Ηπαλιά πόλη της Κέρκυρας προστέθηκε από χθες στον περίφημο πια κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας κληρονομιάς της UΝΕSCΟ. Την απόφαση έλαβε ομόφωνα η 21μελής Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς των Ηνωμένων Εθνών, ύστερα από θετική εισήγηση του αρμοδίου για τα θέματα της πολιτιστικής κληρονομιάς συμβουλευτικού οργανισμού ΙCΟΜΟS.

Η εγγραφή της παλιάς πόλεως της Κέρκυρας στον παγκόσμιο κατάλογο έγινε με βάση το τέταρτο κριτήριο (διακεκριμένο παράδειγμα τύπου κατασκευής ή αρχιτεκτονικού και τεχνολογικού συμβόλου ή τοπίου που εμφανίζει μια σημαντική περίοδο ή σημαντικές περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας). Η «ιστορική πόλη», με τα γραφικά της καντούνια και τα πολυώροφα κτίρια χτισμένα κοντά το ένα στο άλλο, με τις μικρές εσωτερικές πλατείες και τις στέρνες τους, αποτελεί ουσιαστικά την άλλοτε περιτειχισμένη πόλη, όπως αυτή είχε αναπτυχθεί ως τα τέλη της Ενετικής περιόδου, τον 18ο αιώνα.

Η Κέρκυρα αποτελεί το 17ο ελληνικό τοπίο που εγγράφεται στον κατάλογο της UΝΕSCΟ. Η εγγραφή της πέρασε από πολλές περιπέτειες από το 1999, οπότε είχε αρχικά υποβληθεί η αίτηση. Η πρώτη εκτίμηση του ΙCΟΜΟS αμφισβητούσε τότε την παγκόσμια αξία των ιστορικών της μνημείων και ο φάκελος της υποψηφιότητας, που ήταν αρχικά ιδιαίτερα ελλιπής, χρειάστηκε να αποσυρθεί τρεις φορές για να αποφευχθεί η απόρριψή της. Η προσθήκη ενός πολιτιστικού τοπίου όπως η Κέρκυρα στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς εξασφαλίζει δημοσιότητα και αύξηση του τουρισμού και των τουριστικών επενδύσεων. Ανάμεσα στα πολιτιστικά και φυσικά τοπία περιλαμβάνονται ήδη 17 ελληνικά, 15 πολιτιστικά και δύο μεικτά, ο Αθως και τα Μετέωρα. Στα πολιτιστικά ανήκουν η Ακρόπολη, ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες, οι Δελφοί, οι παλαιοχριστιανικές και βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, η Επίδαυρος, η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου, ο Μυστράς, ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας, η Δήλος, το Πυθαγόρειο και το Ηραίο της Σάμου, τα μοναστήρια του Δαφνιού, του Οσιου Λουκά και της Νέας Μονής της Χίου, η Βεργίνα, η Πάτμος, οι Μυκήνες και η Τίρυνθα.

Πλούσιο παρελθόν
Πρωτεύουσα του Ιονίου Κράτους από τις αρχές του 19ου αιώνα, έδρα ελληνικής νομαρχίας από το 1864, σε αυτήν ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο, η Ιόνιος Ακαδημία, το 1825, στο οποίο δίδαξαν έλληνες και ιταλοί καθηγητές από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του. Η πόλη εξακολουθεί και σήμερα να φιλοξενεί πανεπιστήμιο, έχοντας φροντίσει μάλιστα να αναστηλώσει το κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς του 1944 ιστορικό πρώτο του κτίριο. Στην πόλη στεγάζονται πολλά μουσεία συλλογής έργων τέχνης, από την προϊστορία ως σήμερα.

Πυριτολιθικά εργαλεία, όπως κοπτήρες και αιχμές δοράτων, λεπίδες και βελόνες, αλλά και αγγεία διαφορετικών διακοσμήσεων από τη Νεολιθική Εποχή, μαρτυρούν τις σχέσεις των κατοίκων της τόσο με τη Θεσσαλία της Νεολιθικής Εποχής (6000-3000 π.Χ.) όσο και με την Ιταλία. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της ρωμαϊκής πόλης αποδεικνύουν την κεντρική της θέση σε αυτόν τον πολιτισμό, όπως τον αποδεικνύουν και οι παλαιοχριστιανικοί ναοί της.

Στο ομηρικό έπος η Κέρκυρα, βασίλειο ενός φιλόξενου ηγεμόνα (με την πόλη του ωστόσο σε τοποθεσία διαφορετική από αυτήν όπου αναπτύχθηκε η προστατευόμενη πλέον ενετική πόλη), είναι το μόνο λιμάνικαταφύγιο που συναντά ο Οδυσσέας. Η Κέρκυρα υπήρξε πάντα πόλη-καταφύγιο Βυζαντινών όταν η Πόλη έπεσε στους Οθωμανούς (1453), Ελλήνων που διέφευγαν προς τη Δύση (1669), Αλβανών και Σλάβων που πιέζονταν από την οθωμανική επέκταση στην Αλβανία και τη Δαλματία του 15ου-16ου αιώνα, και δεν ήταν λίγα τα μέλη της αριστοκρατίας της που προέρχονταν από αυτά τα έθνη, όπως και καταφύγιο για τους διωγμένους Σουλιώτες (1800-1815) αλλά και τους ιταλούς επαναστάτες του 19ου αιώνα. Χάρη στην ιστορία της και ίσως σε μια αγαθή τύχη όλα τα παραπάνω αποτυπώθηκαν στα κτίριά της, στα τείχη της, στα μουσεία της, στις βιβλιοθήκες και στα αρχεία της.

Αρχιτεκτονική ποικιλία

Επιβλητικές οχυρώσεις στο Νέο Φρούριο (αριστερά) και άποψη της παλιάς πόλης στα Μουράγια

Τα δημόσια κτίρια της Ενετικής περιόδου έχουν μελετηθεί και κατασκευαστεί από αρχιτέκτονες και τεχνίτες που έστελνε η Βενετία ειδικά για τον σκοπό αυτόν. Τα σημαντικότερα κτίρια της πόλης πλαισίωναν τη σημερινή πλατεία Δημαρχείου, που αποτελούσε τότε το κοινωνικό και πνευματικό κέντρο της. Στην ανατολική πλευρά της βρίσκεται η Λατινική Μητρόπολη του Αγ. Ιακώβου, κομψό κτίριο του 17ου αι., στη νότια πλευρά η κατοικία του Λατίνου Αρχιεπισκόπου, που σήμερα στεγάζει υποκατάστημα της Τράπεζας της Ελλάδος, και στη βόρεια πλευρά το σημαντικότερο κτίσμα της Βενετοκρατίας στην πόλη, η Loggia Νobilei (1663-69). Η Loggia μετετράπη σε θέατρο τον 18ο αιώνα που πήρε το όνομά του από τη γειτονική μητρόπολη (Τeatro San Giacomo), ενώ από τις αρχές του 20ού αιώνα στεγάζει το Δημαρχείο της πόλης.

Οι περίοδοι γαλλικής και αγγλικής κατοχής άφησαν σε σημαντικό βαθμό τη σφραγίδα τους στον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα της. Το οικοδομικό συγκρότημα της Σπιανάδας, τα «Βόλτα» ή Λιστόν με την κομψή κιονοστοιχία του, όπου οι Κερκυραίοι κάνουν τον περίπατό τους, είναι η κύρια μαρτυρία από το πέρασμα των Γάλλων, ακριβές αντίγραφο της παρισινής Rue de Rivoli. Η σφραγίδα της περιόδου της βρετανικής προστασίας είναι πολύ πιο έντονη. Χτίστηκε τότε πλήθος κτιρίων που εγκλιμάτισαν και το ρεύμα του κλασικισμού στον χώρο δίνοντας νέο χρώμα στην πρωτεύουσα των Επτανήσων. Το σπουδαιότερο από αυτά, το παλάτι των Αγ. Μιχαήλ και Γεωργίου (1819-23), κατοικία των άγγλων αρμοστών, μνημείο γεωργιανού ρυθμού και πρελούντιο του νεοκλασικισμού στην Ελλάδα.

Από το 1830 μια σειρά ελλήνων τεχνικών παίρνει στα χέρια της και την επίσημη αρχιτεκτονική. Ο αρχιτέκτονας που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον τομέα είναι ο Ιωάννης Χρόνης, από τους πρώτους τεχνικούς επιστήμονες του ελληνικού χώρου γενικότερα. Ολα τα μεγάλα κτίρια της πόλης, που δείχνουν και την ακμή του τόπου τον 19ο αιώνα, είναι συνδεδεμένα με το όνομα του προικισμένου κερκυραίου αρχιτέκτονα. Σε αυτόν οφείλονται τα νεοκλασικού χαρακτήρα κτίρια της Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας, της Ιονίου Βουλής και το Χρηματιστήριο, αλλά και πολλές σημαντικές ή και απλούστερες κατοικίες και κυρίως το μέγαρο της οικογενείας του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ι. Καποδίστρια, που στέγασε για ένα διάστημα τη Νομαρχία. Με τη μαρμάρινη πρόσοψη και τις κομψές κορινθιακές παραστάδες, θεωρείται από τα ωραιότερα μνημεία της νεότερης Ελλάδας.

Μερικοί από τους σημαντικότερους κηρυγμένους αρχαιολογικούς χώρους λίγο πιο έξω από την ενετική πόλη είναι: το Κτήμα Μon Repos με τη θερινή κατοικία του άγγλου αρμοστή και στα νεότερα χρόνια της βασιλικής οικογένειας, που σήμερα ανακαινισμένο λειτουργεί ως μουσείο και άλσος αναψυχής, ο Χώρος Αρχαίας Αγοράς, ο Χώρος λουτρικών εγκαταστάσεων (3ος-4ος αι. μ.Χ.), ο Πύργος Νεραντζίχας των κλασικών χρόνων (5ος αι. π.Χ.), ο Ναός της Αρτέμιδας (590-580 π.Χ.). Από τον ναό αυτόν προέρχεται το περίφημο αρχαϊκό αέτωμα της Γοργούς, που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κέρκυρας και είναι το αρχαιότερο λίθινο αέτωμα που έχει εντοπισθεί ως σήμερα στον ελλαδικό χώρο.

Παλαιό και Νέο Φρούριο
Χαρακτηριστικό στοιχείο στη σύνθεση της εικόνας της πόλης αποτελεί η δίκορφη βραχώδης απόληξη της ανατολικής πλευράς, που ελέγχει περισκοπικά το θαλάσσιο πέρασμα. Διακρίνονται ανέπαφες οι επιβλητικές βενετικές οχυρώσεις, που συγκρατούν σε τρία επίπεδα τα μεταγενέστερα, λιτά και ογκώδη κτίρια της αγγλικής περιόδου. Τo ψηλότερο διαμορφωμένο επίπεδο της ακρόπολης περιλαμβάνει τις δύο οχυρωμένες κορυφές, τον Πύργο της Ξηράς και τον Πύργο της Θάλασσας, και τον μεταξύ τους χώρο, τη Cittadella.

Το Παλαιό Φρούριο σήμερα στεγάζει τα Αρχεία του Νομού Κέρκυρας, τη Δημόσια Βιβλιοθήκη, σχολές του Ιονίου Πανεπιστημίου και γενικότερα λειτουργεί ως ανοικτός μνημειακός χώρος. Στους ελεύθερους χώρους του (Βερσιάδα) πραγματοποιούνται μουσικές εκδηλώσεις.

Οι επιβλητικές οχυρώσεις του Νέου Φρουρίου δεσπόζουν στη βορειοδυτική πλευρά της παλιάς πόλης, στο ύψωμα του Αγίου Μάρκου, πάνω από το Παλαιό Λιμάνι. Παρά το ότι είναι μικρότερο σε μέγεθος από το Παλαιό Φρούριο καταφέρνει έναν ισότιμο διάλογο μαζί του, αφού οι αδροί λίθινοι όγκοι του, που προβάλλονται πάνω από τις στέγες των σπιτιών, ισορροπούν την περισσότερο πολύπλοκη μορφή του Παλαιού Φρουρίου στην άλλη άκρη της εικόνας.