Με τη σημερινή της μορφή, ως JP Morgan Chase, μετά τον περίφημο «γάμο του αιώνα» της με την Chase Manhattan Corp. το 2000, η πασίγνωστη αυτή ιστορική τράπεζα της Νέας Υόρκης έχει εξελιχθεί σε ένα σύγχρονο, παγκόσμιας εμβέλειας μεγαθήριο οικονομικών υπηρεσιών, με συνολικά κεφάλαια που ξεπερνούν επισήμως το 1,3 τρισ. δολάρια – σχεδόν οκτώ φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας – και περισσότερους από 175.000 υπαλλήλους σε όλον τον κόσμο… Είναι όμως συνάμα και μια τράπεζα με μεγάλη, όσο και εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ιστορία, η αρχή της οποίας χάνεται κυριολεκτικά στα βάθη του χρόνου.


Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί της οικονομίας αρχίζουν να «μετρούν» συμβολικά τη ζωή της τράπεζας από το 1837, το έτος γέννησης του John Pierpont Morgan στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Ο πατέρας του, Ιούνιος Μόργκαν, ήταν ένας πλούσιος έμπορος και τραπεζίτης, συνεταίρος στη βρετανική τράπεζα George Peabody & Co., που έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στις καλές σπουδές του Τζέι Πι, ώστε αυτός να τον διαδεχθεί στις business.


Τον έστειλε μάλιστα για μεταπτυχιακά στην Ελβετία και στη Γερμανία: το 1856, έτοιμος πια, ο νεαρός τραπεζίτης πιάνει δουλειά στα κεντρικά γραφεία της Peabody στο Λονδίνο, όπου πραγματοποιεί και τις πρώτες ισχυρές γνωριμίες με τους βρετανικούς τραπεζικούς κύκλους. Εναν χρόνο αργότερα όμως περνά τον Ατλαντικό.


Το 1860 ιδρύει την πρώτη δική του εταιρεία, την J. Pierpont Morgan & Company, και τα ερχόμενα χρόνια – ενώ εκατοντάδες χιλιάδες χάνονται στον εμφύλιο πόλεμο – μαζεύει το πρώτο του εκατομμύριο, συμμετέχοντας, όπως λένε, σε νόμιμο και λαθραίο εμπόριο πολεμικού υλικού από την Ευρώπη… Το 1871, ώριμος τραπεζίτης πια, συνεταιρίζεται με τον επίσης «αγγλόφιλο» οίκο των Ντρέξελ από τη Φιλαδέλφεια, με τους οποίους ιδρύει την Drexel, Morgan & Company – το βασικότερο «όχημα» της τραπεζικής του καριέρας ως το 1895, οπότε μετονομάζεται και επισήμως σε JP Morgan & Company.


Στο γύρισμα του αιώνα ο Τζέι Πι και οι συνεταίροι του ήλεγχαν πάνω από 1,2 δισ. δολάρια! Οταν πέθανε δε το 1913, η προσωπική του περιουσία ξεπερνούσε τα 80 εκατ. δολάρια.


Για να μπορέσει όμως να συγκεντρώσει τόσο πλούτο, ο Τζέι Πι Μόργκαν χρειάστηκε να «εφεύρει» νέες τεχνικές τραπεζικού πλουτισμού, που του χάρισαν επάξια το παρατσούκλι του «robber baron», δηλαδή του βαρόνου-ληστή… Η χαρακτηριστικότερη από αυτές, που άλλωστε έμεινε και στην


ιστορία με το όνομά του, ως…«Morganization», ήταν η καθιέρωση της «συγκέντρωσης»: δηλαδή της «επιθετικής» εξαγοράς προβληματικών επιχειρήσεων.


Ωστόσο τα πραγματικά «μεγάλα λεφτά» ο Μόργκαν τα έβγαλε… δανείζοντας προβληματικές κυβερνήσεις: το 1870, όταν ξέσπασε ο γαλλογερμανικός πόλεμος, η τράπεζά του έσπευσε να δανείσει το Παρίσι με μεγάλα ποσά, αλλά και επαχθείς όρους. Η τεχνογνωσία αυτή δεν πήγε χαμένη, αφού για τα επόμενα σχεδόν 40 χρόνια ο Μόργκαν θησαύρισε… σώζοντας το αμερικανικό κράτος κατά τη διάρκεια χρηματοπιστωτικών κρίσεων.


Το 1877, στα σαράντα του, και παρέα με τους Ρότσιλντ, ο Τζέι Πι «σώζει» για πρώτη φορά την αμερικανική οικονομία αγοράζοντας κρατικά ομόλογα αξίας 260 εκατ. δολαρίων. Και στη δεκαετία του 1890, όταν οι ΗΠΑ «ξέμειναν» από χρυσάφι και κινδύνευαν με στάση πληρωμών, ο Μόργκαν έσπευσε να αγοράσει με χρυσό άλλα 200 εκατ. δολάρια σε ομόλογα: οι τόκοι όμως, κρυφοί και φανεροί, που απαίτησε για αυτές τις «σωτηρίες» ήταν τόσο μεγάλοι, ώστε ο Μόργκαν χρειάστηκε να «επενδύσει» το 1896 τεράστια ποσά στην υποψηφιότητα του Ρεπουμπλικανού Γουίλιαμ Μακ Κίνλεϊ, ώστε να αποφύγει τις δικαστικές διώξεις που του «υποσχόταν» ο Δημοκρατικός υποψήφιος.


Πράγματι ο Μακ Κίνλεϊ εξελέγη δύο φορές: η οκταετής θητεία του στον Λευκό Οίκο θεωρείται σήμερα μία από τις πρώτες «αγορασμένες» προεδρίες στην ιστορία των ΗΠΑ. Η ασυλία του Μόργκαν ήταν πλέον δεδομένη. Το 1907 θησαύρισε ξανά «σώζοντας» με το αζημίωτο το αμερικανικό χρηματιστηριακό σύστημα από ένα ακόμη κραχ, που αποκλήθηκε πολύ πετυχημένα «Πανικός του 1907»!


Ο «Οίκος των Μόργκαν» όμως ήταν πλέον μακράν η μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ. Η φιγούρα του Τζέι Πι Μόργκαν έμεινε στη συλλογική μνήμη των Αμερικανών ως συνώνυμο του αδίστακτου καπιταλιστή, του «πειρατή των σαλονιών», του «κυρίου 10%».


Τη μεγάλη όσο και… λαομίσητη αυτή προσωπικότητα της Γουόλ Στριτ διαδέχθηκε ο πολύ πιο άσημος γιος του, Τζέι Πι Μόργκαν ο νεότερος. Το 1933, μετά το κραχ του 1929 – στην «προλείανση» του οποίου φυσικά πρωταγωνίστησε η τράπεζα -, το αμερικανικό κράτος «τιμώρησε» επιτέλους την JP Morgan σπάζοντάς τη σε τρία κομμάτια: τη γνωστή μας τράπεζα JP Morgan and Co, την… ακόμη πιο γνωστή μας επενδυτική τράπεζα Morgan Stanley και τη λονδρέζικη χρηματιστηριακή Morgan Grenfell.


Ωστόσο η «μικρή» πλέον τράπεζα είχε τη… Morganization, τη «συγκέντρωση», στο DNA της: και έτσι, με αλλεπάλληλους «γάμους», ο τελευταίος εκ των οποίων έγινε το 2004 με την Bank One του Σικάγου, κατάφερε να επανακτήσει τη χαμένη αίγλη της, όντας σήμερα η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα των ΗΠΑ, πίσω από την Bank of America και τη Citigroup.