Ελευση του νέου χρόνου, τόσο του «αντικειμενικού» όσο και του «υποκειμενικού». Γενικότερα, μοιάζει εύκολη η τριβή με την «ποιητική της ιστορίας» και ακατανίκητη η έλξη που μια τέτοια πρακτική ασκεί. Ισως έτσι εξηγείται η ροπή αρθρογράφων της εγχώριας (και όχι μόνον) κομμουνιστικής Αριστεράς να υιοθετούν χωρίς περιστροφές τρόπους σκέψης που στοιχειοθετήθηκαν στην ακριβώς αντίπερα όχθη του πολιτικού πεδίου. Για παράδειγμα, τι είδους «μεταλλαγή» θα μπορούσε να συμβεί στις φιλοσοφικοϊστορικές θεωρήσεις του Spengler;


Αρκετοί έλληνες διανοούμενοι, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν τη σκέψη του Oswald Spengler (1880-1936) και τις σχετικές συζητήσεις που παρουσιάστηκαν στην ετοιμόρροπη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Το κύριο και πολύπλευρα σχολιασμένο έργο του γερμανού στοχαστή – που ξεκίνησε ως θετικός επιστήμονας, αναγορεύτηκε διδάκτωρ με την εργασία του για τον Ηράκλειτο και έγινε παγκόσμια γνωστός για τις φιλοσοφικοϊστορικές του απόψεις – κυκλοφόρησε στην κατάλληλη στιγμή διερμηνεύοντας τις ανησυχίες των συντηρητικών κύκλων της πατρίδας του. Οπως εξηγεί στην Εισαγωγή του πολύκροτου βιβλίου του Der Untergang des Abendlandes o Spengler, η «δύση της Δύσης» αποτελεί ένα φιλοσοφικό πρόβλημα που συνδέεται με «όλα τα μεγάλα ερωτήματα του Είναι».


Σύμφωνα με τη βασική θέση του έργου η γραμμική αντίληψη του ιστορικού χρόνου, που καλλιεργήθηκε κυρίως από τον αγγλικό και τον γαλλικό φιλελευθερισμό του 18ου και του 19ου αιώνα, δεν μπορεί να ερμηνεύσει την ανάπτυξη των πολιτισμών που κατά καιρούς διαμόρφωσαν οι ανθρώπινες κοινωνίες. Απομυθοποιώντας ο Spengler την αστική επίκληση της «ανθρωπότητας» υποστηρίζει πως ο όρος αυτός δεν έχει νόημα, εφόσον υπάρχουν μόνον καθορισμένοι «πολιτισμοί» (ή «ψυχές του πολιτισμού») με δική τους εσωτερική εξέλιξη. Ακριβώς η ιδιαίτερη πορεία τους επισημαίνεται στα κοινά στάδια της παιδικότητας, της εφηβείας, του ανδρισμού και των γηρατειών που χαρακτηρίζουν τη βιολογική σταδιοδρομία των «πολιτισμών».


Μ’ αυτές τις απόψεις δεν υπονοούσε ο γερμανός στοχαστής πως οι «βιολογικοί» τους βηματισμοί συγκροτούν την απαράβατη ιστορική τους νομοτέλεια. Ο ιστορικός νόμος – που προβλήθηκε αρχικά από τη φιλελεύθερη και στη συνέχεια από τη σοσιαλιστική σκέψη – δεν έχει τη θέση του στις ιστορικές θεωρήσεις του Spengler: «Τη φύση πρέπει κανείς να την αντιμετωπίζει επιστημονικά, για την ιστορία πρέπει κανείς να κάνει ποίηση». Σ’ αυτή τη μεγαλεπήβολη – επική και τραγική συνάμα – ποιητική σύλληψη του πολυτεμαχισμένου ιστορικού γίγνεσθαι η ενοποιητική του αρχή είναι το «ιστορικό πεπρωμένο». Η τελεολογική ερμηνεία της ιστορίας – και μάλιστα της παγκόσμιας ιστορίας – συνδέεται με την ευθύγραμμη θεώρησή της, ενώ στο ιστορικό σύμπαν που μελετάει ο Spengler οι «πολιτισμοί, ζωντανά όντα ύψιστου βαθμού, μεγαλώνουν μέσα σε μιαν υπέροχη απουσία σκοπού, όπως τα άνθη στον αγρό».


Η «παγγερμανιστική», θα έλεγα, αντίληψη του «Schicksal» διαχέεται στην επίσης γνώριμη διάκριση της γερμανικής ιστοριογνωσίας ανάμεσα στον «τεχνικό πολιτισμό» (Zivilisation) και τον «πνευματικό πολιτισμό» (Kultur). Οπως πιστεύει ο Spengler, «για πρώτη φορά οι δύο αυτοί όροι, που σήμαιναν ως τώρα μια ακαθόριστη διάκριση ηθικού χαρακτήρα, χρησιμοποιούνται με μια έννοια περιοδικότητας για ν’ αποδώσουν μια αυστηρή και αναγκαία οργανική διαδοχή». Ο τεχνικός πολιτισμός αποτελεί το αναπόφευκτο επακόλουθο της κουλτούρας. Τα συμπτώματα αυτής της μετάβασης – όπως τα εντοπίζει ο Spengler στον «φαουστικό», δηλαδή τον δυτικοευρωπαϊκό, πολιτισμό – είναι η «παγκόσμια ειρήνη» και ο «καισαρισμός», η κοσμοπολίτικη νοοτροπία και ο νομαδισμός των διανοουμένων, ο περιορισμός των γεννήσεων, η παρακμή της χρηματικής οικονομίας, η εξαφάνιση της δημιουργικότητας και ο εκφυλισμός της θρησκευτικότητας.


Η βεβαιότητα του γερμανού στοχαστή για την ακατανίκητη δύση της Δύσης δεν επιδέχεται καμιά αντίρρηση, εφόσον η «βιολογική» πορεία των πολιτιστικών ενοτήτων οδηγείται στον αναπόφευκτο θάνατο που προαναγγέλλει η εμφάνιση του «εξωτερικού» ή «τεχνικού» πολιτισμού. Ειδικά για τη χώρα του η ψυχολογία της ήττας, η εθνικιστική αντίδραση στους εξευτελιστικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών με την ιδεολογική ενδυνάμωση και την πολιτική συσπείρωση των ρεβανσιστικών συντηρητικών στοιχείων αποτέλεσαν τους ευνοϊκούς συντελεστές για την αποδοχή των προβληματισμών που έθετε η «γερμανική φιλοσοφία» του Spengler.


Προφανώς μέσα από την ιδεολογική χρήση της ιστορίας των ιδεών, όπως μάλιστα εξακολουθεί να την ευνοεί η εποχή μας, δεν είναι παράδοξο να επιχειρείται ο πολιτικός «αποχαρακτηρισμός» του Spengler. Δηλαδή να επιστρέψει και ως «οικολόγος» αυτός που πίστευε στην αναγέννηση του «Raubtier» που φαίνεται να έκρυβε μέσα του. Επίσης τι αποβλεπτικότητα έχει η διαβεβαίωση ότι οι θεωρητικοί της Αριστεράς αντιστρατεύθηκαν τη σκέψη του για την ιδέα της «κυκλικής-οργανικής θνησιγένειας όλων των μορφών του πολιτισμού»; Ή τι σημαίνει η πομπώδης διαπίστωση ότι τάχα ο «παραλίγο γεωμετρικός προοδευτισμός της Αριστεράς δεν είναι ένας σεισμόπληκτος που κατά το μεγαλύτερο μέρος κατέρρευσε με τη διόλου παταγώδη αυτοανατροπή του υπαρκτού σοσιαλισμού»; Και χωρίς αυτές τις φιοριτούρες στο οπισθόφυλλο, με τον υπερβάλλοντα ζήλο του μεταφραστή, θα μπορούσε να εμφανισθεί, πριν από λίγα χρόνια, η πρώτη ελληνική μετάφραση της δίτομης Παρακμής της Δύσης… Ο ίδιος άλλωστε ο Spengler, ψυχραιμότερα, είχε υποδείξει ότι το βιβλίο του συνιστά απλώς μια «ημιτελή προσπάθεια που ασφαλώς δεν θα είναι απαλλαγμένη από εσωτερικές αντιφάσεις».


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.