«Δικαιοσύνη δεν είναι η “Ζαχοπουλιάδα” και οι μίζες της Siemens,είναι αυτό που κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες και ονομάζεται αρνησιδικία» κατήγγειλαν οι δικηγόροι στην ολομέλεια των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, η οποία συνήλθε το Σαββατοκύριακο στην Καλαμάτα. Ασκώντας δριμύτατη κριτική στην κυβέρνηση για τα προβλήματα και τα κενά της Δικαιοσύνης στη χώρα τα οποία πληρώνουν οι πολίτες που βρίσκονται στις δικαστικές αίθουσες, οι δικηγόροι παρουσία προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας και των προέδρων όλων των δικαστικών Ενώσεων σημείωσαν ότι « η πολιτεία έχει υποβαθμίσει τον θεσμό της Δικαιοσύνης και η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο, ενώ ο πολίτης στενάζει στα δικαστήρια».
Οι πρόεδροι των δικηγορικών συλλόγων σημείωσαν ότι οι καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων έχουν φθάσει πλέον σε επίπεδο αρνησιδικίας, ενώ οι άξιοι δικαστές, παρά τις μισθολογικές αυξήσεις, αναζητούν λύσεις για να φύγουν από το δικαστικό σώμα. Την ίδια ώρα «οι τροπολογίες της τελευταίας στιγμής στα νομοσχέδια οδηγούν σε πλήρη ατιμωρησία και εκθέτουν ανεπανόρθωτα τη Δικαιοσύνη» κατήγγειλαν οι δικηγόροι. Και ενώ συμβαίνουν αυτά, η επιθεώρηση των δικαστηρίων και των δικαστών έχει « μείνει στα χαρτιά » και, όπως αναφέρουν αρκετοί, αυτή η αβελτηρία μπορεί να αργά ή γρήγορα να οδηγήσει τον νομικό κόσμο μπροστά σε νέο παραδικαστικό κύκλωμα.
Κατά την ολομέλεια αποφασίστηκε ακόμη οι δικηγορικοί σύλλογοι να προσφύγουν στα δικαστήρια διεκδικώντας την ακύρωση ως αντισυνταγματικής και παράνομης της εφαρμογής της κυβερνητικής απόφασης για διπλασιασμό του ποσού εξαγοράς ποινών, όπως έχει ήδη γνωμοδοτήσει ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Α.Ζύγουρας, ο οποίος έκρινε ότι η αύξηση του ποσού είναι αντίθετη στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στις συνταγματικές επιταγές.
« Εκτρωμα » χαρακτηρίστηκε και το νομοσχέδιο με το οποίο επικυρώνεται κοινοτική οδηγία για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, διότι «μετατρέπει σε χαφιέδες τους δικηγόρους» και «θίγει βάναυσα το επαγγελματικό απόρρητο και το καθήκον πίστης προς τον πελάτη», αφού τους υποχρεώνει να «αναφέρουν» κάθε περίπτωση πελάτη τους που εμπλέκεται σε υπόθεση ξεπλύματος «βρώμικου» χρήματος.