Ο εκλιπών ήταν ο πρώτος προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας που εκλέχθηκε χωρίς άμεση πολιτική ανάμειξη. Τους δύο προκατόχους του Σεραφείμ και Ιερώνυμο τους επέλεξαν και τους επέβαλαν ο Ιωαννίδης και ο Παπαδόπουλος. Αντίστοιχες κυβερνητικές ή ανακτορικές αναμείξεις στην εκλογή αρχιεπισκόπων είχαν γίνει και πριν από τη δικτατορία. Η παράδοση πάει πίσω, στις απαρχές της εγκαθίδρυσης της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Αλλωστε το κράτος εξαρχής ήθελε την Εκκλησία εξάρτημά του και τμήμα του κρατικού μηχανισμού. Ωστόσο ο πρώτος αρχιεπίσκοπος που αναδείχθηκε από την ίδια την Ιεραρχία δεν εξέφραζε διαφορετική από τους προκατόχους του τάση. Είχε αναδειχθεί από αυτούς γραμματέας της Συνόδου και μητροπολίτης.


Στην Εκκλησία δεν συνέβη μεταπολίτευση, δεν έγιναν δηλαδή εκείνες οι μεγάλες αλλαγές που αναδεικνύουν τη μεταπολίτευση σταθμό όχι ανάμεσα στη δικτατορία και στη δημοκρατία αλλά ανάμεσα σε ολόκληρη την μετεμφυλιακή περίοδο και τη σύγχρονη φάση της δημοκρατίας. Μπορεί η ιδεολογία της Εκκλησίας να μην άλλαξε, ωστόσο στη δεκαετία του 1990 οι μηχανισμοί της παραγωγής και το πεδίο επιτέλεσης της ιδεολογίας είχε αλλάξει. Δίπλα στο κράτος είχαν αναδειχθεί τα Μαζικά Μέσα τα οποία είχαν αυτονομηθεί από την κρατική κηδεμονία και είχαν πλέον αποικιοποιήσει το σύνολο της δημόσιας ζωής.


Ο εκλιπών Αρχιεπίσκοπος ήταν το κατάλληλο πρόσωπο που έφτασε την κατάλληλη ώρα. Ικανός χειριστής των Μέσων ώθησε την Εκκλησία στη διεκδίκηση αυτόνομου πόλου στον συν-καθορισμό πολιτικής στην εκπαίδευση, στην εξωτερική πολιτική, σε ευαίσθητα ζητήματα της εσωτερικής πολιτικής (μειονότητες, μετανάστες, ανθρώπινα δικαιώματα). Πάνω από όλα διεκδίκησε τον χώρο του καθορισμού της εθνικής ταυτότητας. Αν κατάφερε πολλά από όλα αυτά ήταν γιατί οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους δεν είχαν οριοθετηθεί ιστορικά με αποτέλεσμα η Εκκλησία να παίζει και στα δύο ταμπλό ταυτόχρονα: και με το κράτος θεσμικά και οικονομικά, και εναντίον του κράτους ιδεολογικά. Με λίγα λόγια, χάρη στον εξωστρεφή Αρχιεπίσκοπό της η Εκκλησία κατάφερε να καρπωθεί τις ανασφάλειες, τις αβεβαιότητες και τις δυσαρέσκειες της δεκαετίας όπου η Ελλάδα έμπαινε πλέον στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Για τον λόγο αυτό ο εκλιπών αναπαρήγαγε σε όλους τους τόνους και τις αποχρώσεις ένα απλό μανιχαϊκό αφήγημα: παγκοσμιοποίηση-εκσυγχρονισμός-διανοούμενοι εναντίον εθνικής συνείδησης-Εκκλησίας-απλού λαού.


Η ρητορική αυτή, όπως αποδείχθηκε στη διαμάχη τόσο για τις ταυτότητες όσο και για το βιβλίο Ιστορίας, είχε διεισδυτικότητα σε όλο το πολιτικό φάσμα, από την άκρα Δεξιά ως την άκρα Αριστερά. Αλλά η πειθώ του οφειλόταν και σε έναν άλλο λόγο. Στο συναισθηματικό έλλειμμα που υπήρχε στον ελληνικό δημόσιο χώρο. Μπορεί να θεωρούμε ότι μια ώριμη δημοκρατία δεν έχει ανάγκη από προσωπικότητες που εκτός από επιχειρήματα προσφέρουν και συναισθηματικές ταυτίσεις. Αλλά η πολιτική είναι όπως μια παρτιτούρα στην οποία γράφονται παράλληλα η μουσική, τα λόγια και η χορογραφία. Αυτή την παράλληλη γραφή την είχε προσφέρει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι μετά την έξοδο εκείνου από τη σκηνή τη συναισθηματική αναπλήρωση την πρόσφερε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος.


Η Εκκλησία σήμερα με ένα πολιτικό σύστημα σε κρίση και ανοιχτά πολλά ευαίσθητα θέματα βρίσκεται σε πολύ κεντρικότερη θέση από ό,τι πριν από το 1998. Η εκλογή νέου προκαθημένου δεν μπορεί να αφορά μόνο τους πιστούς και να αφήνει αδιάφορους τους υπόλοιπους. Η Ελλαδική Εκκλησία πρέπει να αλλάξει σελίδα. Η εκλογή μιας ρέπλικας του εκλιπόντος θα ήταν δυστύχημα για την ίδια την Εκκλησία αλλά και για τον τόπο. Δεν υπάρχουν νέοι άνθρωποι με διαφορετικό δείγμα γραφής που να λειτουργήσουν συνθέτοντας και όχι διαιρώντας;


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.