Το νέο Μουσείο Ακροπόλεως έχει επανειλημμένα απασχολήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μετά από ατέρμονες όσο και αντικρουόμενες συζητήσεις και δικαστικές διαμάχες αλλά και ύστερα από την ιώβεια υπομονή και επιμονή των «κτητόρων» του, υψώνεται σήμερα στα ΝΑ του ιερού βράχου και δεσπόζει με τον επιβλητικό αλλά και εκτός κλίμακας όγκο του. Η ιστορία πλέον θα κρίνει αν το κτίσμα αυτό καλώς ορθώθηκε εκεί που ορθώθηκε. Πάντως, θα πρέπει να αποδοθεί δίκαιο, έστω και μετά θάνατον, σε αυτούς που πριν από ενάμιση και πλέον αιώνα διαφωνούσαν ριζικά στην ίδρυση μουσείου πάνω στην Ακρόπολη. Δυστυχώς επικράτησε τότε η γνώμη εκείνων που υποστήριζαν ότι οι κινητές αρχαιότητες του ιερού βράχου δεν θα έπρεπε να απομακρυνθούν από εκεί, πράγμα που είχε ως συνέπεια το 1874 να «φυτευθεί» ΝΑ του Παρθενώνα ένα μουσείο. Γρήγορα όμως διαπιστώθηκε ότι το κτίσμα αυτό δεν επαρκούσε για τις ανάγκες ενός Μουσείου Ακροπόλεως. Ετσι το 1888 προστέθηκε δίπλα του ένα δεύτερο μουσείο, το λεγόμενο «μικρό». Ούτε όμως με αυτό λύθηκαν τα προβλήματα, γι’ αυτό και το 1914 αποφασίστηκε μια νέα επέκταση, που ωστόσο υλοποιήθηκε πολύ αργότερα, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατεδαφίστηκε το «μικρό» μουσείο, κτίσθηκαν νέες αίθουσες και έγιναν επεμβάσεις στις παλιές. Ωστόσο δεν πέρασαν ούτε είκοσι χρόνια από τα εγκαίνια του μουσείου αυτού – οι σημαντικότεροι εκθεσιακοί του χώροι άνοιξαν για το κοινό το 1956 – και τέθηκε επιτακτικά θέμα ανέγερσης νέου Μουσείου Ακροπόλεως! Το κακό, και μάλιστα ανεπανόρθωτο, είναι ότι το παλιό Μουσείο Ακροπόλεως, για το οποίο σήμερα ορισμένοι ζητούν την κατεδάφισή του, εκτός των πλείστων άλλων μειονεκτημάτων του, κατέστρεψε, κατά τις διάφορες φάσεις της οικοδόμησής του, και αρχαιότητες του βράχου.


Το νέο Μουσείο Ακροπόλεως κτίστηκε με ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Οι αρχιτέκτονες, οι αρχαιολόγοι και όλοι όσοι είχαν εμπλοκή στον σχεδιασμό και στο κτίσιμό του ήξεραν εκ των προτέρων τι ακριβώς επρόκειτο να στεγάσει. Πρόκειται για τα ευρήματα από τον ιερό βράχο και τη γύρω περιοχή του. Η πιθανότητα να βρεθούν μελλοντικά στα μέρη αυτά νέες σημαντικές αρχαιότητες, αν και υπαρκτή, είναι μάλλον περιορισμένη. Επομένως οι εκθεσιακοί χώροι του νέου μουσείου υποτίθεται ότι έχουν αποφασισθεί και σχεδιασθεί με βάση τις γνωστές εκ των προτέρων αρχαιότητες που πρόκειται να υποδεχθεί. Ανάμεσα στα ευρήματα που, χωρίς άλλο, έχουν θέση στο νέο Μουσείο είναι αυτά του ιερού της Νύμφης, που βρίσκεται στη ΝΔ πλαγιά της Ακρόπολης, 40 μ. περίπου από το Ηρώδειο. Το 1955 και στα αμέσως επόμενα χρόνια, κατά τη διαμόρφωση της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ήλθαν στο φως τα λείψανα του ιερού αυτού, όπου εκτός των άλλων βρέθηκαν χιλιάδες κεραμικά θραύσματα, κυρίως από μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αττικά αγγεία. Πολλά από αυτά συγκολλήθηκαν και σχημάτισαν ολόκληρα αγγεία, που ορισμένες φορές ξεπερνούν το μισό μέτρο. Ανάμεσά τους υπάρχουν αγγεία που είναι δημιουργίες των μεγαλύτερων αγγειογράφων του αττικού Κεραμεικού. Πρόκειται για το καλύτερα διατηρημένο σύνολο αττικής διακοσμημένης κεραμικής που έχει βρεθεί στον ελληνικό χώρο. Είναι επίσης από τα πιο σημαντικά κεραμικά ευρήματα που ήλθαν στο φως κατά τον 20ό αι. σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο και υστερεί ίσως μόνο από αυτό που ανακαλύφθηκε στη νεκρόπολη της Σπίνας στην Ιταλία. Τα αγγεία από το ιερό της Νύμφης, που συχνά φέρουν ενδιαφέρουσες παραστάσεις τόσο από τον κόσμο του μύθου όσο και από την καθημερινή ζωή της αρχαίας Αθήνας, ήταν προσφορές των νεονύμφων της Αθήνας προς τη θεά-Νύμφη, τη συμπαράσταση της οποίας επιζητούσαν για να έχουν μια ανέφελη συζυγική ζωή με απογόνους. Δεν γνωρίζουμε ποια ήταν η Νύμφη αυτή. Ισως ταυτίζεται με την Αλκίππη, την κόρη του Αρη και της Αγλαύρου, η οποία δεν ευτύχησε στον δικό της γάμο. Στην πλειονότητά τους τα αναθήματα αυτά είναι λουτροφόροι, τελετουργικά αγγεία, με τα οποία μετέφεραν νερό από την Εννεάκρουνο, την ιερή κρήνη της πόλης, για να κάνουν οι νέοι και οι νέες το γαμήλιο λουτρό τους και τα οποία στη συνέχεια αφιερώνονταν στο ιερό. Το εύρημα αυτό, δυστυχώς απρόσιτο ως σήμερα στο κοινό, φυλάσσεται στο Μοναστηράκι, στο Φετιχιέ Τζαμί, που χρησιμοποιείται ως αποθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ακροπόλεως. Για την ιστορία σημειώνω ότι 270 θραύσματα αγγείων από τις χιλιάδες που βρέθηκαν στο ιερό αυτό, άγνωστο πότε και από ποιους, φυγαδεύτηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν από σαράντα περίπου χρόνια, ως φοιτητής, μπόρεσα να εντοπίσω, μέσω της βιβλιογραφίας, την «κλοπή» αυτή και ενημέρωσα μέλος της ανασκαφικής ομάδας του ιερού. Σήμερα τα κλοπιμαία έχουν επιστραφεί.


Σημείωση: Πρόσφατα το νέο Μουσείο Ακροπόλεως απασχόλησε και πάλι τα μέσα ενημέρωσης καθώς ο υπουργός Πολιτισμού ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να το αυτονομήσει από την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Πρόκειται για ένα θέμα που απαιτεί συζήτηση. Πάντως καλό θα ήταν ο υπουργός να αναφερόταν και στα προσόντα των μελών του επταμελούς διοικητικού συμβουλίου που προβλέπεται να διοικεί το μουσείο αυτό, μια και η επιλογή τους θα γίνεται από την εκάστοτε κυβέρνηση.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.