ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ. Πρόγραμμα για τη δωρεάν παροχή φρέσκων φρούτων και λαχανικών στις καντίνες των σχολείων της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), με στόχο την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας, πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εurostat, οι έλληνες μαθητές είναι οι πιο τυχεροί, αφού η χώρα μας είναι πρώτη στους «27» στη διάθεση στην αγορά φρέσκων φρούτων και λαχανικών. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι τα προϊόντα αυτά καταναλώνονται κιόλας.

Αν εγκριθεί από το Ευρωκοινοβούλιο και από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών, το πρόγραμμα θα χρηματοδοτείται με ευρωπαϊκά κονδύλια ύψους 90 εκατ. ευρώ τον χρόνο, ποσό στο οποίο θα έχουν οικονομική συμμετοχή και οι κυβερνήσεις των χωρών της ΕΕ.

Στόχος είναι να αποκτήσουν τα παιδιά υγιεινές διατροφικές συνήθεις από νεαρή ηλικία.

Οπως προειδοποιεί η Επιτροπή, ο αριθμός των υπέρβαρων παιδιών σε όλη την ΕΕ έχει φθάσει σήμερα στα 22 εκατομμύρια. Από αυτά, περισσότερα από πέντε εκατομμύρια είναι παχύσαρκα. Ο αριθμός των υπέρβαρων παιδιών αναμένεται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, να αυξάνεται τα επόμενα χρόνια, κατά 400.000 άτομα σε ετήσια βάση. Εκτός από τη δωρεάν διανομή φρούτων και λαχανικών, οι χώρες της ΕΕ θα είναι υποχρεωμένες, βάσει του προγράμματος, να καταστρώσουν εθνική στρατηγική, με πρωτοβουλίες για την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) θεωρεί ότι η ημερήσια κατανάλωση φρούτων και λαχανικών πρέπει να φθάνει τα 400 γραμμάρια κατ΄ άτομο. Οι περισσότερες από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέχουν πολύ από αυτόν τον στόχο. Νωρίτερα εφέτος η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης έδωσε στη δημοσιότητα στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν τις διαφορές στη διαθεσιμότητα φρούτων και λαχανικών στην Ευρώπη των «27». Σύμφωνα με αυτά, για την περίοδο 2001-2007 οι βρετανοί καταναλωτές είχαν τη μικρότερη προσφορά φρέσκων φρούτων και λαχανικών στην αγορά τους. Πρώτοι με διαφορά, πολύ άνω του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ήταν οι Ελληνες.

Σημαντικές διακυμάνσεις εμφανίζει και η λιανική τιμή φρούτων και λαχανικών στις χώρες της ΕΕ. Το 2006 οι τιμές κυμαίνονταν στο ήμισυ του ευρωπαϊκού μέσου όρου στη Βουλγαρία, ενώ ήταν κατά ένα τρίτο υψηλότερες στην Ιρλανδία.