Τώρα που τελείωσε, προσωρινά, η ιστορία με το βέτο και το «όνομα» καιρός να στρέψουμε την προσοχή μας και πάλι στην κρίσιμη εσωτερική κατάσταση και ιδίως στην οικονομική, η οποία, δυστυχώς, βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη. Ας αρχίσουμε όμως με ορισμένες γενικές διαπιστώσεις:

Η οικονομία έχει δύο κύριες λειτουργίες: την παραγωγή εισοδήματος και τη διανομή του. Στην Ελλάδα, τη δημοσιότητα πάντα απασχολεί η διανομή. Δύο μήνες τώρα το Ασφαλιστικό κυριαρχεί, αλλά κανένας δεν βλέπει ότι με εμπορικό έλλειμμα 14,5% του ΑΕΠ, αν δεν ήμασταν στη ζώνη του ευρώ, θα είχαμε υποτίμηση και, ίσως, χρεοκοπία. Η πολιτική μας δυστυχώς αντανακλά αυτή τη μονομέρεια, αφού η διανομή εισοδήματος ωφελεί άμεσα πολλούς, έστω και λίγο. Η αύξηση της παραγωγής, αντίθετα, χρειάζεται δουλειά, γνώση και φαντασία, ενώ ωφελεί άμεσα σχετικά λίγους. Τις κυβερνήσεις μας ενδιαφέρει να μοιράζουν και όχι να παράγουν, αλλά η πολιτική οφείλει να ασχοληθεί και με τα δύο. Για να διανείμεις περισσότερους πόρους, πρέπει να παράγεις μεγαλύτερο εισόδημα. Αλλιώς είτε θα μοιράσεις δανεικά είτε θα εκποιήσεις τα υπάρχοντα. Στη δεκαετία του 1980 κάναμε το πρώτο, στη δεκαετία του 2000 κάνουμε το δεύτερο. Μετά τη Μεταπολίτευση, πολύ λίγο ασχοληθήκαμε με την πραγματική μεγέθυνση της οικονομίας. Με το άνοιγμα των οικονομιών στον ανταγωνισμό παγκοσμίως, ήρθαν η πτώση τιμών και επιτοκίων, η οποία σε κάποιον βαθμό αντιστάθμισε τη συμπίεση μισθών και ημερομισθίων, η αύξηση των κερδών και η συνακόλουθη χρηματοοικονομική «φούσκα». Καθώς αυτή σπάει, επηρεάζει τώρα και την πραγματική οικονομία, με πρώτο θύμα τις ΗΠΑ. Η παρούσα συγκυρία, με τις ανοιχτές αγορές, θα έχει και άλλα θύματα: τις χώρες που δεν παράγουν ανταγωνιστικά. Αυτό έγινε αντιληπτό στην Ευρώπη που κατόρθωσε με οικονομίες-«μπουτίκ» και ανταγωνιστικά προϊόντα, επώνυμα και εντάσεως τεχνολογίας, να διατηρεί υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και το κοινωνικό της κράτος. Στο σημείο αυτό η σχέση μας με την ΕΕ παρουσιάζει ενδιαφέρον. Την ένταξη στο ευρώ τη βλέπουμε, ως κοινωνία, αμυντικά, σαν προστασία από τους διεθνείς κλυδωνισμούς. Δεν τη βλέπουμε όμως (επι)θετικά, ως ευκαιρία για επέκταση σε νέες αγορές και μεγέθυνση της οικονομίας.

Η εθνική αυτή θεώρηση πρέπει να αλλάξει αμέσως, για να αυξηθεί η παραγωγική βάση της οικονομίας με την αξιοποίηση της αγοράς των 450 εκατομμυρίων με το κοινό νόμισμα. Το κύριο διακύβευμα της πολιτικής πρέπει να είναι πρώτα η μεγέθυνση της παραγωγικής βάσης και μετά το πολιτικό «παιχνίδι» για το μοίρασμα της «πίτας». Αυτό ενδιαφέρει περισσότερο την Αριστερά, αφού η διανομή βρίσκεται στη μήτρα της φιλοσοφίας της, και λιγότερο τη Δεξιά, η οποία απλώς αποβλέπει στο να διαχειριστεί τα κέρδη. Η αριστερή πρόταση του μέλλοντος για την Ελλάδα, συνεπώς, δεν μπορεί να είναι η διατήρηση μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών καταστάσεων στα λιμάνια, τα κλειστά επαγγέλματα και τις κρατικές επιχειρήσεις (με λίγες εξαιρέσεις), που περιορίζουν την παραγωγή και τη δημιουργία απασχόλησης και εισοδημάτων. Η αριστερή πρόταση πρέπει, αντίθετα, να ασχοληθεί με το φορολογικό σύστημα, τη διαφθορά, τη γραφειοκρατία, τον ανταγωνισμό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, με σκοπό την ουσιαστική ενίσχυση τομέων πραγματικού δημοσίου ενδιαφέροντος, όπως η Υγεία, η Παιδεία και η έρευνα. Για την Αριστερά του μέλλοντος, οι νέοι «ήρωες» πρέπει να είναι πρώτα όσοι παράγουν και μετά όσοι απλώς μιλούν στο όνομα των εργαζομένων…

Ο κ. Λ. Λιαρόπουλος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.