Με τον φόβο της φτώχειας ζουν οι περισσότεροι Ελληνες. Οι εικόνες μιας οικογένειας η οποία στερείται τα βασικά της επιβίωσης και κατοικεί σε κάποιο ανήλιαγο υπόγειο ή ενός ρακένδυτου άστεγου που ψάχνει για τροφή στα σκουπίδια στοιχειώνουν τη συνείδηση των πολιτών. Η σημερινή Ημέρα Κατά της Φτώχειας φέρνει για ακόμη μία φορά στην επιφάνεια τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα μεγάλο αλλά σιωπηρό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο έχει καταδικασθεί να ζει στο περιθώριο χωρίς ελπίδα και προοπτικές για το μέλλον. Αν και οι περισσότεροι Ελληνες δεν ζουν σε συνθήκες φτώχειας, η πλειονότητά τους τη φοβάται.

Σύμφωνα με έρευνα της Κάπα Research, ευρήματα της οποίας δημοσιεύει σήμερα «Το Βήμα», έξι στους δέκα Ελληνες (59,6%) φοβούνται ότι μπορεί να πέσουν στη φτώχεια. Επτά στους δέκα (71,8%) παράλληλα δηλώνουν ότι στη διάρκεια της ζωής του καθένας μπορεί να πέσει σε κατάσταση φτώχειας. Ενδεικτικό του φόβου που διακατέχει τους πολίτες είναι ότι οι περισσότεροι (49,6%) θεωρούν ότι οι φτωχοί βρέθηκαν σε αυτή την κατάσταση «ύστερα από κάποιο σοβαρό πρόβλημα που αντιμετώπισαν (στην υγεία, στην εργασία)». Το 33,3% απαντά ότι οι άνθρωποι αυτοί «ήταν πάντοτε φτωχοί».

Στο ερώτημα «γιατί υπάρχουν φτωχοί;» το 34,3% των συμμετεχόντων απαντά ότι είναι αναπόφευκτο όπως εξελίσσεται ο σύγχρονος κόσμος. Το 34,2% αποδίδει την ύπαρξη φτωχών στη «μεγάλη αδικία στην κοινωνία μας». Απαισιόδοξοι είναι οι συμμετέχοντες στην έρευνα σχετικά με το χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων. Το 68,4% πιστεύει ότι θα αυξηθεί η διαφορά, ενώ μόλις το 9,3% θεωροεί ότι θα μειωθεί.

Στο ερώτημα «για ποιον λόγο υπάρχουν άνθρωποι σε ηλικία που μπορούν να εργάζονται και ζουν σε συνθήκες φτώχειας;» το 37,6% θεωρεί ότι υπάρχει «μεγάλη αδικία στην κοινωνία μας». Ο ένας στους τέσσερις (25,6%) θεωρεί ότι οι ίδιοι δεν θέλουν ή δεν προσπαθούν αρκετά, ενώ το 21% απαντά ότι οι φτωχοί είναι ένα αναπόφευκτο κομμάτι της σύγχρονης προόδου. Η συντριπτική πλειονότητα των ερωτωμένων (92,4%) θεωρεί ότι την ευθύνη καταπολέμησης της φτώχειας πρέπει να αναλάβει το κράτος. Στις απαντήσεις ακολουθούν οι δήμοι και οι νομαρχίες (65,1%), τα πολιτικά κόμματα (26%), η Εκκλησία (12,3%), οι πολίτες (8,2%), οι επιχειρήσεις (8%), οι ίδιοι οι φτωχοί (4,1%), τα συνδικάτα (3,5%), η οικογένεια (2%) και οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (1,9%).

Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι Ελληνες (68,2%) θα δέχονταν να πληρώσουν υψηλότερους έμμεσους φόρους (π.χ. στα τσιγάρα ή στη βενζίνη) αν γνώριζαν ότι τα χρήματα αυτά θα πάνε σε ειδικό λογαριασμό για την αντιμετώπιση της φτώχειας. Ωστόσο υπάρχει και ένα ποσοστό 30,2% το οποίο δεν θα πλήρωνε περισσότερους φόρους γι΄ αυτόν τον σκοπό. Οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων στην έρευνα θεωρούν ότι οι επιδοματικές πολιτικές δεν μπορούν να φέρουν αποτελέσματα, αντίθετα πρέπει να ανοίξουν περισσότερες θέσεις εργασίας και να δοθούν ευκαιρίες στους μη προνομιούχους. Συγκεκριμένα, μόλις το 25% συμφωνεί με τη χορήγηση επιδόματος 100 ευρώ τον μήνα, ενώ το 72,5% δηλώνει ότι πρέπει «να γίνουν προγράμματα κατάρτισης,γιατί έτσι θα βοηθηθούν οι άνθρωποι να μη μείνουν φτωχοί για πάντα».

Στις δράσεις για την καταπολέμηση της φτώχειας το 69,6% ιεραρχεί ως πρώτη την καταπολέμηση της ανεργίας. Μόλις στη δεύτερη θέση οι συμμετέχοντες απαντούν «ενίσχυση των μισθών και των συντάξεων» , γεγονός το οποίο αποκαλύπτει τη γενικότερη αγωνία που επικρατεί στην κοινωνία σε σχέση με το ενδεχόμενο αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος. Στο κομμάτι της έρευνας το οποίο πραγματοποιήθηκε στους φτωχούς παρουσιάζονται τα κύρια προβλήματά τους.

Το 90,3% δηλώνει ότι με το εισόδημα τα «βγάζουν πέρα» δύσκολα, γεγονός το οποίο δικαιολογείται με μια γρήγορη ματιά στις καθαρές μηνιαίες απολαβές των φτωχών.

Οι άνδρες ζουν με 435,2 ευρώ τον μήνα και οι γυναίκες με 473,3 ευρώ. Στην έρευνα φαίνεται καθαρά και η αδυναμία του Συστήματος Υγείας να περιθάλψει τους οικονομικά ασθενέστερους. Το 38,8% των φτωχών χαρακτηρίζει κακή ή πολύ κακή την κατάσταση της υγείας τους, ενώ στο γενικό σύνολο του πληθυσμού το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνά το 13,2%. Το 38,3% των φτωχών απαντά επίσης ότι στερήθηκε φροντίδες υγείας λόγω έλλειψης οικονομικής δυνατότητας.