Σε πρόσφατη επίσκεψή μου για σειρά διαλέξεων στις ΗΠΑ φίλος καθηγητής με ξενάγησε σε ένα από τα μεγαλύτερα τεχνολογικά εργαστήρια του Πανεπιστημίου ΜΙΤ. Κύριο ερευνητικό αντικείμενο ήταν ο ρηξικέλευθος πειραματισμός για παραγγελίες της αμερικανικής βιομηχανίας. Στην Αμερική έχει σημάνει συναγερμός για την ανταγωνιστικότητα. Η ταχεία εκβιομηχάνιση της Κίνας και της Ινδίας οδήγησε σε μεγάλη αύξηση της ερευνητικής προσπάθειας καθώς και των κονδυλίων που της αφιερώνονται.


Και η Ελλάδα; Είμαστε στις τελευταίες θέσεις στις δαπάνες για έρευνα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ θα απαιτηθούν 45 χρόνια για να συγκλίνουμε προς το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο στον τομέα της καινοτομίας.


Είναι φανερό ότι η συνέχιση αυτών των τάσεων οδηγεί σε σταδιακή απαξίωση της ελληνικής οικονομίας. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής βιομηχανικών προϊόντων χαμηλού κόστους εξασθενεί την παραγωγική μας βάση. Το κλείσιμο εργοστασίων οδηγεί σε μαζικές απολύσεις και αύξηση της ανεργίας. Ασκείται πίεση στους μισθούς και στα ημερομίσθια, με συνέπειες στο βιοτικό μας επίπεδο.


Ακόμη δεν αισθανόμαστε την απειλή. Η ένταξη στην ΟΝΕ, με τον χαμηλό πληθωρισμό, τα χαμηλά επιτόκια και την προστασία από υποτιμήσεις, έδωσε ισχυρή ώθηση – ισχυρότερη από αυτήν που προσωπικά είχα προβλέψει – στην οικονομία μας. Επιπλέον, υπάρχει η ευτυχής συγκυρία μιας ασυνήθιστα συγχρονισμένης παγκόσμιας ανάκαμψης, η οποία ευνοεί μικρές εξωστρεφείς οικονομίες όπως η δική μας.


Τα προβλήματα, όμως, όσο δεν αντιμετωπίζονται, διογκώνονται και, αργά ή γρήγορα, εκδικούνται όσους τα αγνοούν. Πρέπει να κινηθούμε αμέσως, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα της ευνοϊκής συγκυρίας σε αντίθεση με χώρες όπως η Φινλανδία, οι οποίες αναβάθμισαν το παραγωγικό μοντέλο τους σε συνθήκες κρίσης.


Σε κάθε πρόγραμμα δράσης, κρίσιμη σημασία έχει η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων. Πολλά πρέπει να γίνουν, αλλά δεν μπορούν να γίνουν όλα μαζί. Αυτό μας δίδαξε η εμπειρία της ΟΝΕ. Στο ξεκίνημα της προσπάθειας, το 1994-95, προείχε η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης στην οικονομική πολιτική και στο νόμισμα – τότε, τη δραχμή. Στη συνέχεια, η μείωση των ελλειμμάτων και του πληθωρισμού και στο τέλος, το 1998-99, οι διαρθρωτικές αλλαγές.


Το ζητούμενο, σήμερα, είναι η αλλαγή της δομής της ελληνικής οικονομίας. Χρειάζεται να κατακτήσουμε υψηλότερα επίπεδα τεχνολογίας και παραγωγικότητας για να αποφύγουμε τον ανταγωνισμό των χωρών χαμηλού εργατικού κόστους και να εξασφαλίσουμε νέες αγορές για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μας.


Η μετάβαση στην οικονομία της γνώσης συνδέεται με νέες επενδύσεις σε τομείς προηγμένης τεχνολογίας καθώς και σε υπηρεσίες με υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως ο χρηματοοικονομικός τομέας, η πληροφορική, ο πολιτισμός και ο τουρισμός. Πρέπει να υπάρχει εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο να είναι σε θέση να χειριστεί νέες τεχνολογίες και να προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, καθώς και ευνοϊκό θεσμικό περιβάλλον. Η αναποτελεσματικότητα, η γραφειοκρατία και, όπου υπάρχει, η διαφθορά αποτρέπουν τους επενδυτές. Προτιμούν άλλες χώρες, με υψηλότερο επίπεδο θεσμικής λειτουργίας.


Ο εκσυγχρονισμός της Παιδείας και των θεσμών αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την Ελλάδα, σήμερα. Στο πλαίσιο της συνολικής και, από τη φύση της, μακροχρόνιας αυτής προσπάθειας, πρέπει να ληφθούν ορισμένα μέτρα κατά απόλυτη προτεραιότητα:


1. Αναβάθμιση ορισμένων ΤΕΙ και Τμημάτων ΑΕΙ σε σχολές προηγμένης επαγγελματικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Κρίσιμη σημασία έχει η διοικητική και ακαδημαϊκή αυτονομία τους, ιδιαίτερα στις προσλήψεις και στην εξέλιξη του διδακτικού προσωπικού, στα προγράμματα σπουδών και στην πολιτική εισαγωγής φοιτητών, για τη διαμόρφωση συνθηκών συναγωνισμού και άμιλλας. Είναι εφικτή η δημιουργία τουλάχιστον δέκα σχολών σε διάστημα διετίας. Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθεί η διδασκαλία μαθημάτων θετικής και τεχνολογικής κατεύθυνσης στα σχολεία, καθώς επίσης και η διά βίου εκπαίδευση.


2. Ανάδειξη δύο ερευνητικών ιδρυμάτων σε τεχνολογικά κέντρα διεθνούς κύρους, με τη συμβολή και του ιδιωτικού τομέα, για τη σύνδεση της έρευνας με την παραγωγή. Πρέπει να διαμορφωθεί ιστός επιστημόνων και επιχειρηματικών στελεχών, προκειμένου να λειτουργήσουν ως μοχλός μετάβασης της γνώσης στην οικονομία, κατά το πρότυπο των Πόλεων Ανταγωνιστικότητας της Γαλλίας και των Επιστημονικών Πόλεων της Αγγλίας. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να καταβληθεί συντονισμένη προσπάθεια αύξησης της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης για έρευνα, σε συνδυασμό με τη θέσπιση ισχυρών οικονομικών κινήτρων.


3. Βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος. Πρέπει να εκλογικευθεί το σύστημα αδειοδοτήσεων και, γενικότερα, οι διοικητικές διαδικασίες, οι οποίες είναι εξαιρετικά χρονοβόρες και δαπανηρές. Απαιτείται, σε σύντομο χρονικό διάστημα, συνολική μελέτη του συστήματος αδειοδοτήσεων, αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία, και, στη συνέχεια, νομοθετική παρέμβαση με άμεση εφαρμογή.


4. Ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και ενθάρρυνση της καινοτομίας. Οι ιδέες για καινοτομία δημιουργούνται από διάφορες πηγές, όπως οι δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, η παρακολούθηση των τάσεων της αγοράς και η συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς μεταφοράς τεχνολογίας. Η διάχυση νέων τεχνολογιών στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες κυριαρχούν στην οικονομία μας, προϋποθέτει εξειδικευμένους φορείς για την παροχή υπηρεσιών έρευνας, τεχνολογικής βοήθειας, ελέγχων και εκπαίδευσης. Πρέπει να τεθεί ως στόχος η δημιουργία 50 τεχνικών κέντρων (ένα ανά νομό) σε διάστημα ενός έτους. Παράλληλα, πρέπει να ενισχυθούν οι φορείς χρηματοδότησης καινοτομιών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.


Τα μέτρα αυτά είναι επείγοντα και σημαντικά. Η υλοποίησή τους, στη διάρκεια της πρώτης διετίας της επόμενης Βουλής, μπορεί να δώσει, στο πλαίσιο της συνολικής προσπάθειας θεσμικού εκσυγχρονισμού, ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη και στην απασχόληση.


Ο κ. Ι. Παπαντωνίου είναι βουλευτής της Α΄ Αθηνών. Το άρθρο αυτό είναι το πρώτο από τρία για την ανάγκη πραγματικών μεταρρυθμίσεων.