» Η λύση στο Κυπριακό θα είναι δυστυχώς το σημερινό status quo»


«Δεν υπάρχει μία και μοναδική ιστορική αλήθεια». Τάδε έφη ο Χάιντς Ρίχτερ. Ο διαπρεπής γερμανός ιστορικός, το όνομα του οποίου είναι συνυφασμένο με τη μελέτη της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, επισκέφθηκε αυτές τις ημέρες την Αθήνα όπου και παρουσίασε τον πρώτο τόμο του τελευταίου βιβλίου του με τίτλο «Ιστορία της Κύπρου». Μιλώντας αποκλειστικά στο «Βήμα της Κυριακής» ο κ. Ρίχτερ αποκάλυψε πώς γεννήθηκε το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα και την Κύπρο, κρίσιμες πτυχές της ιστορίας του κυπριακού προβλήματος, ενώ δεν δίστασε να επισημάνει την αδράνεια της χώρας μας στο να παρουσιάσει σωστά την ιστορία της και να βελτιώσει τη διεθνή εικόνα της.




– Πώς αφυπνίστηκε το ενδιαφέρον σας για την Ελλάδα;


«Το… σωτήριον έτος ήταν το 1958. Ημουν 19 ετών και έψαχνα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Στο Λύκειο είχα διδαχθεί για την αρχαία Ελλάδα και γνώριζα αρκετά καλά την αρχαία ελληνική ιστορία. Οπότε σκέφτηκα γιατί να μην πάω στην Ελλάδα. Για το ταξίδι χρησιμοποίησα μοτοσικλέτα. Καθώς βρισκόμουν κάπου στη Βόρεια Ελλάδα, όμως, η μοτοσικλέτα χάλασε. Δεν είχα άλλη λύση από το να αρχίσω να περπατάω. Και τότε είδα πρώτη φορά εκείνα τα όμορφα χωριά, κατεστραμμένα πρώτα από τους Γερμανούς και στη συνέχεια από τους κομμουνιστές και τους εθνικιστές. Ενδιαφέρθηκα να μάθω περισσότερα για αυτή τη χώρα. Τελικά έφθασα στην Αθήνα με τα πόδια. Αλλά ως τότε είχα ήδη γίνει φιλέλληνας. Αφού ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, το 1967 έλαβα υποτροφία, όσο γελοίο και αν ακούγεται αυτό, από τη χούντα του Παπαδόπουλου. Ισως ήταν το μόνο καλό πράγμα που έκανε. Ηρθα λοιπόν στην Ελλάδα ως διδακτορικός φοιτητής. Δεν πήγαινα στο πανεπιστήμιο, απλώς έκανα έρευνα. Στη συνέχεια γύρισα στη Γερμανία όπου και έγραψα τη διατριβή μου».


– Με την Κύπρο πότε αρχίσατε να ασχολείστε;


«Πριν από 26 χρόνια. Ελαβα ξαφνικά ένα τηλεφώνημα από μία αίθουσα τέχνης στην Κολονία. Μού ζήτησαν να μιλήσω στα εγκαίνια έκθεσης κυπριακής τέχνης. Ανάμεσα σε εκείνους που παρέστησαν στην ομιλία μου ήταν και ένας πρώην δήμαρχος της Λευκωσίας, ο Λέλος Δημητριάδης. Αυτός πρότεινε στην κυβέρνησή του να με καλέσουν στην Κύπρο. Αρχισαν να με καλούν κάθε χρόνο. Εγώ τους ζητούσα να μου δείχνουν διαφορετικές πτυχές τής ζωής κάθε φορά, από τη γεωργία ως το νομικό σύστημα. Αρχισα λοιπόν να γράφω άρθρα για την Κύπρο».


– Ποια ήταν η αντίδραση των συναδέλφων σας όταν αποφασίσατε να ασχοληθείτε με την Ελλάδα;


«Το πρόβλημα των Γερμανών είναι ότι ασχολούνται με την αρχαία Ελλάδα. Αυτό που λείπει είναι ένα αυθεντικό ενδιαφέρον για τη σύγχρονη Ελλάδα και την Κύπρο. Την περασμένη δεκαετία αποφάσισα μαζί με έναν γερμανό συνάδελφό μου να διοργανώσουμε εκδρομή στην Ελλάδα στην οποία συμμετείχαν ιστορικοί που ενδιαφέρονταν για τις αρχαιότητες αλλά και επιστήμονες με ερευνητικό αντικείμενο τη σύγχρονη ιστορία. Ετσι γεννήθηκε και η επιστημονική επιθεώρηση Θέτις με άρθρα για την Ελλάδα, τα οποία αφορούν τόσο αρχαιολόγους όσο και πολιτικούς επιστήμονες. Η επιτυχία ήταν τεράστια».


– Σας έχει βοηθήσει καθόλου το ελληνικό κράτος;


«Η βοήθεια είναι ανύπαρκτη. Επιχειρήσαμε μαζί με κάποιους συναδέλφους να δημιουργήσουμε έδρα ελληνικών σπουδών στη Γερμανία, αλλά εξαιτίας κάποιων τραγικών λαθών από έλληνες διπλωμάτες η προσπάθεια απέτυχε. Μετά την αποχώρησή μου, κανείς δεν διδάσκει πλέον ελληνική ή κυπριακή ιστορία. Την ίδια στιγμή υπάρχει ινστιτούτο τουρκικών σπουδών στην Εσση, ενώ οι τουρκικές σπουδές διδάσκονται σε τουλάχιστον 10 πανεπιστήμια».


– Ας περάσουμε στο βιβλίο για την ιστορία της Κύπρου. Εχετε γράψει εξαντλητικά για τον ρόλο των Βρετανών στη νήσο. Ποια είναι τα βασικά σημεία αυτού του ρόλου;


«Ο ρόλος αυτός δεν περιορίζεται στην Κύπρο. Είναι ξεκάθαρος και στην Ελλάδα. Για να τον κατανοήσει κανείς πρέπει να ακολουθήσει με το δάχτυλό του τη «γραμμή ζωής» τής βρετανικής αυτοκρατορίας που συνέδεε το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, την Ελλάδα, την Κύπρο, την Αίγυπτο, το Αντεν και κατέληγε στις Ινδίες. Και η βασική μέριμνα του Λονδίνου ήταν η προστασία της απέναντι στη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο, το Λονδίνο ήθελε να αποσπάσει την Κύπρο από τον σουλτάνο. Οταν άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν την αγαπημένη τους τακτική τού «διαίρει και βασίλευε», στηριζόμενη σε δύο άξονες: διαίρει τους Κυπρίους και διαίρει τις μητέρες-πατρίδες. Οταν ήρθε η ανεξαρτησία, οι Βρετανοί ένιψαν τας χείρας τους και παρέδωσαν το πρόβλημα στον ΟΗΕ και στους Αμερικανούς».


– Πολλοί χαρακτηρίζουν την κυπριακή ιστορία ως αλυσίδα «χαμένων ευκαιριών». Είναι πράγματι έτσι;


«Νομίζω πως ναι. Οι χαμένες ευκαιρίες εκκινούν ήδη από την εποχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την πρόταση της Βρετανίας για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, με αντάλλαγμα την παραχώρηση του Αργοστολίου ως ναυτικής βάσεως. Ωστόσο, οι Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου ήταν καθοριστικές. Η Ελλάδα και η Τουρκία ήθελαν να ξεφορτωθούν το πρόβλημα. Και όταν ο Καραμανλής επέβαλε τη συμφωνία στον Μακάριο, εκείνος κατάλαβε ότι είχε να διαλέξει ανάμεσα σε δύο λύσεις: ανεξαρτησία ή διπλή ένωση. Στην ίδια αλυσίδα χαμένων ευκαιριών ανήκει και το Σχέδιο Αναν. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που επέλεξα να μη γράψω τίποτε για αυτό. Αυτή τη στιγμή είμαι πάρα πολύ απαισιόδοξος. Η λύση θα είναι – δυστυχώς – το σημερινό status quo».


– Εκανε μεγάλα λάθη ο Μακάριος;


«Αναμφισβήτητα, ναι. Ο Μακάριος γνώριζε ότι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν ένωση με τη μητέρα-πατρίδα. Αρχισε να ελίσσεται, αλλά γρήγορα κατάλαβε τους περιορισμούς τού Συντάγματος του 1960. Το Σύνταγμα της ανεξάρτητης Κύπρου κατέρρευσε επειδή δεν υπήρχαν Κύπριοι να το στηρίξουν. Δεν υπήρχε κυπριακή εθνική ταυτότητα. Ο Μακάριος δεν τόλμησε ποτέ να το ομολογήσει στους Ελληνοκυπρίους. Τούτο ήταν το πρώτο λάθος. Το δεύτερο ήταν ότι δεν κατανόησε ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν θα αποδέχονταν ποτέ καθεστώς μειοψηφίας. Μπορεί αριθμητικά να υπήρχε σχέση πλειοψηφίας και μειοψηφίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων, αλλά από ψυχολογικής πλευράς, όταν είσαι κυρίαρχος του νησιού επί σχεδόν 300 χρόνια το λιγότερο που μπορείς να αποδεχθείς είναι καθεστώς συνεταιρισμού. Οσον αφορά τα 13 σημεία για την τροποποίηση του Συντάγματος, το τρίτο λάθος του, στο σημείο αυτό παρεξήγησε τις βρετανικές προθέσεις».


– Κατά τη διάρκεια της ομιλία σας στην παρουσίαση του βιβλίου αναφερθήκατε στο τι ακριβώς γνώριζε η CIA για τη χούντα των συνταγματαρχών και τη σχέση της με την προδοσία της Κύπρου. Θα μπορούσατε να αναλύσετε λίγο περισσότερο το σημείο αυτό;


«Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών εκδίδει σειρά τόμων υπό τον γενικό τίτλο «Διεθνείς Σχέσεις των ΗΠΑ». Σε αυτά αναφέρονται γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από 30 χρόνια. Οσον αφορά όμως τους δύο τόμους, οι οποίοι καλύπτουν τα γεγονότα σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 ως το 1968 – 1969, η έκδοσή τους είχε εμποδιστεί από τη CIA. Ωστόσο, ο πρώτος τόμος αφέθηκε να διαρρεύσει στο Internet. Επιχείρησαν να εμποδίσουν τη διαρροή τού δεύτερου τόμου που αφορά την απριλιανή χούντα, αλλά όταν πληροφορήθηκαν ότι και εκείνος θα έχει την ίδια τύχη τον δημοσίευσαν. Οπως προκύπτει οι Αμερικανοί γνώριζαν τα πάντα – και εννοώ τα πάντα – για τη χούντα ήδη από το 1964. Και όχι μόνο αυτό αλλά γνώριζαν λεπτομερώς και για τη συνωμοσία στην Κύπρο. Αλλά σιώπησαν».


– Τι ακριβώς είναι η Ιστορία; Και πώς πρέπει να την προσεγγίζει κανείς;


«Αυτό που πρέπει να ενδιαφέρει όλους όσοι ασχολούνται με την Ιστορία είναι να είναι όσο πιο αντικειμενικοί μπορούν. Καθόσον με αφορά, παρουσιάζω τα ιστορικά γεγονότα και κατόπιν προσπαθώ να τα ερμηνεύσω. Αυτό που έχει πραγματικά μεγάλη σημασία είναι να παρουσιάσω τα γεγονότα με τέτοιο τρόπο ώστε όποιος τα διαβάσει να έχει τη δυνατότητα να καταλήξει σε συμπεράσματα που ίσως να είναι διαφορετικά από τα δικά μου. Και φυσικά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ένα πράγμα. Δεν υπάρχει μία και μοναδική ιστορική αλήθεια. Αυτή αποτελεί το άθροισμα όλων των αληθινών ιστοριών».


– Εδώ και μήνες σοβεί στην Ελλάδα τεράστια διαμάχη γύρω από σχολικό βιβλίο Ιστορίας, το οποίο για ορισμένους παραχαράσσει ιστορικά γεγονότα, ενώ για άλλους συνιστά νέα προσέγγιση. Πόσο σημαντική είναι η σωστή και νηφάλια διδασκαλία της Ιστορίας στα σχολεία;


«Δυστυχώς τα προβλήματα με την Ιστορία αρχίζουν από το σχολείο. Το μυστικό τής μεταπολεμικής ειρήνης στην Ευρώπη βρίσκεται στον τρόπο αντιμετώπισης της Ιστορίας. Δεν αρκεί να κρύβει κανείς τους σκελετούς τού παρελθόντος στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Πρέπει να μπορεί και να τους αντιμετωπίζει. Δείτε τι έκαναν η Γερμανία και η Γαλλία».


– Αναρωτιέται πάντως κανείς αν μπορεί να συμβεί κάτι ανάλογο ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία όταν σοβούν σοβαρά πολιτικά προβλήματα μεταξύ τους…


«Οσο και αν ακούγεται παράδοξο το Σχέδιο Αναν είχε ενδιαφέρουσα πρόταση στο σημείο αυτό. Οι συγγραφείς του είπαν: «Φέρτε έναν ιστορικό από κάθε πλευρά και μαζί με αυτούς έναν ουδέτερο». Ο τελευταίος θα σταματούσε όποιον από τους άλλους δύο επιχειρούσε να περάσει προπαγανδιστικές θέσεις στα σχολικά βιβλία. Ισως να είναι μία λύση».


Ο Χάιντς Α. Ρίχτερ γεννήθηκε το 1939 στην πόλη Heilbronn της Γερμανίας. Διετέλεσε καθηγητής τής ελληνικής και κυπριακής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Mannheim, όπου σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής. Εχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό μελετών για την ιστορία της Ελλάδος και της Κύπρου. Το 2000 τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τον Χρυσό Σταυρό τού Τάγματος του Φοίνικα.


Στην ελληνική γλώσσα κυκλοφορούν τα εξής βιβλία του:


* Δύο επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις στην Ελλάδα 1936 – 1946, Εξάντας, 1977 (πρόκειται για τη διδακτορική διατριβή του).


* Η επέμβαση των Αγγλων στην Ελλάδα: από τη Βάρκιζα στον εμφύλιο πόλεμο, Εστία, 1997.


* Η ιταλογερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδος, Αύγουστος 1939 – Ιούνιος 1941, Γκοβόστης, 1998.


Το βιβλίο Ιστορία της Κύπρου, Τόμος Α’ (1878 – 1949) είναι το πρώτο μιας σειράς που εξετάζει την ιστορία του νησιού από τότε που περιήλθε στη Βρετανία ως και το 1977. Ο δεύτερος και ο τρίτος τόμος της Ιστορίας της Κύπρου, οι οποίοι θα εκδοθούν σύντομα στην ελληνική γλώσσα, εξετάζουν τα γεγονότα των περιόδων 1950 – 1959 και 1960 – 1965 αντιστοίχως. Αυτή την περίοδο ο συγγραφέας ασχολείται με την ολοκλήρωση του τέταρτου τόμου, ο οποίος θα καλύπτει την κρίσιμη περίοδο της ελληνικής δικτατορίας και του πραξικοπήματος στην Κύπρο. Καταληκτήριο έτος της έρευνας είναι το 1977, οπότε και υπεγράφη η Ενδιάμεση Συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς.