Την πιο πολυάριθμη ομάδα στην ελληνική ολυμπιακή αποστολή διέθετε ο υγρός στίβος (κολύμβηση, Εθνική πόλο ανδρών, Εθνική πόλο γυναικών, συγχρονισμένη κολύμβηση, καταδύσεις), γεγονός που επισημαινόταν μετ΄ επιτάσεως από την ηγεσία της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας Ελλάδας. Δυστυχώς όμως η αποστολή του υγρού στίβου προσέφερε και τις περισσότερες απογοητεύσεις. Από τα δύο μετάλλια της Αθήνας 2004 (χρυσό στις συγχρονισμένες καταδύσεις ανδρών και ασημένιο στο πόλο γυναικών) δεν κατάφερε να υπερασπισθεί κανένα ούτε βέβαια να συνεισφέρει στην ισχνή ελληνική συγκομιδή. Οι εθνικές ομάδες πόλο ανδρών και γυναικών παρουσιάστηκαν κατώτερες των περιστάσεων και δεν κατάφεραν να αγγίξουν καν την πρόκριση στη φάση των νοκ άουτ αγώνων για να διεκδικήσουν μία θέση στα ημιτελικά. Το φανερά βαρύ κλίμα στην Εθνική ανδρών- η δήλωση του τερματοφύλακα Νίκου Δεληγιάννη για τη «μαύρη καρδιά» του είχε καταντήσει η μόνιμη επωδός μετά τις ήττες της ομάδας και σταθερή… αξία στα μπλοκάκια των δημοσιογράφων- και η ανομοιογένεια μεταξύ παλιάς και νέας φρουράς στην Εθνική γυναικών βύθισαν τα δύο αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα σε θέσεις που θυμίζουν άλλες εποχές και απέχουν παρασάγγας από την τέταρτη που είχαν πάρει οι άνδρες και τη δεύτερη των γυναικών στην Αθήνα.

Η ελληνική κολύμβηση, που είχε παρουσιάσει δείγματα ανόδου στους Ολυμπιακούς της Αθήνας αλλά και στους διεθνείς αγώνες που ακολούθησαν, φάνηκε να μην έχει συνέλθει από τη βόμβα-ντόπινγκ του Γιάννη Δρυμωνάκου. Λίγους μήνες μετά την αποκάλυψη ότι ο πρώτος Ελληνας που κατέρριψε ευρωπαϊκό ρεκόρ στην κολύμβηση (200 μ. πεταλούδα) ήταν ντοπαρισμένος με την… αγαπημένη μεθυλτριενολόνη, οι συνάδελφοί του εξαφανίστηκαν στο πανηγύρι των παγκοσμίων ρεκόρ που στήθηκε στον «υδάτινο κύβο» του Πεκίνου. Ενώ στην «Αθήνα 2004» η ελληνική κολύμβηση είχε έξι συμμετοχές στους τελικούς, στο Πεκίνο ούτε ένας κολυμβητής δεν κατάφερε να βρεθεί μέσα στους οκτώ πρώτους, ούτε καν μέσα στους «16», αφού δεν υπήρχε ελληνική παρουσία ούτε στους ημιτελικούς. Ού τε καν ο Αρης Γρηγοριάδης, δεύτερος στα 100 μ. ύπτιο στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2008 στο Αϊντχόφεν. Η ελληνική κολύμβηση επέστρεψε τουλάχιστον οκτώ χρόνια πίσω, στο Σίδνεϊ 2000, όπου και τότε δεν είχε καταφέρει να βάλει έναν εκπρόσωπό της σε ημιτελικό, και δείχνει αμήχανη μπροστά στην έκρηξη των επιδόσεων που σημειώθηκαν στο Πεκίνο και αντανακλούν μια γενικευμένη… επιτάχυνση στην παγκόσμια πισίνα.

«Δεν περιμέναμε τέτοια έκρηξη επιδόσεων στην παγκόσμια κολύμβηση.Κάτι τέτοιο δεν φαινόταν αφού ούτε στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Μελβούρνης το 2007 ούτε στο εφετινό Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα στο Αϊντχόφεν υπήρχε μια τέτοια δυναμική» ομολογεί ο αρχιπροπονητής κ. Χριστόδουλος Χούμας . Ετσι ακόμη και ο Σπύρος Γιαννιώτης, ο οποίος συνέτριψε το πανελλήνιο ρεκόρ στα 1.500 μ. ελεύθερο κατά περίπου 10 δευτερόλεπτα και έγινε ο πρώτος Ελληνας που κολύμπησε τον μαραθώνιο της πισίνας σε χρόνο μικρότερο από 15 λεπτά (14.53.22), δεν κατάφερε να μπει στον τελικό, ενώ το 2004 στην Αθήνα ήταν 5ος κολυμπώντας την απόσταση σε 15.03.87. Ο ίδιος ο έλληνας πρωταθλητής δεν μπορούσε να το χωνέψει, ενώ ο κ. Χούμας χαρακτήρισε αδικία αυτή την εξέλιξη.

Στις καταδύσεις η ελληνική παρουσία χάθηκε στα προκριματικά, ενώ στη συγχρονισμένη κολύμβηση η 10η θέση στο ντουέτο μόνο ως επιτυχία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί.

Στο περιθώριο της πισίνας όμως ακούγονταν και άλλες εξηγήσεις για το ναυάγιο, όπως ότι «με τον ντόρο που έγινε για το ντόπινγκ τα παιδιά δεν μπορούσαν να πάρουν ούτε βιταμίνες και παρουσιάστηκαν χωρίς δυνάμεις» . Ασχέτως της βασιμότητας τέτοιων δικαιολογιών, το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι το «μπουμ» του 2004 δεν είχε συνέχεια για τον ελληνικό υγρό στίβο και αποκαλύφθηκε ότι υπάρχει πρόβλημα διαχείρισης και ανάδειξης ταλέντων από μια μεγάλη δεξαμενή, αφού ειδικά η κολύμβηση είναι ένα από τα πιο μαζικά αθλήματα στην Ελλάδα. Η υστέρηση όμως από τις σύγχρονες εξελίξεις- την τελευταία στιγμή κάποιοι έλληνες κολυμβητές προσπαθούσαν να προμηθευθούν τα νέα «μαγικά» μαγιό- και τα χρόνια προβλήματα οργάνωσης που ταλανίζουν τον χώρο θέτουν πάλι επί τάπητος βασικά ερωτήματα τα οποία δεν έχουν απαντηθεί.