Αν η φράση του Γάλλου συγγραφέα «Δεν γράφουμε τα βιβλία που θέλουμε να γράψουμε» ισχύει για τους περισσότερους ποιητές ή πεζογράφους, για τον Καζαντζάκη θα ίσχυε περισσότερο η φράση «Δεν γινόμαστε το είδος του συγγραφέα που θέλουμε να γίνουμε». Γιατί ο Καζαντζάκης τα βιβλία που ήθελε να γράψει τα έγραψε. Αλλά έγραψε και βιβλία που δεν τα είχε φανταστεί, τα μυθιστορήματα της τελευταίας περιόδου της ζωής του – και ήταν αυτά που άλλαξαν την εικόνα του ως συγγραφέα· που τον μετέγραψαν από τα κατάστιχα της ποίησης, στα οποία βρισκόταν ως τότε, στα κατάστιχα της πεζογραφίας.


Διότι ως τα τέλη της δεκαετίας του 1940 (δηλαδή ως τα 60-63 του χρόνια) ο Καζαντζάκης εθεωρείτο ποιητής, και μάλιστα από τους κορυφαίους του καιρού του. Εχοντας ξεκινήσει τη συγγραφική πορεία του στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του αιώνα με δοκιμές σε ποικίλα λογοτεχνικά είδη (ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, δοκιμιογραφία, χρονογράφημα, κριτική), ως τα μέσα της δεκαετίας του 1910, εποχή που γράφει τα πρώτα έμμετρα δράματά του (1915: Οδυσσέας, Νικηφόρος Φωκάς, Χριστός) έχει κατασταλάξει ως προς τη συγγραφική του ταυτότητα που θα είναι εκείνη του ποιητή. Αλλωστε και στα πεζογραφικά και θεατρικά κείμενα που είχε δημοσιεύσει ως τότε η ποιητική ατμόσφαιρα ήταν εμφανής.


* Στιχουργική παραγωγή


Οι επόμενες τρεις δεκαετίες (1916


-1946), εποχή ωρίμανσης και ωριμότητας του Καζαντζάκη, θα είναι δεκαετίες ποιητικές. Δημοσιεύει τα έμμετρα δράματα του 1915 (1922, 1927, 1928 αντιστοίχως), αρχίζει τη σύνθεση της Οδύσσειας (1925) – «του μεγαλύτερου έπους απ’ όσα έγραψε η λευκή φυλή» – που θα την τελειώσει το 1938 και θα τη δημοσιεύσει τον ίδιο χρόνο, γράφει (1932-1937) τα 21 ποιήματα που θα αποτελέσουν τη συλλογή Τερτσίνες, από τα οποία ως το 1946 θα δημοσιεύσει τα 11. Ακόμη: γράφει σε στίχο (έμμετρο ή verset) άλλα επτά ποιητικά δράματα, από τα οποία δημοσιεύει τα τρία (Ιουλιανός, 1945· Προμηθέας Πυρφόρος, 1945· Ο Καποδίστριας, 1946· τα Βούδας, 1923· Προμηθέας Δεσμώτης και Προμηθέας λυόμενος, 1943-1945 και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, 1944 δημοσιεύτηκαν μετά θάνατον)· γράφει, επίσης, τα δράματα Μέλισσα, 1937 (δημοσ. 1939) σε λυρική πρόζα, και Ο Οθέλλος ξαναγυρίζει, 1937 (δημοσ. 1962) σε ποιητικών διαθέσεων πεζό. Και μεταφράζει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη (1932· δημοσ. 1934), το πρώτο μέρος του Φάουστ του Γκαίτε (1936-1937· δημοσ. 1942), ποιήματα Ισπανών ποιητών (δημοσ. 1933-1937) και στίχους από την Ιλιάδα (δημοσ. 1945-1946).


Αφησα τελευταία την Ασκητική, που δημοσιεύτηκε το 1927, γιατί θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι δεν έχει γίνει όσο θα έπρεπε αντιληπτή η ποιητική της φύση. Μπορεί αυτό το βιβλίο, που έχει χαρακτηριστεί ως το πνευματικό μανιφέστο του Καζαντζάκη, να κατατάσσεται στα έργα του της «στοχαστικής πεζογραφίας», όμως το συναίσθημα που το διατρέχει, οι ποιητικές του εικόνες, η προσωδιακή του άρθρωση το καθιστούν περισσότερο ένα στοχαστικό πεζοτράγουδο, που μπορεί (και θα έπρεπε) να διαβάζεται ως ένα ποιητικό προοίμιο της Οδύσσειας.


Τα δύο μυθιστορήματα (Toda Raba, 1934· Ο Βραχόκηπος, 1939), τα άρθρα, τα δοκιμιακά κείμενα και οι ανταποκρίσεις (θα συντεθούν σε 6 ταξιδιωτικά βιβλία), που έγραφε και δημοσίευε ο Καζαντζάκης αυτές τις τρεις δεκαετίες, δεν θα επισκιάσουν το ολοένα αυξανόμενο ποιητικό του έργο, το οποίο θα αναπτυχθεί σε όγκο μεγαλύτερο από το έως το 1946 πεζογραφικό του έργο (το μυθοπλασιακό και το ταξιδιωτικό). Η ποιητική εικόνα του Καζαντζάκη θα αρχίσει να υποχωρεί – για να καλυφθεί από την πεζογραφική του εικόνα – όταν θα αρχίσουν να δημοσιεύονται τα μυθιστορήματα της τελευταίας περιόδου του, που αρχίζει αδήλως το 1941-43 (έτη γραφής του Ζορμπά), παρότι ο συνολικός όγκος του πεζογραφικού του έργου δεν θα ξεπεράσει εκείνον του ποιητικού (στον οποίο θα προστεθούν οι μεταφράσεις των ομηρικών επών).


* Μοντερνιστικός έπαινος


Ο χαρακτηρισμός, λοιπόν, αυτή την εποχή, της συγγραφικής ταυτότητας του Καζαντζάκη ως ποιητικής δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει. Αν θα μπορούσε κάτι να προκαλέσει την απορία μας, αυτό είναι η αισθητή διαφορά στην εκτίμηση που τρέφουν για την ποίησή του οι σημαντικότεροι νεότεροι ποιητές (μοντερνιστές της γενιάς του ’30) από τους σημαντικότερους παλαιότερους. Για τον Σεφέρη, που αναφέρει τον Καζαντζάκη μόνο όταν μιλάει για την ποίησή του, συναριθμώντας τον, το 1938, με εκείνους που θεωρούσε σπουδαιότερους, έως τότε, ποιητές του 20ού αιώνα (με τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Καρυωτάκη) ο Καζαντζάκης είναι, μαζί με τον Σικελιανό, «οι δύο πιο αξιόλογες φυσιογνωμίες που έχει σήμερα ο τόπος μας» (1940)· για τον Ελύτη ο Καζαντζάκης ανήκει, μαζί με τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Σικελιανό και τον Σεφέρη, «στους μεγάλους μας ποιητές» (1979)· ο Εγγονόπουλος, δηλώνοντας την αγάπη του για παλαιότερους ποιητές της εποχής του, τον αναφέρει μαζί με τον Παλαμά και τον Σικελιανό (1980). Αλλά και νεοτερικοί κριτικοί της γενιάς του ’30 κρίνουν το έργο του ως έργο ποιητικό, με ανάλογο τόνο: «Τα δύο πιο φημισμένα ονόματα της γενιάς που ο Κωστής Παλαμάς ήταν ο Πατριάρχης της», γράφει το 1947 ο Νικολαρεΐζης, «λάμπουν ακόμα στο στερέωμα της ελληνικής γραμματείας: τα ονόματα του Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη». Και ο Καραντώνης: «Μέσα από τα τελειωμένα «μακρά έργα», ποιητών σαν τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Καζαντζάκη, ονειρευόμαστε «ερείπια» για να αισθανθούμε περισσότερο, εντονότερα και πιο άμεσα, πιο άκοπα τη μεγάλη ποίηση που είναι διάχυτη ή που υπολανθάνει σε αυτά τα έργα» (1959).


Συγκρίνοντας αυτές τις εκτιμήσεις με τις γνωστές, απαξιωτικές για τα ποιητικά κείμενα του Καζαντζάκη, κρίσεις του Παλαμά (για τη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας: «Αυτά εδώ είναι τα μαλλιαρά! Οχι τα δικά μας!», 1934), του Βάρναλη (η Οδύσσεια: «Μια ανοιχτόκαρδη φάρσα», 1939), του Σικελιανού (που με το διάβασμα της Οδύσσειας «δεν έστρωνε η ψυχή» του, 1942), αλλά και κριτικών της γενιάς του Καζαντζάκη (Αυγέρης: «Στη νέα Οδύσσεια η ποιητικίζουσα έκφραση εκτοπίζει αδιάκοπα την ποιητική έκφραση», 1939), ή ομήλικων της γενιάς του ’30 αλλά δύσπιστων στις μοντερνιστικές αναζητήσεις (Βαρίκας: «Ο Καζαντζάκης ποιητής δεν υπήρξε ποτέ», 1939), αναρωτιέται κανείς πώς άνθρωποι που βρίσκονται στους αντίποδες των ποιητικών κατευθύνσεων του Καζαντζάκη εκτιμούν την ποίησή του περισσότερο από εκείνους που βρίσκονται πλησιέστερα σε αυτές. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν είναι εύκολη. Θα μπορούσε, ωστόσο, να παρατηρήσει κανείς ότι οι μοντερνιστές που ανέφερα, καθώς αναζητούσαν μια ποίηση διαφορετική από την κυρίαρχη την εποχή της εμφάνισής τους, ήταν σε θέση να αισθανθούν καλύτερα απ’ ό,τι οι παλαιότεροι τη διαφορά της ποίησης του Καζαντζάκη από αυτή την ποίηση. Γιατί θα πρέπει να ένιωθαν όχι μόνο το ασύνηθες εύρος της ποιητικής του ανάσας, που γινόταν αισθητό παρά την πεπαλαιωμένη (όμως ανορθόδοξη, και αυτή, σε σύγκριση με τον συνήθη παλαιοδημοτικισμό) γλωσσική του επιφάνεια, αλλά και την ποιητική ιδιαιτερότητα του Καζαντζάκη, που θα πρέπει να ήταν γι’ αυτούς, εκείνη την εποχή, ένα πρόβλημα ανάλογο, ως ένα βαθμό, με το πρόβλημα του Καβάφη.


Συσχετίζοντας τον Καζαντζάκη με τον Καβάφη, δύο ποιητές που η έκφρασή του βρίσκεται στα δύο αντίθετα άκρα της ποιητικής έκφρασης της εποχής τους, δεν παραδοξολογώ. Τους συναναφέρω ακριβώς επειδή η «ακρότητά» τους αυτή, που σηματοδοτεί την ποιητική ιδιοτυπία τους, καθιστά τις περιπτώσεις τους τις μόνες αποκλίνουσες από τον προμοντερνιστικό ποιητικό κώδικα· και, ακόμη, επειδή η απόκλισή τους αυτή έχει, πιστεύω, την ίδια αιτία.


Ο Καζαντζάκης είναι διανοητικός ποιητής. Ανήκει, όσο κι αν αυτό ακούγεται περίεργο, στην ίδια κατηγορία ποιητών με τον Καβάφη. Εκείνο που τον κάνει να φαίνεται αντίθετος από αυτόν είναι ο εντελώς διαφορετικός τρόπος διαχείρισης της σκέψης ως παραγωγού ποιητικής συγκίνησης. Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τη σκέψη του ως συμπυκνωτή του αισθήματος, με τον μόνο τρόπο που μπορεί να κάνει αυτή την συμπύκνωση ποιητική: με την ειρωνεία. Γι’ αυτό η έκφρασή του είναι λιτή και τα ποιήματά του σύντομα. Ο Καζαντζάκης κινεί τη σκέψη του ποιητικά με την αποσυμπύκνωσή της σε συγκίνηση. Και επειδή η ποιητική του φύση είναι άκρως διανοητική, η αποσυμπύκνωση αυτή απαιτεί μεγάλη και εκτεταμένη διάχυση του αισθήματος. Εξ ου και η πληθωρική του γλώσσα και η μεγάλη έκταση των ποιητικών του κειμένων.


Πιστεύω πως μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε απροκατάληπτα την ποίηση του Καζαντζάκη, χωρίς τις παρωπίδες που αποτελούν η παρανόηση της έννοιας της φυσικότητας στο ποιητικό λεξιλόγιο και η υποτιθέμενη δυσπιστία προς τις μεγάλες αφηγήσεις. Διότι η Οδύσσεια, οι Τερτσίνες, τα ποιητικά δράματα του Καζαντζάκη, καθώς και οι συγκεκριμένες μεταφράσεις του μεγάλων ποιητικών έργων δεν θα μπορούσαν να είχαν συντεθεί παρά μόνο από έναν ποιητή μεγάλης ποιητικής πνοής και υψηλής στιχουργικής δεξιοτεχνίας. Η συγγραφική φύση του Καζαντζάκη είναι φύση ποιητική. Και τα μυθιστορήματα της τελευταίας του περιόδου μυθιστορήματα ενός ποιητή είναι – και από αυτό απορρέουν ορισμένα ελαττώματά τους που προκαλούν τη δυσφορία αρκετών – Ελλήνων κυρίως – αναγνωστών. Αν η διεθνής επιτυχία τους επέθεσε στην ποιητική ταυτότητα του Καζαντζάκη μια ταυτότητα πεζογραφική, η ταυτότητα αυτή είναι εικονική. Πιστεύω πως αυτό υποδήλωνε ο Καραντώνης που, παρά τις πολλές και μεγάλες αντιρρήσεις του για την Οδύσσεια, την αισθανόταν ως «ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο», από εκείνα που «γράφτηκαν και με προϋποθέσεις και με δυνατότητες αιώνιας επιβίωσης»· γιατί στο έργο αυτό έβλεπε «μιαν ολόκληρη ήπειρο που πρέπει να εξερευνηθεί, επειδή δεν μπορεί, θα κρύβει και ομορφιές και αλήθειες «που δεν τις είδαμε ακόμη»».


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.