Η δυναμική από τα ενδεχόμενα που περικλείει η τροποποίηση του επίμαχου άρθρου 16 του Συντάγματος για την Ανώτατη Εκπαίδευση φοβάμαι ότι δεν έχει συνειδητοποιηθεί σε όλη την έκτασή της. Το ελληνικό πανεπιστήμιο, πέρα από τη συγκρότηση των επαγγελματικών δεξιοτήτων (γιατρών, μηχανικών, εκπαιδευτικών, δικηγόρων κ.λπ.) που χρειάστηκε η χώρα, έπαιξε ένα ευρύτερο και μείζονα ρόλο ο οποίος μπορεί να εκτιμηθεί αν τον δούμε ιστορικά και μακροσκοπικά. Κεντρικό χαρακτηριστικό του ήταν ο εκδημοκρατισμός και ο εκσυγχρονισμός των αξιών και των νοοτροπιών.


* Εργαστήριο αξιών


Κατ’ αρχάς ένας από τους καταστατικούς μύθους της ελληνικής δημοκρατίας μετά το 1974 συγκροτήθηκε με βάση το πανεπιστήμιο και τον κόσμο του. Αλλά και ευρύτερα οι νέες αξίες, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ισότητα των φύλων και ο φεμινισμός, οι νέες παιδαγωγικές αντιλήψεις, οι ευαισθησίες για το φυσικό και το χτισμένο περιβάλλον, οι καινούργιες αντιλήψεις για τον πολιτισμό, η κοινωνική των επιστημών και πολλά άλλα που άλλαξαν τις βαθιά συντηρητικές νοοτροπίες αυτής της κοινωνίας, την απαγορευτικότητα και την κατασταλτικότητα που είχαν ριζώσει από τον 19ο αιώνα και είχαν ενισχυθεί με τις αλλεπάλληλες δικτατορίες και εκτροπές, καλλιεργήθηκαν στο πανεπιστήμιο, ιδιαίτερα από τη μεταπολίτευση και έπειτα. Ολα αυτά έγιναν ίσως όχι στην έκταση και ίσως όχι με τον τρόπο που θα επιθυμούσαμε. Εγιναν όμως χάρη στο δημόσιο πανεπιστήμιο, στις ελευθερίες που αυτό εγγυόταν, παρά τις παθολογίες και τις αδυναμίες που γνωρίζουμε και σωστά επισημαίνουμε.


Δεν ήταν η Ελλάδα η εξαίρεση, σε όλη την Ευρώπη συνέβησαν αυτά. Το ιδιωτικό πανεπιστήμιο δεν μπορούσε να παίξει τον ρόλο ενός δημόσιου εργαστήριου αξιακών μεταβολών. Ιδιαίτερα ο ευρύτερος χώρος που περιλαμβάνει τις ιδεολογικές και πολιτικές αποχρώσεις που εκτείνονται από το κέντρο έως την αριστερά συνδέεται αμεσότερα με αυτή τη δημόσια πολιτισμική λειτουργία του πανεπιστημίου απ’ ό,τι η συντηρητική παράταξη, προσανατολισμένη στενότερα σε λύσεις με χαρακτήρα τεχνοκρατικό ή της αγοράς. Γι’ αυτό άλλωστε και η Παιδεία, από τον καιρό του κινήματος για το 15% το 1963, αποτελεί το προνομιακό πεδίο πολιτικής της προοδευτικής συμπαράταξης. Επομένως εκείνο που κατά βάθος παίζεται τώρα με την αναθεώρηση είναι η πολιτισμική και ιδεολογική ηγεμονία των επόμενων δεκαετιών.


* Φθηνότερη εκπαίδευση


Τότε γιατί να μην αντιταχθούμε στην αναθεώρηση; Πρώτο, γιατί έχει αλλάξει ο χαρακτήρας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η έννοια της εξειδίκευσης περνά εξολοκλήρου πλέον από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο καθένας δικαιούται να έχει πρόσβαση ανεξαρτήτως επιδόσεων σε προηγούμενες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Γι’ αυτό και όσοι δεν εξασφαλίζουν πρόσβαση με βαθμούς, την εξασφαλίζουν με χρήματα. Στη σημερινή Ελλάδα η ανώτατη εκπαίδευση συνολικά (δημόσια, ιδιωτική και στο εξωτερικό) αφορά μισό εκατομμύριο νέων. Δεύτερο, η διαφορά ανάμεσα στην κατάρτιση και στην εκπαίδευση χάνεται. Οσο μαζικοποιείται η εκπαίδευση τόσο απομακρύνεται από τα ιδεώδη της απροϋπόθετης επιστημονικής μαθητείας, του καθαρού έρωτα γνώσης. Οτι τις ανάγκες αυτές δεν μπορεί να τις καλύψει η δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση φαίνεται και από τη ζήτηση εκπαίδευσης στο εξωτερικό ή τη ζήτηση ιδιωτικής εκπαίδευσης. Η πίεση αυτή των 70.000 οικογενειών αποτελεί τον οικονομικό και πολιτικό μοχλό της τροποποίησης του άρθρου 16. Ας προσέξουμε εδώ όμως μία λεπτομέρεια. Οι ελληνικές κοινωνικές ελίτ έστελναν και θα συνεχίσουν να στέλνουν τους βλαστούς τους στα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ανεξαρτήτως καθεστώτος της ελληνικής εκπαίδευσης. Επομένως η ζήτηση για ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα δεν αφορά ζήτηση υψηλού αλλά χαμηλού κόστους, χαμηλότερων και όχι υψηλότερων προδιαγραφών.


Είναι σαφές ότι το κράτος δεν μπορεί παρά να επέμβει νομοθετικά σε μια αυξανόμενη αγορά, την αγορά της εκπαίδευσης. Χρειάζεται όμως να εξασφαλίσει κριτήρια, να διασφαλίσει στους πολίτες το χαρακτήρα και την ποιότητα της ανώτατης εκπαίδευσης μετά τη συνταγματική αναθεώρηση. Η Νέα Δημοκρατία, βλέποντας βραχυπρόθεσμα τα εκλογικά οφέλη από το κοινωνικό στρώμα που ζητά φτηνότερη ιδιωτική εκπαίδευση στην Ελλάδα παρά σπουδές στο εξωτερικό, δεν ενδιαφέρεται και ενδεχομένως δεν μπορεί να αντιληφθεί λόγω πολιτικής κουλτούρας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες. Για το λόγο αυτό και δεν συνοδεύει την πρόταση για αναθεώρηση με την πρόταση ενός νόμου αξιολόγησης των κριτηρίων λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης. Πρόκειται για μια άκρως ανησυχητική αδυναμία. Δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε ανεπανόρθωτη διάλυση την ανώτατη εκπαίδευση συνολικά.


* Η αναβάθμιση το διακύβευμα


Τι θα έπρεπε να συμπεριλάβει μια παρόμοια νομοθετική δέσμευση; Εδώ μπορούμε να συζητήσουμε μόνο γενικές κατευθύνσεις, και βεβαίως ότι θα αφορά όλα τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης, τόσο τα δημόσια όσο και τα ιδιωτικά. Καθώς και ότι θα εξασφαλίζει τα χαρακτηριστικά που ιστορικά διαμόρφωσαν το θεσμό του πανεπιστημίου. Ποια είναι αυτά; Πρώτο, πανεπιστήμιο (universitas), όπως το λέει η λέξη, σημαίνει ενότητα των επιστημών γιατί η μία γονιμοποιεί την άλλη. Πολλές φορές η συζήτηση ανάμεσα σε όμορες επιστήμες είναι σημαντικότερη από την ενδοκλαδική συζήτηση. Δεύτερο, ενότητα έρευνας και διδασκαλίας. Καμιά δυνατότητα έρευνας δεν παρέχεται στους διδάσκοντες σε ιδιωτικούς οργανισμούς ανώτατης εκπαίδευσης που λειτουργούν τώρα στην Ελλάδα και που θέλουν να γίνουν πανεπιστήμια. Η έρευνα στοιχίζει και δεν εξασφαλίζει άμεση ανταπόδοση. Γι’ αυτό άλλωστε και υποχρηματοδοτείται και στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Αλλά η έρευνα είναι που εξασφαλίζει την ποιότητα της εκπαίδευσης. Διαφορετικά μια επιστημονική κοινότητα χάνει επαφή και αποκόβεται από το διεθνές της περιβάλλον, παπαγαλίζει και απαξιώνεται. Τρίτο, η αυτονομία, το αυτοδιοίκητο και η διαφάνεια του πανεπιστημίου. Η πανεπιστημιακή αυτοδιοίκηση έχει κακοπάθει βέβαια, αλλά αποτελεί μια εν δυνάμει εγγύηση για την αξιολογική αναπαραγωγή του πανεπιστημίου. Δεν υπάρχει δηλαδή καμιά καλύτερη μέθοδος αναπαραγωγής του πανεπιστημίου με ενδελεχή κριτήρια. Τέταρτο, το πανεπιστήμιο δεν πρέπει να χάσει το χαρακτήρα του ως μηχανισμού που εξασφαλίζει την κοινωνική κινητικότητα και μειώνει τις ανισότητες. Η Ελλάδα είναι μια μικρή κοινωνία η οποία δεν έχει την πολυτέλεια, ούτε άλλωστε το μπορεί, να χτίσει ένα ελιτίστικο σχήμα εκπαίδευσης όπως το αγγλικό ή το αμερικανικό. Βρίσκεται πιο κοντά σε ένα ευρωπαϊκό μοντέλο, επομένως αν βελτιώσει το μέσο όρο, μπορεί να έχει πολλαπλάσια οφέλη από τη διανομή μιας καλής εκπαίδευσης στον πληθυσμό. Επομένως πρέπει να ρυθμιστεί νομικά το ζήτημα της πρόσβασης και των κριτηρίων εισαγωγής στα ανώτατα ιδρύματα.


Τέλος ας καταλήξουμε εκεί από όπου αρχίσαμε. Η υπόθεση της ανώτατης εκπαίδευσης αφορά τη δημιουργία και τη λειτουργία ενός δημόσιου χώρου που λειτουργεί ως εργαστήριο ιδεών, αξιών, πολιτισμού. Αν το χάσουμε αυτό θα έχουμε χάσει ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας. Για το λόγο αυτό η οικονομική και θεσμική αναβάθμιση της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης είναι το μεγάλο ιστορικό διακύβευμα της εποχής. Η τροποποίηση του άρθρου 16 είναι αναγκαία για να αποκτήσει και το δημόσιο πανεπιστήμιο ένα στάτους διαφορετικό από το ισχύον, ώστε να απελευθερωθεί από τα δεσμά των δημόσιων υπηρεσιών. Επομένως ποιο νομοθετικό πλέγμα θα αντικαταστήσει το άρθρο 16 είναι κρίσιμο. Τι δηλαδή θα εξασφαλίσει την ποιότητα της Ανώτατης Εκπαίδευσης, την ακαδημαϊκή ελευθερία και το δημόσιο χαρακτήρα της.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.