▅ Εντείνεται η αβεβαιότητα του αγροτικού κόσμου σχετικά με το κόστος βασικών πρώτων υλών για τις καλλιέργειες
▅ Οι τιμές προϊόντων από τρίτες χώρες προσήγγισαν ήδητις τιμές των κοινοτικών που ίσχυαν τον χειμώνα
▅ Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει «αλλάξει ρότα» και ενθαρρύνει την αύξηση της παραγωγής πολλών αγροτικών προϊόντων
Ως και διπλασιασμό των τιμών των αγροτικών προϊόντων μπορεί να δούμε ως το τέλος του 2008 αν συνεχισθεί η ανοδική πορεία του πετρελαίου, η αύξηση των συντελεστών κόστους παραγωγής και η αύξηση της ζήτησης σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτή η εξαιρετικά δυσοίωνη πρόβλεψη «ψιθυρίζεται» σε αγροτικές ενώσεις και την ΠΑΣΕΓΕΣ που λειτουργούν σε συνθήκες πλήρους αβεβαιότητας για τις τιμές προμήθειας βασικών πρώτων υλών για τις καλλιέργειες.

Εντονες, όμως, ανησυχίες εκφράζονται και από άλλες πλευρές. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής που θα πραγματοποιηθεί στις 19-20 Ιουνίου «θα αξιολογήσει τις εξελίξεις όσον αφορά τις αυξανόμενες τιμές των τροφίμων και θα συζητήσει τις επιπτώσεις τους σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ, μεταξύ άλλων τις πιθανές επιπτώσεις στην πολιτική για την ανάπτυξη,την εμπορική πολιτική,την Κοινή Γεωργική Πολιτική και την πολιτική για την ενέργεια και την αλλαγή του κλίματος».

Παράλληλα, το Συμβούλιο υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών – Εco/Fin και το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας ενέταξαν, με καθυστέρηση όμως, στις ατζέντες των προσεχών συνεδριάσεών τους το θέμα της διατροφικής κρίσης. Το Εco/Fin αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέμα μετά τις ανησυχίες που εκφράστηκαν από την Παγκόσμια Τράπεζα για την άνοδο των τιμών των τροφίμων και τις επιπτώσεις που έχει κυρίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες και τις φτωχές χώρες. Εξάλλου το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας θα συζητήσει στις 25-27 Μαΐου στη Σλοβενία το θέμα της διασφάλισης καλύτερης ποιότητας τροφίμων σε «λογικές τιμές» για έναν αυξανόμενο πληθυσμό σε συνδυασμό με την προστασία του περιβάλλοντος και τη διατήρηση των φυσικών πόρων (νερό, αέρας και έδαφος).

Ενα από τα προβλήματα που έχουν προκύψει πρόσφατα είναι ο συνδυασμός της καλύτερης ποιότητας τροφίμων σε «λογικές τιμές». Η ΕΕ προωθούσε συστηματικά τη βελτίωση της ποιότητας των τροφίμων τα οποία όμως διετίθεντο (και διατίθενται) σε υψηλότερες τιμές από εκείνες που διετίθεντο τα προϊόντα από τρίτες χώρες. Ετσι, οι πολίτες της ΕΕ είχαν τη δυνατότητα να προμηθεύονται τρόφιμα καλύτερης ποιότητας σε «λογικές τιμές».

Οι εξελίξεις όμως των τελευταίων μηνών (απανωτές αυξήσεις των τιμών του πετρελαίου και της βενζίνης, των πρώτων υλών, αλλά και των δημητριακών, των κτηνοτροφών, των λιπασμάτων κτλ.) επέφεραν αυξήσεις στις τιμές παραγωγής και στις τιμές διάθεσης πολλών τροφίμων. Μια από τις συνέπειες των εξελίξεων αυτών ήταν να στραφεί ένα τμήμα του πληθυσμού της ΕΕ στην αγορά προϊόντων από τρίτες χώρες διότι οι τιμές των εγχωρίων (κοινοτικών) αυξήθηκαν σημαντικά. Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, οι τιμές προϊόντων από τρίτες χώρες προσέγγισαν ήδη τις τιμές των εγχωρίων που ίσχυαν τον χειμώνα. Αν, λοιπόν, η ανοδική πορεία των τροφίμων συνεχισθεί, το εισόδημα των πολιτών της ΕΕ θίγεται σοβαρά.

Μια άλλη διαπίστωση αφορά τη «μεταφορά» εισοδημάτων. Το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας εκτιμά ότι παρά τις αυξήσεις στις τιμές του πετρελαίου και της βενζίνης, των σπόρων για σπορά, των δημητριακών, των κτηνοτροφών, των λιπασμάτων, των φυτοφαρμάκων κτλ.,

ορισμένες «κατηγορίες» αγροτών έχουν επωφεληθεί από την αύξηση των τιμών πώλησης των προϊόντων τους.

Ως παραδείγματα αναφέρονται οι παραγωγοί δημητριακών, βάμβακος, ελαιολάδου και οι κτηνοτρόφοι. Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ενώ πριν από λίγους μήνες το Συμβούλιο υπουργών Γεωργίας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποθάρρυναν ουσιαστικά την αύξηση της παραγωγής πολλών αγροτικών προϊόντων, τώρα «άλλαξαν ρότα» και την ενθαρρύνουν. Ετσι, προωθούν την εγκατάλειψη της υποχρεωτικής αγρανάπαυσης για να αποδεσμευτούν εκτάσεις για καλλιέργειες, αποθαρρύνουν την παραγωγή προϊόντων για βιοκαύσιμα και εισηγούνται μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος (εξοικονόμηση και ορθή διαχείριση υδάτων, μέτρα για τον περιορισμό της ρύπανσης του αέρα και προστασία του εδάφους).

Ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα έχει μακρό δρόμο να διανύσει, αφού η γεωργία μας χρησιμοποιεί τους υδάτινους πόρους σε ποσοστό που ξεπερνά το 80% (σε άλλες χώρες-μέλη δεν ξεπερνά το 50%), ενώ συμμετέχει στη ρύπανση του αέρα κατά 15% (κάτω του 10% σε άλλες χώρες).

Σημειώνεται ότι η κορυφαία αγροτοσυνεταιριστική οργάνωση, η ΠΑΣΕΓΕΣ, υποστηρίζει ότι η ορθή διαχείριση των υδάτινων πόρων πρέπει να αποτελέσει «άμεση προτεραιότητα» για την κυβέρνηση, τους συλλογικούς φορείς και τους αγρότες. Στη χώρα μας αρδεύονται περίπου 13,2 εκατ. στρέμματα (το 32% των γεωργικών εκτάσεων). Τα συλλογικά αρδευτικά έργα (αρμοδιότητας υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων) καλύπτουν το 40% των αρδευόμενων εκτάσεων (5,2 εκατ. στρέμματα), ενώ το άλλο 60% των καλλιεργούμενων εκτάσεων καλύπτεται από «ιδιωτικά» αρδευτικά έργα, πολλά από τα οποία χαρακτηρίζονται παράνομα.

Αν παράλληλα ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι τα λεγόμενα συλλογικά αρδευτικά έργα ανήκουν σε 434 φορείς εγγείων βελτιώσεων, γίνεται σαφές ότι ουσιαστικά δεν υφίσταται κεντρικός έλεγχος της διαχείρισης των υδάτινων πόρων.

Ετσι, αργά ή γρήγορα, μπορεί να οδηγηθούμε σε μόνιμη έλλειψη νερού για αγροτική χρήση σε αρκετές περιοχές της χώρας, με αποτέλεσμα να μην επιτευχθεί ο στόχος της αύξησης των αγροτικών προϊόντων. Και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό.