Η εικόνα για το ελληνικό πανεπιστήμιο που διαχέεται τον τελευταίο χρόνο μοιάζει αδιαμφισβήτητη: κατεστραμμένα γραφεία, τραυματισμένοι πανεπιστημιακοί, καταλήψεις, συλλήψεις φοιτητών, χαμένες εξεταστικές περίοδοι, οικονομικά σκάνδαλα, διαλυμένες σύγκλητοι. Πάνω σ’ αυτή την εικόνα χτίζεται εξάλλου μεθοδικά η συνολική, αφοριστική απαξίωση του δημόσιου πανεπιστημίου. Αυτομάτως, εξαιτίας αυτής της κυρίαρχης εικόνας, η τυχόν αντίδραση μιας φοιτητικής παράταξης ερμηνεύεται ως συνολική υποβάθμιση των πτυχίων. Κάποια βίαια επεισόδια (που προφανώς κάθε σώφρων πανεπιστημιακός καταδικάζει) αξιοποιούνται ως απόδειξη του εκφυλισμού, συλλήβδην, του φοιτητικού κινήματος. Τι συμβαίνει λοιπόν πραγματικά; Ποια είναι η σχέση εικόνας και πραγματικότητας; Είναι τόσο αναξιόπιστα τα ελληνικά πανεπιστήμια και υστερούν τόσο πολύ οι έλληνες πανεπιστημιακοί; Υπάρχει διέξοδος μέσα από αυτό που ορίζεται με κάθε τρόπο ως αδιέξοδο;


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εικόνα δεν είναι πλαστή. Υπήρξε πράγματι εξαρχής ένα μεγάλο ρεύμα αντίδρασης στις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της ανώτατης εκπαίδευσης και κυρίως στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Η βία αποτέλεσε την ακραία έκφραση αυτών των αντιδράσεων αλλά συχνά και μέσο εκτόνωσης της νεολαίας εν γένει, χωρίς αναγκαστική συσχέτιση με το Πανεπιστήμιο. Δεν θα πρέπει, δηλαδή, να συνδέουμε όλα τα φαινόμενα νεανικής βίας με το Πανεπιστήμιο, ακόμη κι αν εκδηλώνονται με προσχηματική αναφορά το Πανεπιστήμιο. Σε κάθε περίπτωση, βία υπάρχει και είναι απαραίτητο να καταδικαστεί και να περιθωριοποιηθεί από την πανεπιστημιακή κοινότητα (διδάσκοντες και φοιτητές), επειδή, μεταξύ άλλων, υπονομεύει το κύρος του Πανεπιστημίου και νομιμοποιεί την επιβολή αυταρχικών μέτρων.


Οσοι είμαστε μέσα στο Πανεπιστήμιο νιώθουμε να πιεζόμαστε από αυτό το κλίμα ογκούμενης δυσαρέσκειας και απαξίωσης. Πιεζόμαστε για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί πρέπει να αποδείξουμε το αυτονόητο: ότι στα ελληνικά πανεπιστήμια παράγεται πράγματι ποιοτικό έργο που δεν υστερεί σε σύγκριση με τα πανεπιστήμια της Δύσης. Βεβαίως, κανένας δεν αμφισβητεί ότι στην Ελλάδα, όπως παντού άλλωστε, υπάρχουν τμήματα διαφορετικών ταχυτήτων και πτυχία με κυμαινόμενη ποιότητα. Αυτό όμως απέχει από τη συνολική αμφισβήτηση της αξίας των πτυχίων που δίνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια. Αλλωστε, όλοι αυτοί οι φοιτητές που συνεχίζουν με αξιοθαύμαστη επιτυχία τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές τους στο εξωτερικό δεν σπούδασαν στην Ελλάδα; Ή μήπως η επιτυχία τους εξηγείται στη βάση κάποιου γενετικού προτερήματος; Ο δεύτερος λόγος πίεσης αφορά την εικόνα που διακινείται: ότι οι πανεπιστημιακοί φοβούνται την αλλαγή γιατί θα κλονισθούν κάποια κατεστημένα «συμφέροντά» τους και θα αποκαλυφθεί η «ανικανότητά» τους. Μπορεί κι αυτό να ισχύει ενδεχομένως για μια μερίδα πανεπιστημιακών. Εν τούτοις, οι περισσότεροι πανεπιστημιακοί επιθυμούν να δουλεύουν σε ένα καλό πανεπιστήμιο, που να τους δίνει τα μέσα για να ασκούν απρόσκοπτα το διδακτικό τους έργο και να αναπτύσσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα. Δεν θα είχαν αντίρρηση για μια γενναία και τολμηρή μεταρρύθμιση που θα βελτίωνε ουσιαστικά τις συνθήκες του ακαδημαϊκού έργου.


Εν τούτοις, η κρίση του Πανεπιστημίου σήμερα δεν είναι ζήτημα αυστηρά θεσμικό. Είναι ζήτημα πολιτικό και κοινωνικό. Δεν λύνεται συνεπώς με διοικητικά μέτρα ούτε με δυσκίνητες νομικές διατάξεις. Συνδέεται με την εκπαιδευτική πολιτική που χαράσσει και υλοποιεί η κυβέρνηση, με τη νομιμοποίηση που προσφέρει η κοινωνία στο Πανεπιστήμιο αλλά και με την ιδιαίτερη ακαδημαϊκή κουλτούρα, όπως αυτή αναπτύχθηκε από τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Παρά τις εξαγγελίες και τις διαβεβαιώσεις, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (όλων των βαθμίδων) είναι ασφυκτικά υπουργοκεντρικό. Η κρατική χρηματοδότηση αποτελεί βασικό μοχλό της ανάπτυξης των πανεπιστημίων, ιδιαίτερα στον τομέα των υποδομών, και επομένως είναι ανώφελο να αναμένουμε εκπαιδευτικό αποτέλεσμα με πενιχρά μέσα. Στον τομέα της έρευνας, χωρίς την οποία δεν νοείται πανεπιστημιακό ίδρυμα, οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, που δεν είναι ελκυστικές για εξωτερική χρηματοδότηση, εξαρτώνται στενά από την κυβερνητική πολιτική για την έρευνα.


Αυτό δεν σημαίνει ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα θα πρέπει να μεταθέσει τις ευθύνες που της αναλογούν. Οι πανεπιστημιακές αρχές οφείλουν να λειτουργούν με διαφάνεια, να πείθουν ότι δεν υπάρχει ευνοιοκρατία και αναξιοκρατία και να λογοδοτούν στην ακαδημαϊκή κοινότητα και στην κοινωνία. Η καθιέρωση της καθολικής ψηφοφορίας δίνει τη δυνατότητα να περιοριστούν τα φαινόμενα της κομματικοποίησης που διάβρωσαν επί χρόνια την αξιοπιστία των πανεπιστημιακών θεσμών. Πράγματι, μία από τις κύριες αιτίες έκπτωσης της ακαδημαϊκής κουλτούρας υπήρξε η κομματική εκμετάλλευση προεδρικών και πρυτανικών εκλογών. Η χειραγώγηση των φοιτητών και η σύμπηξη ποικίλων πελατειακών δικτύων εντός και εκτός Πανεπιστημίου ακυρώνουν, ωστόσο, τη δημοκρατική λειτουργία του Πανεπιστημίου και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για αυταρχικές διοικήσεις.


Επειδή η αντιμετώπιση της κρίσης στο Πανεπιστήμιο είναι πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα, η λύση δεν μπορεί παρά να προϋποθέτει μια στοιχειώδη πολιτική και κοινωνική συναίνεση. Η αξιοποίηση της κρίσης για την αποκόμιση κομματικού οφέλους, από όπου κι αν προέρχεται, αποτελεί επικίνδυνο παιχνίδι, του οποίου το κόστος θα πληρώσουν οι νέες γενιές. Στο σημείο όπου βρισκόμαστε δεν υπάρχει άλλοθι ούτε συμψηφισμός ευθυνών. Η πολιτεία, τα κόμματα και οι πανεπιστημιακοί θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες που αναλογούν στον καθένα, γιατί ο κόσμος γύρω μας τρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες και εμείς προσπαθούμε να γεμίσουμε το πιθάρι των Δαναΐδων.


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.