Στο πρώτο αυτής της σειράς των άρθρων του, ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είχε επισημάνει τέσσερα σημεία τα οποία αποτελούν την πρότασή του για οικονομική αναβάθμιση και ενίσχυση της παραγωγικότητας στη χώρα μας. Συγκεκριμένα είχε προτείνει: Πρώτον, την αναβάθμιση ορισμένων ΤΕΙ και τμημάτων ΑΕΙ σε σχολές προηγμένης επαγγελματικής εκπαίδευσης σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και με κατοχυρωμένη την ακαδημαϊκή αυτονομία τους. Δεύτερον, την ανάδειξη δύο ερευνητικών ιδρυμάτων σε τεχνολογικά κέντρα διεθνούς κύρους, με τη συμβολή και του ιδιωτικού τομέα, για τη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή. Τρίτον, τη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος με εκλογίκευση του συστήματος αδειοδοτήσεων. Τέταρτον, την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και την ενθάρρυνση της καινοτομίας. Ιδιαίτερα, πρέπει να τεθεί ο στόχος για τη δημιουργία 50 τεχνικών κέντρων (ένα ανά νομό) σε διάστημα ενός έτους και για την ενίσχυση των φορέων χρηματοδότησης καινοτομιών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.


Στο δεύτερο άρθρο του ο κ. Ι. Παπαντωνίου ασχολήθηκε με τη σχέση της δημόσιας διοίκησης με τους πολίτες, θέτοντας τρεις κεντρικούς στόχους οι οποίοι, σύμφωνα με την πρόταση αυτή, θα πρέπει να εξυπηρετούν την αναβάθμιση της σχέσης του κράτους με τον πολίτη, με τις τοπικές κοινωνίες και την περιφέριεα, επιλέγοντας ένα νέο σχήμα κρατικής λειτουργίας βασισμένο στην αξιολόγηση και στην αποτελεσματικότητα. Ιδιαίτερα τονίστηκε ότι οι προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις είναι κρίσιμες για την ικανότητα της χώρας να ανταποκριθεί στις σύγχρονες ανταγωνιστικές προκλήσεις και να εξασφαλίσει τα επίπεδα ευημερίας που προσδοκούν οι πολίτες.


«Το Βήμα» καλεί τους αναγνώστες του να διατυπώσουν και τις δικές τους απόψεις για τις μεταρρυθμίσεις οι οποίες αποτελούν το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα για τη χώρα μας.


Στα προηγούμενα άρθρα επιχειρήθηκε η καταγραφή πολιτικών για την ισχυροποίηση της οικονομίας και τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Κρίσιμη σημασία για τη διάχυση των ωφελειών από την ανάπτυξη έχει η εξασφάλιση ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην ευημερία.


Το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας οικοδομήθηκε στη διάρκεια του περασμένου αιώνα και απέκτησε περισσότερο ολοκληρωμένη δομή την προηγούμενη εικοσαετία. Οι κοινωνικές δαπάνες αυξήθηκαν ως ποσοστό του ΑΕΠ από 22,9% το 1996 σε 26,3% το 2003, σε σύγκριση με 28% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Οι συντάξεις όμως παραμένουν πολύ χαμηλές, οι υπηρεσίες υγείας υστερούν ποιοτικά, ενώ σε ποσοστό 20% οι συμπολίτες μας διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας.


Οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις αναζητούν διέξοδο για τα προβλήματα χρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους σε ιδιωτικοποιήσεις που αναιρούν τον δωρεάν χαρακτήρα της παροχής υπηρεσιών. Στη χώρα μας προχωρεί με ταχείς ρυθμούς μια λανθάνουσα ιδιωτικοποίηση. Οι παραοικονομικοί μηχανισμοί που έχουν στηθεί στο ΕΣΥ επιβαρύνουν, με το γνωστό «φακελάκι», τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Παράλληλα η ποιοτική υστέρηση των υπηρεσιών υγείας, όπως και της δημόσιας εκπαίδευσης, ενισχύει τα ιδιωτικά συστήματα. Ουσιαστικά οδηγούμαστε σε κοινωνικές υπηρεσίες δύο ταχυτήτων. Το δημόσιο σύστημα για τους οικονομικά αδυνάμους και τα ιδιωτικά συστήματα για τους οικονομικά ισχυροτέρους. Για τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα η εξέλιξη αυτή οδηγεί σταδιακά αλλά με βεβαιότητα σε πτώση του βιοτικού επιπέδου.


Η αναβάθμιση του κοινωνικού κράτους προϋποθέτει αύξηση της χρηματοδότησης και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Θα απαιτηθούν τα επόμενα χρόνια πρόσθετοι πόροι της τάξεως του 2% του ΑΕΠ για την υγεία και την πρόνοια, καθώς και ανάλογη πρόσθετη χρηματοδότηση για την παιδεία και την έρευνα. Με δεδομένο ότι η συνολική φορολογική επιβάρυνση δεν πρέπει να αυξηθεί, οι πρόσθετοι πόροι θα προκύψουν από την επίλυση του Ασφαλιστικού καθώς και μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της σπατάλης στον δημόσιο τομέα. Είναι εφικτές ουσιαστικές εξοικονομήσεις. Στη διάρκεια της θητείας μου στο υπουργείο Οικονομίας αυξήθηκε σημαντικά η απόδοση της φορολογίας με παράλληλη μείωση των συντελεστών και συνδέθηκαν, σε πιλοτική αρχικά βάση, οι δαπάνες με την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων.


Στον τομέα της πρόνοιας παρατηρούνται μεγάλες ελλείψεις. Βασικός λόγος για το υψηλό ποσοστό φτώχειας είναι ο διάσπαρτος χαρακτήρας των παρεχομένων επιδομάτων, που δίνουν έμφαση στα ανταποδοτικά επιδόματα κοινωνικής ασφάλισης σε βάρος των υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας αφήνοντας ακάλυπτους σημαντικούς θυλάκους ανέχειας.


Η καθιέρωση Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος μπορεί να προσφέρει στήριξη σε ομάδες όπως μακροχρόνια άνεργοι, εργαζόμενοι με σποραδική απασχόληση, αυτοαπασχολούμενοι σε δραστηριότητες χαμηλής απόδοσης, αγρότες σε εκμεταλλεύσεις χαμηλής απόδοσης, άτομα με ειδικές ανάγκες και αναπηρίες καθώς και οικογένειες χαμηλού εισοδήματος με πολλά παιδιά.


Παράλληλα πρέπει να ενισχυθούν τα προγράμματα κατάρτισης και διά βίου εκπαίδευσης. Η αντίληψη του Νέου Κοινωνικού Κράτους βασίζεται όχι μόνο στην αλληλεγγύη με όσους αποσύρονται από την αγορά εργασίας, ατυχούν ή δεν παρουσιάζονται καν σε αυτήν, αλλά και στην κάλυψη, εκπαίδευση και επανεκπαίδευση των νέων και των ήδη εργαζομένων, ώστε να διευρυνθεί το φάσμα των δυνατοτήτων τους. Σε αυτή την αντίληψη στηρίζονται και οι πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ για μια κοινωνική Λισαβόνα. Η στήριξη της γυναίκας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εργασιακή προοπτική και τις οικογενειακές της υποχρεώσεις, έχει πρωταρχική σημασία σε αυτό το πλαίσιο.


Στον τομέα της υγείας δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι το ΕΣΥ βρίσκεται στα πρόθυρα κατάρρευσης. Μεγάλες ελλείψεις σε παραϊατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, κομματισμός, φαινόμενα διαφθοράς, απουσία πρωτοβάθμιας περίθαλψης, έλλειψη διασύνδεσης με άλλους φορείς, όπως το ΙΚΑ, διαμορφώνουν αρνητική εικόνα που υπερκαλύπτει τα θετικά στοιχεία και, κυρίως, την υψηλή επιστημονική στάθμη της παρεχομένης περίθαλψης.


Η μεταρρύθμιση του ΕΣΥ θα πρέπει να κινηθεί στις ακόλουθες κατευθύνσεις:


1. Νέα συστήματα διοίκησης. Τα νοσοκομεία θα πρέπει να εξασφαλίσουν περισσότερους βαθμούς αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Να αποκτήσουν επαγγελματική διοίκηση, να εισαχθούν κίνητρα παραγωγικότητας καθώς και περισσότερο ευέλικτες μορφές απασχόλησης (όπως η μερική απασχόληση των ιατρών με επιπλέον αμοιβή που θα φορολογείται) και να εφαρμοστούν συστήματα συνεχιζόμενης εκπαίδευσης καθώς και διεξαγωγής κλινικής έρευνας.


2. Νέα δομή. Θα πρέπει να αναπτυχθεί δίκτυο πρωτοβάθμιας περίθαλψης, να ενοποιηθούν οι φορείς περίθαλψης και να διασυνδεθούν με το ΕΣΥ, και να εξασφαλιστεί συνεργασία με ιδιωτικούς φορείς, με αυστηρό έλεγχο της ποιότητας των παρεχομένων υπηρεσιών.


3. Εκσυγχρονισμός υποδομών. Είναι απαραίτητο να προχωρήσουν η μηχανογράφηση και η ηλεκτρονική διασύνδεση, η εφαρμογή ενιαίου ηλεκτρονικού ιατρικού φακέλου καθώς και ατομικής ηλεκτρονικής κάρτας υγείας (σε αντικατάσταση των βιβλιαρίων), και ο εκσυγχρονισμός του συστήματος προμηθειών.


4. Αξιολόγηση. Πρέπει να δημιουργηθεί Κεντρικό Συμβούλιο Υγείας που θα αξιολογεί το σύστημα και θα εισηγείται συμπληρώσεις και αλλαγές.


Εξάλλου πρέπει να ασκηθεί αποτελεσματικότερη εποπτεία του ιδιωτικού τομέα υγείας, ώστε να διασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού με το ΕΣΥ.


Ο κόσμος αλλάζει. Η παγκοσμιοποίηση έχει επιταχύνει τους ρυθμούς. Οι ανταγωνιστικές προκλήσεις δημιουργούν πίεση για πολιτικές ισχυροποίησης των οικονομιών. Παράλληλα η κοινωνική επιταγή για ίσες ευκαιρίες συμμετοχής στην ευημερία επιβάλλει μεγάλες αλλαγές στη λειτουργία των θεσμών και του κοινωνικού κράτους. Το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που προτείνω θα μπορούσε, αν υλοποιηθεί, να μετατρέψει την αγωνία για το μέλλον των πολιτών και ιδιαίτερα των νέων σε ελπίδα.


Ο κ. Ι. Παπαντωνίου είναι βουλευτής της Α΄ Αθηνών. Το άρθρο αυτό είναι το τρίτο (τελευταίο) για την ανάγκη πραγματικών μεταρρυθμίσεων.