή απόσυρση των Ισραηλινών από τη Γάζα την οποία είχε αποφασίσει ο κ. Σαρόν. Οταν αυτός αποχώρησε από το Λικούντ για να ιδρύσει το Καντίμα, ο κ. Νετανιάχου επέστρεψε στην ηγεσία του δεξιού κόμματος, το οποίο ήρθε τρίτο στις εκλογές πριν από δυόμισι χρόνια.


Σήμερα ζητεί πρόωρες εκλογές (αντί του 2010 που είναι να πραγματοποιηθούν κανονικά) και έχει μεγάλες πιθανότητες να τις κερδίσει αν, όπως προβλέπουν μερικοί αναλυτές, οι Ισραηλινοί θεωρήσουν, απογοητευμένοι, ότι εφόσον δεν θα υπάρξει ειρήνη, καλύτερα να ψηφίσουν έναν σκληρό ηγέτη.