Πριν από λίγο καιρό, σε μια συνέντευξη στη «Suddeeutche Ζeitung», μου ζητήθηκε να σκεφτώ τους πιο εμβληματικούς πίνακες της ευρωπαϊκής τέχνης και να κατονομάσω τις γυναίκες που θαύμαζα περισσότερο. Αντ΄ αυτού έκανα κάτι πολύ πιο πεζό, είπα τα ονόματα εκείνων τις οποίες θα ήθελα να καλέσω σε δείπνο. Ανέφερα την «Κυρία με την ερμίνα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι και τη «Βασίλισσα Ούτα» του Νάουμπουργκ. Εκτοτε πολλοί Γερμανοί μού έχουν στείλει φωτογραφίες και βιβλιαράκια για την Ούτα, και πρέπει να πω ότι είναι ωραίο το να ανάγεις σε είδωλο μια γυναίκα η οποία πέθανε πριν από σχεδόν μία χιλιετία και, παρ΄ όλα αυτά, οι άνθρωποι να σου στέλνουν τη φωτογραφία της.

Το άγαλμα της Ούτα (έζησε τον 11ο αιώνα αλλά η μορφή της απαθανατίστηκε σε γλυπτό γύρω στο 1250) έχει σχεδόν τη μορφή μιας στήλης και βρίσκεται στον Καθεδρικό Ναό του Νάουμπουργκ. Εχει αναπαραχθεί άπειρες φορές γιατί αποτέλεσε ένα είδος ειδώλου για τον νεορομαντικό παγγερμανισμό. Η εικόνα αυτή είναι τόσο ισχυρή (και ομολογώ ότι αυτό μόλις το έμαθα από το βιβλίο για το οποίο πρόκειται να μιλήσω στη συνέχεια) ώστε η ναζιστική προπαγάνδα την εκμεταλλεύθηκε ως το πρότυπο της αρίας καλλονής. Και λυπάμαι γι΄ αυτό.

Ως αφοσιωμένος θαυμαστής καθετί μεσαιωνικού, λατρεύω την Ούτα και θα εξακολουθήσω να τη λατρεύω επειδή έχει πραγματικά ένα πολύ ωραίο πρόσωπο. Δεν γνωρίζουμε πολλά για το υπόλοιπο σώμα της, γιατί η Ούτα δεν απεικονίζεται γυμνή σαν μία από τις παλιές ελληνικές Αφροδίτες – μεσογειακή και ελαφρώς ψυχρή-, αλλά στέκεται ενάρετη και υπεροπτική «με το ωραίο πρόσωπό της πλαισιωμένο από μια ταινία που τονίζει το οβάλ σχήμα του, τα χείλη της κάπου ανάμεσα σε κλειστά και μισάνοιχτα, το διάδημά της με τα κρίνα, τον πτυχωτό μανδύα με τον όρθιο γιακά που σφίγγει στο σώμα της με μια κίνηση που μοιάζει ίσως περισσότερο ανήσυχη παρά αυτοκρατορική».

Η φράση αυτή είναι από μία περιγραφή που κάνει ο Στέφανο Πότζι, ο οποίος (ίσως ενθυμούμενος τη δήλωση αγάπης μου ή, τουλάχιστον, την πρόσκλησή μου σε δείπνο) δημοσίευσε το βιβλίο «La vera storia della Regina di Βiancaneve»- «Η πραγματική ιστορία της Βασίλισσας της Χιονάτης».

Αυτό το γοητευτικό, αν και λίγο «αμαρτωλό», βιβλιαράκι ξεκινάει ως αφήγηση ενός προσκυνήματος στους τόπους του Νίτσε και ξαφνικά- σχεδόν τυχαία- κάνει μια στάση στο Νάουμπουργκ. Οταν ο συγγραφέας και οι σύντροφοί του βλέπουν την Ούτα πιστεύουν ότι ανακάλυψαν ένα πιστό πορτρέτο της Γκριμχίλντε, της κακιάς βασίλισσας του «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι». Η ιδέα με θορύβησε. Πράγματι, η Γκριμχίλντε είναι ντυμένη ακριβώς σαν την Ούτα, η ομορφιά της όμως ήταν κακή: η ομορφιά της Ούτα μπορεί να είναι ψυχρή, είναι όμως γλυκιά. Για τον λόγο αυτό παρηγορήθηκα όταν ο συγγραφέας ανέφερε τη θεωρία ότι την έμπνευση για την Γκριμχίλντε αποτέλεσε η Ελεν Γκάχαγκαν, μια ηθοποιός της δεκαετίας του 1930 η οποία φορούσε ένα παρόμοιο κοστούμι (το ήλεγξα στο Διαδίκτυο) όταν έπαιζε τη θρυλική «She», την υπέροχη αλλά καταραμένη καλλονή του διάσημου μυθιστορήματος του Χένρι Ράιντερ Χάγκαρντ. Το γεγονός δεν με δυσαρέστησε διόλου, γιατί το ίδιο μυθιστόρημα ενέπνευσε μια σειρά κόμικς του Λάιμαν Γιανγκ, η οποία στην Ιταλία είχε κυκλοφορήσει με τον τίτλο «Η μυστηριώδης φλόγα της Βασίλισσας Λοάνα» (κάποιοι από τους λίγους αναγνώστες μου θα γνωρίζουν ότι το κόμικ αυτό έχει μια θέση στις παιδικές αναμνήσεις μου).

Η «Κυρία με την ερμίνα» του Λεονάρντο ντα Βίντσι

Ο Πότζι ωστόσο δεν πείθεται από αυτή την ιστορία. Κάνει πεισματικές έρευνες σαν λαγωνικό για να αποδείξει πως ο Γουόλτ Ντίσνεϊ , ο οποίος είχε συλλέξει πολύ υλικό για το «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι» (1937), γνώριζε το άγαλμα της Ούτα, όπως και οι συνεργάτες του. Σύμφωνα με τη θεωρία του η Ούτα ενέπνευσε την Γκριμχίλντε- σε μια μετατροπή από είδωλο της βασιλικής καλλονής σε εικόνα διαστροφής.

Φαίνεται ότι το γεγονός δεν διέφυγε της προσοχής του δρος Γκέμπελς και του περιβάλλοντός του, και αυτή η προσβολή προς την αρία αισθητική οδήγησε στο γεγονός ότι η Χιονάτη δεν αγοράστηκε ποτέ από τα γερμανικά κινηματογραφικά δίκτυα διανομής. Οι ναζιστές πιθανώς υποπτεύονταν ότι η προσβολή ήταν εσκεμμένη δεδομένου ότι, όπως φημολογούνταν, το Χόλιγουντ ελεγχόταν από εβραίους- ή τουλάχιστον από κομμουνιστές και αντιφασίστες.

Ο Πότζι είναι πολύ έντιμος. Παρέχει σημαντική βιβλιογραφία των πηγών που συμβουλεύτηκε, αλλά προειδοποιεί: «Δεν είναι όλα τα γεγονότα που αναφέρονται εδώ αυθεντικά, ούτε βασίζονται σε ντοκουμέντα.Ορισμένα είναι αποτέλεσμα ενός είδους λογικά φανταστικής επαγωγής,η οποία απορρέει από τη χρήση των προαναφερομένων πηγών».

Ετσι αυτό το βιβλίο, το οποίο ξεκινά σαν ένα είδος προσκυνήματος όπως αυτό των Καθολικών στον Αγιο Ιάκωβο της Κομποστέλα για να συνεχίσει σαν μια ιστοριογραφική ανασύνθεση, δεν είναι ένα έργο το οποίο επιδιώκει να δώσει μια οριστική απάντηση. Καθώς δε το να μάθουμε αν η Ούτα πράγματι ενέπνευσε ή δεν ενέπνευσε τη Γκριμχίλντε φαίνεται ένα ζήτημα ελάχιστης σημασίας, αυτοπαρουσιάζεται ως ένα «άχρηστο» βιβλίο. Είναι όμως εξαιρετικά ευχάριστα άχρηστο, γιατί αποτελεί την ιστορία ενός είδους εμμονής, ενός νοητικού και αρχειοθετικού εγχειρήματος με στόχο την άντληση μιας ικανοποίησης η οποία θα εντυπωσιάσει ορισμένους ως απόλυτα αλλόκοτη. Αναμφίβολα ο αναγνώστης θα ακολουθήσει αυτή την επιδρομή στο έδαφος του μη σημαντικού με μεγάλη απόλαυση- την ίδια απόλαυση (πιστεύω) που δοκίμασε ο συγγραφέας κατά τη διάρκεια αυτής της ανάποδης αναζήτησής του για ένα Γκράαλ. Με την υποψία ότι, τελικά, θα καλούσε σε δείπνο την Γκριμχίλντε.

Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η ωραιότερη;

© ΤΟ ΒΗΜΑ, Τhe Νew Υork Syndicate